Α. ΠΡΟΒΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ

Α. ΠΡΟΒΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ

Topos Real Estate

Topos Real Estate

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΒΟΡΕΙΕΣ ΣΠΟΡΑΔΕΣ | facebook.com | youtube

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

Πεπαρηθειάδα | Έλα λοιπόν και εσύ, να πούμε δυο λογάκια για την παλιά τη Σκόπελο του Πεπαρήθου χώρα

Ο πολυτάλαντος Σκοπελίτης καλλιτέχνης - δημιουργός Σπύρος Χ. Κοσμάς [κλικ], ο οποίος γεννήθηκε στη Σκόπελο και βρέθηκε από μικρός στη θάλασσα, αφού ο παππούς και οι μπαρμπάδες του ήταν ψαράδες, αυτή τη φορά ετοιμάζει ένα πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα με μνήμες από την Σκόπελο και την Οικογένειά του, το οποίο ονομάζεται “Πεπαρηθειάδα”.

Σήμερα δημοσιεύουμε το προοίμιο της “Πεπαρηθειάδας” για να πάρετε μία πρόγευση του έργου, το οποίο πρόκειται να εκδοθεί σε ένα καλαίσθητο βιβλίο.

Ευχαριστούμε τον Σπύρο Χ. Κοσμά για την τιμή της πρώτης παρουσίασης του νέου έργου του από την εφημερίδα «Βόρειες Σποράδες»


Έλα λοιπόν και εσύ, να πούμε δυο λογάκια 

για την παλιά τη Σκόπελο του Πεπαρήθου χώρα

………………………………… 

Εις τον Αγνώντα ψάρευε Μανώλης Αδαμάκης

γέννημα θρέμμα ήτανε και στο νησί του ζούσε.

Μια μέρα που εψάρευε στα μέρη της Ευβοίας

Αγία Άννα ρεματιά με γάργαρο ποτάμι.

με το νερό κελαριστό θεώρατα πλατάνια

Εκεί κορίτσια έπλεναν ρούχα γλυκολαλόντας.

νύμφες σε δροσερά νερά και γλυκοτραγουδόντας

εκεί έπεσεν ο άρπαγας σαν τον αητό χημάει

Αναστασώ είχε τ΄ όνομα, περήφανη τη χάρη

μάτια μαλλιά τα φρύδια της κι ένα κορμί λαμπάδα.

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Παράταση

Παραπατάω στα όνειρά μου μεθυσμένη
γυρεύοντας μια διέξοδο φυγής
από το αλισβερίσι της ζωής
νοιώθω πως έχω νιότη γερασμένη

Μου λες θα ’ρθουν ευτυχισμένες μέρες
μα ζω μες σε λασπόνερα και έλη
δεν έχει πάτο του πόνου το βαρέλι
κι οι ελπίδες μου ναυάγιο σε ξέρες

Αυτή η ζωή που μ’ έταξαν να ζήσω
και τέλος να της βάλω δεν τολμώ
πρωί και βράδυ μόνο αγκομαχώ
τα δανεικά μου χρέη να γυρίσω

Στου κόσμου το παζάρι ξεπουλάνε
φτηνές απολαύσεις που  ναρκώνουν
με «αίμα» και χρόνο προπληρώνουν
όσοι χαρές «ανόθευτες» ζητάνε

Σε σώμα ανοίκειο είμαι παγιδευμένη
θητεία σε στρατόπεδο της γης
να δραπετεύσεις θες μα δεν μπορείς
ο χρόνος λάβα στο είναι μου χυμένη

Μαργαριτάρια στον βούρκο τα ονειρά μου
οι θύμησες εγίναν κομποσκοίνι
περαστικές χαρές με δίχως μνήμη
σκιές που ακολουθούν τα βήματά μου

Κι όταν το λάδι σώνει στο κερί μου
κι ο θάνατος μου μοιάζει φιλικός
κάποιος σε μένα άγνωστος θεός
παράταση μου δίνει στη ζωή μου

Αριάνα-Χριστίνα Λιναρά
Β' Βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Ο θρήνος του σμάλτου

Θρήνος Κενταύρων, ουρλιαχτό και σμάλτου η θυσία,
έκλαψαν τ’ Αετώματα, τα μάρμαρα τα σκίσαν,
πού ν’ τα χρυσελεφάντινα, στυγνή λεηλασία,
έγδυσαν τα Προπύλαια, Μετόπες θρυματίσαν.

Κλοπή αιώνων, έγκλημα, των σπλάχνων της Πεντέλης,
με συμμαχία ανίερη, ν’ αρπάξουν ταξιδέψαν,
Ελγιν, Σουλτάνος πρεσβευτές, ανήθικης αγέλης,
την Ζωοφόρο φτώχειναν, το Ερέχθειο κουρσέψαν.

Τ’ άγγιξαν χέρια ληστρικά και με σφυριά τα σπάσαν,
σαν σκλάβοι αλυσοδέθηκαν, στο πέλαγος χαθήκαν,
πόσα αναθέματα χωρούν, το κάλλος που χαλάσαν,
σ’ άμμο κινούμενης ντροπής, για πάντα βυθιστήκαν.

Στέκουν οι Καρυάτιδες, στον χρόνο κολοφώνες,
ένα τους βλέμμα βλοσυρό και τ’ άλλο ικεσίας,
βάρος κρατούν αγόγγυστα κι ας πέρασαν αιώνες,
το ταίρι τους το κλείσανε, σε γη αιχμαλωσίας.

Λάξευσε πέτρα, εμφύσησε, ανάσα ο Φειδίας
κι έλαμψε η αρχαιότητα, σαν φως της οικουμένης,
Ακρόπολη ερωτεύτηκε, ο ρους της ιστορίας,
αθάνατα κειμήλια, μιας δόξας λαβωμένης.

Μείγμα χρυσού πολιτισμού και γλυπτικών θαυμάτων,
στίγμα αρχαίας ομορφιάς κι αμάλγαμα αξίας,
τέχνη εσύ αξεπέραστη, στιλπνάδα αρωμάτων,
δέους βαριάς κληρονομιάς κι απέραντης λατρείας.

Ωρα για παλιννόστηση και για δικαιοσύνη,    
η σπίθα έγινε φωτιά κι η υπομονή αγώνας,
να ‘ χαν οι τύψεις σεβασμό κι ο εγωϊσμός αισχύνη,
είν’ ορφανός κι αιμορραγεί, πονάει ο Παρθενώνας.

Ιωάννης Κακαγιάννης
 Α' Βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

Ακόμη δεν μπορέσαμε

Ακόμη δεν μπορέσαμε να σβήσουμε τα πρέπει
απ’ τη ψυχή μας και γι’ αυτό μονίμως στην αυλή
προσμένουμε να εμφανιστεί το μάτι που επιβλέπει
αν μάθαμε απ’ τα λάθη μας κι αν είμαστε καλοί.

Ακόμη δεν μπορέσαμε να βρούμε κάποιο δρόμο
που να οδηγεί στης λύτρωσης τη δοξασμένη γη
εκεί που οι πάντες υπακούν στης λησμονιάς το νόμο
που μ’ αίμα γράφτηκε πολλών ανθρώπων μιαν αυγή.

Ακόμη δεν μπορέσαμε ν’ αλλάξουμε το δέρμα
στο ψεύδος που σκεφτήκαμε πριν κάμποσο καιρό
για να μην κλαίμε σαν παιδιά κοιτάζοντας το γέρμα
να προμηνά το μέλλον μας σε φόντο ζοφερό.

Χριστέ μου, δεν μπορέσαμε και τις νυχτιές μας πιάνει
σαν ρίγος κάτι ακούγοντας το νου μας ν’ αλυχτά
που ρίξαμε την άγκυρα στου φόβου το λιμάνι
και δεν ανοίξαμε πανιά να βγούμε στ’ ανοιχτά.

Γιάννης Χαϊδεμένος
 Έπαινος
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Ανηφόρισα

Μνήμη λαμπρή σκιαγράφησε και χάραξε,
τ’ όνομά σου στην καρδιά μου.
Λάμψη που εκτυφλώνει τα πάντα…
Μνημεία φθαρμένα, ερειπωμένα,
που αντέχουν στο χρόνο, δύσκολα ξεχνιούνται...
Όψη που καθρεφτίζεται στο γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσας,
δύσκολα λησμονιέται!

Στη ψυχή σου αποτυπώνονται τ’ αγάλματα γυμνά.
Χαράζουν εικόνες ανεξίτηλες, σε μια λέξη γεμάτη ιστορία.
Παρθενώνας, Ερεχθείο, Προπύλαια…
Μνημεία μεγαλόπρεπα, επιβλητικά,
ντύνουν μ’ άπλετο φως τις μαρμάρινες φιγούρες.
Φιγούρες που στο πέρασμα του χρόνου,
ζωντανεύουν ξανά και ξανά.

Ελλάδα! Τ’ όνομά σου αντανακλά στ’ άφθαρτο παρελθόν...
Οι ηλιαχτίδες, φλόγες πυρωμένες από αρχαίο φως,
σαγηνεύουν τα ερείπιά σου...

Πινελιές ουράνιου τόξου, αγγίζουν τις ολόγυμνες, άψυχες πέτρες.
Ρίγη... συγκίνηση... σε κάθε σου μονοπάτι!
Εκεί που οι τραγικοί ποιητές,
Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης,
άφησαν το στίγμα τους κληρονομιά.

Ακρόπολη!
Ανηφόρισα τον ιερό σου βράχο...
Ρίχτηκα στους ώμους σου... Αγκάλιασα τη μορφή σου!
Κι αντίκρισα το μεγαλείο σου ν’ ανθίζει μες το χρόνο.
Ακρόπολη!
Ολόγιομο φεγγάρι...
Καθώς η νύχτα νοσταλγεί να γίνει μέρα...
Η θωριά σου νοσταλγεί να γίνει θύμιση στο μέλλον!

Ναταλία Παπαδοπούλου
Β' Βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Να μου το πεις

Για το φευγιό σου να το πεις μια μέρα πριν σε μένα.
Να έχω δέσει το σκυλί να μη σ’ ακολουθήσει.
Να ‘χω παραθυρόφυλλα και βλέφαρα κλεισμένα
Το βλέμμα σου το βλέμμα μου να μην το συναντήσει.

Στην πόρτα παραπέζουλα δεμένο το μαντήλι
πάρε το φρεσκοζυμωτό να το ‘χεις για το δρόμο.
Στο μυρογιάλι σου ‘βαλα λαδάκι απ’ το καντήλι.
Και όποια στράτα κι αν διαβείς σε μένα φέρνει μόνο.

Μη με ξυπνήσεις, μη σε δω να χάνεσαι στη ρούγα.
Θα σε προσμένω ως να γυρνάς σούρουπο απ’ τη δουλειά σου.
Θα ψηλαφώ απ’ το σώμα σου την αφημένη γούβα
και θα ξαπλώνω ώσπου να ‘ρθεις μονάχα απ’ τη μεριά σου.

Κατερίνα Μακρή
Έπαινος
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Ο χρόνος και ο άνεμος...

Είναι ο άνεμος που σκόρπισε τα φύλλα,
είναι μια θλίψη που βραδιάζει μοναχή,
είναι του κήπου μας τα κόκκινα τα μήλα,
που τα σαπίζει ο αγέρας κι η βροχή…

Στη μοναξιά, στο χαλασμό και στο σκοτάδι,
ψάχνω στη μνήμη την εικόνα σου να βρω,
να ψηλαφήσω της ανάσας σου το χάδι,
να λησμονήσω της θυσίας το σταυρό…

Τραγούδι στήνει ο βοριάς έξω στη στράτα,
για να μερώσουν οι καημοί στη έρμη γη,
μα συ απ’ όλα τα τραγούδια ένα κράτα,…
αυτό που ζει και μου ματώνει την πληγή…

Είναι μια θάλασσα που μέσα της με κλείνει,
είναι ένα κύμα που με πάει στ’ ανοιχτά,
είναι μια αγάπη που γυρεύει μα δε δίνει,
που δραπετεύει στο σκοτάδι που αλυχτά…

Γιώργος Μπίμης
Έπαινος
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

Η μπαλάντα της ελπίδας

Δυο μάτια με παράπονο κοιτάνε
της έρημης ζωής μου τις εικόνες
και δάκρυα στα μάγουλα γλιστράνε,
πολύτιμες της μνήμης μου σταγόνες.
Το μαύρο, στων ονείρων τις κρυψώνες,
μι’ απρόσμενη αγάπη το ξορκίζει.
Κι αν βούλιαξα σε κρύους παγετώνες,
ο ήλιος στην καρδιά μου λαμπυρίζει.

Δυο χέρια στιβαρά με κουβαλάνε
μακριά από της θλίψης τις αγχόνες,
τον πόνο της καρδιάς μου πολεμάνε
και του μυαλού νικούν τους Λαιστρυγόνες.
Οι πόθοι μου στα πέλαγα γοργόνες,
η ελπίδα μου καράβι κι αρμενίζει.
Κι αν χάθηκα στης μοίρας τους κυκλώνες,
ο ήλιος στην καρδιά μου λαμπυρίζει.

Δυο χείλη τρυφερά με ακουμπάνε
και το φιλί βγαλμένο απ’ τους αιώνες,
να μου θυμίζει αυτούς που μ’ αγαπάνε
χωρίς να βάζουν όρια ή κανόνες.
Ραγίζουν οι καρδιές και μένουν μόνες,
ο έρωτας αν πάψει να σπιθίζει.
Κι αν κρύφτηκαν στο χιόνι οι ανεμώνες,
ο ήλιος στην καρδιά μου λαμπυρίζει.

Φωλιάζουν στην ψυχή μου αλκυόνες,
λουλούδι το χαμόγελο κι ανθίζει.
Κι αν έζησα ατέλειωτους χειμώνες,
ο ήλιος στην καρδιά μου λαμπυρίζει.

Ελένη Αντωνίου-Κωνσταντίνου
Β' Βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Ο γερο-ψαράς

Παρέα έχω το πέλαγο που απλώνεται μπροστά μου
και μάνα γη στα σώθηκα είναι η μοναξιά μου.
Στη πλάτη μου βαραίνουνε χρόνια πολλά, αιώνια
όχι δικά μου μα του γέροντα αρχαίου Ποσειδώνα.
Στους βράχους που σαστίζουνε απ' το μεγάλο κύμα,
απάντηση απ' τη σοφία σου Θεέ του ωκεανού δεν είδα.
Μέρες που φύγαν πίσω μου και λίγες που μένουν μπρος μου
ψιλή κουβέντα πιάσανε μαζί και ο λογισμός μου.
Θεριό ανήμερο ήμουνα και έστυβα την πέτρα
με το ζουμί που έβγαινε γέμιζα τη φαρέτρα.
Με σαϊτιές χωράτευα όλα τα άγρια πάθη,
σε λάγνα μάτια βούλιαξα, στου έρωτα τα βάθη.
Μα τώρα του απολογισμού που έφτασε η ώρα
οι αναμνήσεις πέλαγα, αρχίνησαν τη μπόρα.
Ξινίσανε οι έρωτες, κοπάσανε τα πάθη
άδειασε η φαρέτρα μου, η δύναμη εμαράθη.
Κουράστηκα βαρέθηκα από τη βιοπάλη
το νιάνιαρο μέσα μου ρωτά, φωνή έχει μεγάλη.
Είμαι αυτό που ήθελα ή που άλλοι μ' ορμηνέψαν;
Τάχα είμαι χαρούμενος ή οι φόβοι με μαγέψαν.
Ποιος πλάνεψε τα όνειρα που είχα στη ψυχή μου;
Παλεύω να σώσω ότι μπορώ στο έβγα της ζωής μου.
Στης θάλασσας το κύλισμα ακούω την φωνή σου
το φεγγαρόφως πρόδωσε στη λάμψη του, τη μορφή σου.
Ξέρω πως έχουνε πολλοί, πάνω σου ακουμπήσει
στεναγμούς και δάκρυα που έχουνε κυλήσει.
Άντε λοιπόν και έφτασα πάλι μες το λιμάνι
άντε βρε γέροντα Θεέ για κάνε μου τη χάρη.
Πες μου αν τα κατάφερα την ύλη μου να σώσω
ελεύθερο πνεύμα, φωτεινό, να σου την παραδώσω.

Ελίνα Σταμπουλή
Έπαινος
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

Σκιάς όναρ άνθρωπος

Γεννήθηκα στη μετέωρη εσωστρέφεια της χαραυγής,
εκεί που ανθοί μισάνοιχτοι
παραδίδονται πλέρια
στον έρωτα της ηλιαχτίδας.

Βύζαξα τη λήθη των Λωτοφάγων
για ν’ αποφύγω την οδύνη των αναμνήσεων,
αλλά ο χρόνος σμίλεψε στο νου λαγούμια,
αθέατα ορμητήρια της μνήμης.

Μεγάλωσα στο αχώρητο σύμπαν της ουτοπίας
μαζεύοντας κοσμικά μαλάματα ενός κάλπικου ουρανού.
Φίλοι μου πλαστικά ειδώλια σε γυάλινες προθήκες
που μαρτυρούν τη συνωμοσία μιας ιδεατής ευημερίας.

Περιπλανήθηκα στα γκρίζα σοκάκια της θλίψης,
διβολίζοντας τ’ αδιέξοδα της μοναξιάς.
Αβάσταχτα γλιστρούσαν τα χρόνια στο ρείθρο της ζωής,
μα εγώ ήμουν ένας αστόχαστος πεζός με παρωπίδες.

Ωρίμασα όταν άδραξα ένα δεμάτι εμπειρίες
που ‘χε παραπέσει στην αφάνεια της λογικής,
αλλά πλήρωσα ακριβά το τίμημα της γνώσης
με μια βαθιά χαραματιά στην αδιαλλαξία μου.

Γέρασα μαδώντας τον εαυτό μου
και τώρα βουλιάζω στα απόνερα που άφησαν τα όνειρα.
Το βλέμμα μου χάθηκε στη λάγνα καταχνιά
και δε θωρώ πια το τέρας που έχω αγκαλιά.

Θα φύγω σα διαβατάρικο πουλί
μήπως και βρω ένα καινούριο σώμα,
γιατί με λίγνεψαν τα γηρατειά
και μοιάζω κερί λιωμένο στης γης το μανουάλι.

Όμως, μία σκιά θα μείνει ορφανή
να ψάχνει μάταια τον άνθρωπο.

Αντώνιος Ευθυμίου
Α' Βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Η Χαρά κι ο Χάρης

Επήρεια ενδόμυχης επέμβασης στο σώμα,
νέοι που γέρνουν μες στο στρώμα…

Μαζί μας, αποφάσισαν, δεν μένουν!
Μάνα, πατέρας, αδερφός τους περιμένουν…

Δεν έχει ο Χάρης τι να πει, σωπαίνει,
κοιτάζει η Χαρά αν ανασαίνει…

Θυμάται ωραία πως περνούσανε τα χρόνια,
προτού γνωρίσει τη Χαρά μες στην Ομόνοια.

Προτού νομίσει πως τον εαυτό του βρήκε,
ποτέ σε μονοπάτια άγνωστα δεν μπήκε…

Έλεγε πάντα «τι ωραία!»,
«εγώ κι οι φίλοι μου παρέα!»

«Χαρά μου, δεν σ’ αρέσει για να πάμε,
μαζί και με τους φίλους να γυρνάμε;»

«Δεν έχω φίλους», του ’πε εκείνη.
«Εσένα μόνο, κι ό,τι γίνει…»

Κι αφού δεν ψάχνουν άλλους για να βρούνε,
μόνοι τους φεύγουν, να κρυφτούνε…

Εκεί κρυμμένους, στη γωνιά της λύπης,
τους βρήκε η νύχτα να θρηνούν: «ζωή, μου λείπεις!»

Κόσμε που λείπεις, και ζητάς ευθύνες,
πού ήσουν μέρες, εβδομάδες, μήνες;

Τότε που λείπαν τα παιδιά απ’ το σπίτι,
και δεν τα γύρεψε κανείς στην κρύπτη;

Εκεί που κρύφτηκαν, για να μη βλέπουν,
όσα δεν έμαθαν ν’ αντέχουν…

Χαρά κοιμάσαι; Που είναι ο Χάρης;
«Δίπλα μου, ύπνε, να τον πάρεις!»

Μαζί «κοιμήθηκαν» οι δυο τους…
Μαζί θα βλέπουν τ’ όνειρό τους…

Ιωάννης Χριστοδούλου
Έπαινος
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

Ξέπνοος

Στις αγριάδες των καιρών, στις σκοτεινιές του κόσμου
εγώ σκαφτιάς της θάλασσας κι ανιχνευτής ονείρων,
στις κορυφές του πέλαγου ψάχνω να βρω το φως μου,
ανασεμιές γλυκάλμυρες μέσω πνιγμών απείρων.

Στους ύφαλους που σκάλωσα κέντησα τ' όνομά σου.
Και στ' ακρογιάλια τα κρυφά, βωμούς του Ποσειδώνα,
θυσία ικέτης έκανα να κλέψω τη χαρά σου
και καλοκαίρι έφτιαξα στο μέσο του χειμώνα.

Μη με χτυπάτε που πλέω ανάμεσά σας,
σ' εσάς βρίσκω το διάφορο, το λυτρωμό γυρεύω.
Δε με σηκώνει η στέρφα γης και μόνο η συντροφιά σας,
στερνό αποκούμπι μου 'γινε αργά σαν αλαργεύω.

Κόρη της Αφρογέννητης θεάς δωσ' μου σημάδι
και σαν τον Ίθακα θα 'ρθω γοργόφτερα κοντά σου.
Προσμένω εσένα για να βγω απ' το αλμυρό πηγάδι
και ξέπνοος να γείρω πια μέσα στην αγκαλιά σου.

Γιώργης Ζαφειρίου
Β' Βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Στο γιαλό

Κόντρα στο κύμα ο γιαλός, κρέμνα και βράχος αψηλός,
πάνω στον βράχο φυτευτός, φάρος παντέρημος σβηστός.
Πλάι στου βράχου το στρατί, πέτρινο κάτασπρο τσαρδί,
αυλίτσα, δέντρο με κλουβί, χωρίς αιχμάλωτο πουλί.
Γέροντας ζούσε, δίχως φως, αγέλαστος και σκεφτικός,
κατάμονος, ασκητικός, ταξιδεμένος ναυτικός.
Της γλάστρας τον βασιλικό, χαϊδεύει κάθε γιόμα,
κι αφού ποτίσει το φυτό, βάζει ρακί για πιόμα.
Το καναρίνι λεύτερο, φτεροκοπά σιμά του,
σ’ ένα κλαράκι κάθεται κι αρχίζει τον χαβά του.
Ψαροκαλύβες στον γιαλό κι αυγά από Kαρέτα,
Γοργόνες σ’ απολέπιση, με πειρατών μουσκέτα.
Των μπουκαλιών μηνύματα διαβάζουν Νηρηίδες,
στους κόρφους της ναυάγια, χαμένες Ατλαντίδες.
Πιο πέρα φύκια σάπιζαν, σκουπίδια στοιβαγμένα
και φουσκωτά –ξεφούσκωτα, ψευτο-ναυαγισμένα.
Μιάς χρήσης του εποικισμού, της χώρας των αφρόνων,
προαπαιτούμενα κι αυτά, που την υποδουλώνουν.
Χαβούζα τ’ Αρχιπέλαγος με ναυαγούς, μα ζούσε…
κόντρα σε πείσμα των καιρών κι ορθός χειροκροτούσε.
Εκεί, στους εισβολείς μπροστά, στου πέλαου την άκρη,
στου φλοίσβου το νανούρισμα, μ’ ένα «Γιατί»; και δάκρυ.
Ο Ερημίτης γέροντας, ποθούσε να σκαρώσει,
στιχάκια επιδέξια, τους πόντους να στεγνώσει.
Μα πάλι το μετάνιωνε, φοβόταν μη σκοτώσει,
την Κίρκη και την Καλυψώ, σαν το νερό τελειώσει.
Στην σιγαλιά, κατάγιαλα, το σκότος σαν τον ζώνει,
σ’ αυτές τις δυό τον πόνο του, τον λέει και μερώνει.
Ήταν Αργοναυτόπουλο, με κείνους τους φυγάδες,
που κιότεψαν με την ΑΡΓΩ, μπροστά στις συμπληγάδες.

Θωμαή Ράγια
Έπαινος
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

Πάλι σαν άνοιξη

Πάλι σαν άνοιξη να έρθεις εφηβική μου αγάπη,
πρωτόπλαστη αναίδεια και πάλι κουβαλώντας
και κομπασμό, πως άλλη τέτοια άνοιξη ποτέ μου δεν θα ζήσω.
Την τόλμη των ανώφελων ηρωισμών την έξαλλη βάλε
και γιόρτασε την εαρινή σου έξαψη
με Ανθεστήρια και Διονυσιακές χοές.

Πάλι σαν άνοιξη στης νιότης το υγρό πυρ
βάφτισε τις πολυκαιρισμένες ηδονές,
φλόγα καινούρια να ανάψει πάνω σε προσμονές ημιθανείς.
Σαν άνοιξη δροσιά σκληρή ρίξε στα ξεροχώραφα της μνήμης
και άρωμα πικραμύγδαλου νοσταλγικού, όσο και ιοβόλου,
πέρασε πάνω στα ροδαλά μπράτσα των ρεμβαστικών περιπάτων.

Πάλι σαν άνοιξη πέρνα κάτω απ΄ το παράθυρό μου,
ιλαρή να αισθάνομαι τη ροδαυγή να με φιλά με παράφορα χείλη
κι ύστερα κρύψε στις βιολέτες ενός Επιταφίου τις τσουκνίδες σου,
σαν μου μιλήσεις για του χρόνου το νομοτελειακό κύλισμα
πάνω από επαναλαμβανόμενες νεκραναστάσεις.

Πόσο αλήθεια, την άνοιξη στο φτάσιμό σου θυμίζεις
καθώς φτερουγάς με πελαργών φτερά και χελιδονιών χρώματα,
πόσο την άνοιξη φυσάς στους δονκιχωτικούς σου ανεμόμυλους
κι όπως ανυπόμονα αναζητάς το νυχτερινό τροβαδούρο
πάλι στους φεγγαρόδρομους να σε σεργιανίσει,
ας ήξερα πόση άνοιξη χωράει στο σαρκίο της μοναξιάς μας,
πόση άνοιξη ανυπότακτη διαφεύγει από την εξουσία της θλίψης!

Μα εγώ μόνο να περιμένω μπορώ από έρημη ακτή,
μήπως ξαγναντέψω τα κατάρτια σου φουσκωμένα
με ανομολόγητους έρωτες και ομολογημένους πόθους,
σαν άνοιξη μήπως πάλι ανοίξεις τις μεγάλες πόρτες των θριάμβων
και με χαρμόσυνες σάλπιγγες στους νέους αγώνες σου με καλέσεις,
μια που μόνο που η άνοιξη ξανά έρχεται, παιάνες της πρέπουν
κι είναι αυτή η μεγάλη μας νίκη!

Χρυσάνθη Μαρδάκη
Γ' Βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Οι όργητες του ποιητή

Τα δικά μου παράθυρα δεν είναι σαν των άλλων
όταν θυμώνουν καπνίζουν φωτιές.
Αγγίζουν πυρόχωμα και πετροβολούν τις καμπάνες στις εκκλησιές
για να αρχινήσει η Ανάσταση το δεύτε λάβετε φως της.
Μεσίστια πυρώνουν τον ήλιο για να ατμίσει στο σπίτι
η άβυσσος που 'χει φυτρώσει στο διάβα του.

Στα γερτά τους πατζούρια στήνουν φωλιές νυχτόβια πουλιά
μπαίνουν ανοίκεια στο δώμα, 
διαβρώνουν τους ετοιμόρροπους τοίχους
και ρημώνουν τον εναπομείναντα ποιητή.
Δεν προσμετρούν τις απώλειες
σε ξένα χωράφια δεν ανακατεύονται -προπαντός αξιοπρέπεια-
"ξένη  φωτιά μην την ανακατεύεις" νουθετεί προγενέστερος στίχος.

Τα δικά μου παράθυρα δεν είναι σαν των άλλων
οργίλοι στο μούχρωμα βρίζουν τους δαίμονες
εκείνους που εκκολάπτονται στο ισχνό τους πρεβάζι
σχεδιάζουν στο χώμα καθημαγμένα πέλματα
και χαράζουν με αίμα τ' ανθρώπου το σύνορο.
Τα δικά μου παράθυρα, ριψοκίνδυνοι ακροβάτες
κρατούν οργισμένη πένα και ράβουν στο δέρμα κραυγές.
Όλος ο κόσμος μια κραυγαλέα ραφή.
Στα δικά μου παραθύρια δε μοιράζεται τ' ανάριο φως
φουσκώνουν στης υγρασίας τη φλέβα οι ξύλινοι πόροι
νογούν τα απύθμενα τραύματα
σκαριφούν με φωτιά της σάρκας τους τη μελάνη.
Τα δικά μου ποιήματα δεν είναι αστροφεγγιές μες στο χειμώνα
όταν θυμώνουν ραπίζουν άγριες βροχές.
Ολάκερος ο ουρανός μια κρυστάλλινη καταιγίδα
σπέρνει ποτάμια με συστάδες καρφιά.

Τον νου σου ποιητή «παύροι εν πόνω πιστοί».
Στα δικά σου πατζούρια
κλειδώνει ολάκερη η άνοιξη το ελάχιστο φως της.

Καλλιόπη Δημητροπούλου
Γ' Βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

Στο μπλε χαρτί

Μ’ αρέσει τα ποιήματά μου
πάνω στο μπλε χαρτί της θάλασσας να γράφω,
ν’ αφήνω απαλά τους στίχους μου
στη ράχη των κυμάτων την παλλόμενη
να μεταφέρουν με τις σκέψεις μου μαζί
γεύση αλμύρας και αύρας άρωμα.
Μα τελευταία τις λέξεις μου στριμώχνουν
κάτι πορτοκαλιά σωσίβια που επιπλέουν
δίπλα σε ναυαγίων υπολείμματα.
Κραυγές πνιγμένων αναδύονται
και κλέβουν τη φωνή των ποιημάτων μου
κι έτσι, βουβά και λυπημένα, πνίγονται
και αυτά χωρίς σωσίβιο, την ώρα
που οι άπληστοι «ναυαγοσώστες»
μετρούν σκυμμένοι πόσο χρήμα σώριασαν
απ’ τις ζωές που άφησαν και χάθηκαν.

Βασίλης Γεργατσούλης
Έπαινος
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

Είναι κάτι Σάββατα

Είναι κάτι Σάββατα που τους χρωστάς σεβασμό κι ευγνωμοσύνη.
Μόνα κι αβοήθητα "προπηλακίστηκαν" από τις βαρετές-πλην εντίμως-αρεστές Κυριακές.
Η περισυλλογή το Σάββατο μοιάζει με τιμωρία από κείνες που σου στερούν την ικανοποίηση του λυτρωμού, το φθάσιμο.

Όταν μάλιστα η ηχηρά σαββατιάτικη σκέψις συνοδεύεται από τη διαμαρτυρία του γειτονικού αγιοκλήματος, τότε η ενεργός περίσκεψη τείνει να γίνει ύψιστη ύβρις!
Το χέρι σου ανεπαισθήτως νευρικό παίζει πάνω στο ποτήρι έναν παράξενο ρυθμό, 
"αδαή "κι αμήχανο.

Και το τασάκι, ναι το τασάκι άδειο να "μειδιά" για την πληρότητα της κενότητάς του.
Βλάπτει πολύ η ενοχική σαββατιάτικη σιωπή και το λουκούμι στο φιλντισένιο πιατέλο να "λοιδωρεί" τη μοναξιά του, αφού το παρακείμενο ποτήρι είναι άδειο, γεμάτο από το πνιγηρό αίσθημα της μοναξιάς.

Ναυαγισμένα Σάββατα κι άχρωμες Κυριακές
συνθέτουν μια άηχη κραυγή που σε συγκλονίζει.

Παρακαλάς για ένα τρίξιμο στα ξεφτισμένα από το χρόνο πορτοπαράθυρα, για μια αναμόχλευση του πόμολου της πόρτας και κείνο το ανάπηρο περιστέρι με την τσακισμένη φτερούγα έχει ένα μήνα να φανεί.

Α, για να μην ξεχνιόμαστε, αύριο είναι Κυριακή!

Παναγιώτης Καραμούζης
Γ΄ βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

Επιστροφή

Ήταν η ίδια πάντα ώρα. Κάθε ημέρα.
Εκείνη τη στιγμή που ο κύκλος του ήλιου
ακουμπούσε λίγες από τις μοίρες του στην επιφάνειά της
λίγο πριν ταξιδέψει στο υδρωνύμιό της.
Στο ταυτόχρονο πέταγμα ενός ανέμελου γλάρου
στο νήδυμο γέλιο κάποιου ξυπόλητου παιδιού
στην οικεία μυρωδιά μιας στριφτής πίτας που αγκαλιάζει το τηγάνι.
Τότε ένα αγνό, άδολο, άμωμο βότσαλο επέστρεφε σπίτι του.

Ήταν το ίδιο πάντα δευτερόλεπτο. Κάθε δύση.
Εκείνο το διάστημα που η χρυσοκίτρινη ράχη του
δρόσιζε το νότιο τόξο του στην απαρχή της
λίγο πριν χαθεί στον αλμυρό κόσμο της.
Στο παράλληλο άκουσμα μίας γνώριμης καμπάνας
στην πάλη ενός ψαριού με το αναπόδραστο δίχτυ του
στον πευκόφυτη παραλία όπου μια παρέα ξεδιψά με παγωμένη μπύρα.
Τότε μία ήπια, ήρεμη, ήσυχη κροκάλη επέστρεφε σπίτι της.

Ήταν την ίδια πάντα ροή γεγονότων. Κάθε σούρουπο.
Εκείνο το χρόνο που το υπεροπτικό βασίλεμα του
χάραζε  με την τελευταία αχτίνα του την κυανή στάθμη της
λίγο πριν ξεκουραστεί στο υδαρές τετραγωνικό της.
Στο συγχρονισμένο πέρασμα μιας ακούραστης βάρκας
στο παραθυρόφυλλο που ανοίγει δίπλα από μια γλάστρα βασιλικό
στο δαμάσκηνο που κρύφτηκε περίτεχνα σε γλυκό κουταλιού.
Τότε μία σιγαλή, σιγανή, σιωπηλή πέτρα επέστρεφε σπίτι της.

Ήταν εκείνο το μήνυμα στο γράμμα. Εκείνο το απώτερο μούχρωμα.
Το καράβι του συγκρούστηκε στα βράχια που βάφονταν στο σύθαμπο
για να αποκοιμηθεί αιώνια στον υδάτινο βυθό της.
Είναι  εκείνο το εφηβικό πια χέρι που ξορκίζει καθημερινά το θάνατο
για τον πατέρα που δεν πρόλαβε να δει την αγέννητη κόρη του
για το τραγούδι μιας Νηρηίδας και το ανείπωτο αίνιγμα των στίχων της:
«Τη λήθη νικά το αντάμωμα της ευθύνης στην ψυχή της απώλειας».
Όλες οι πέτρες θα επέστρεφαν σπίτι τους.

Ανδρομάχη Παπαγεωργίου
Β΄ βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

Σποράδες Νύμφες (Διπλό σονέτο)

Σκόπελος καταπράσινη, Πεπάρηθέ μου,
τ’ αρχαία κάλλη σου, μα και τα τωρινά σου,
στολίδια μες στο πέλαγος, παράδεισέ μου,
φως σ’ όλον τον ορίζοντα η ομορφιά σου.

Αλόννησος μαγευτική, τι πλούτος Θέ μου,
χρυσή σπηλιά η ψυχή, Ίκος: το όνομά σου,
δίπολη πύλη τ’ ουρανού, συ, χάρισέ μου
μαργαριτάρι φυλακτό τη θάλασσά σου.

Σποράδες κοσμοξάκουστες απ’ άκρη σ’ άκρη,
φιλοξενείτε όλης της γης λαούς και χώρες,
κάθε χαράς γιορτή και κάθε λύπης δάκρυ.

Νησιά, των ιδεών μας νόστε, μάνα Ελλάδα,
όπου μας βρίσκουν θύελλες κι άγριες μπόρες
νά’ χουνε πάντα οι καρδιές ζεστή λιακάδα.

Σκιάθος θεοσεβούμενη, φύση ωραία,
μ’ ερημοκλήσια στου θεού την άγια πύλη,
του κυρ – Αλέξανδρου η μορφή στην προκυμαία
με το φεγγάρι σου πάντ’ άσβεστο καντήλι.

Σκύρος κυματοφίλητη, μνήμες Θησέα
υμνούν τη δόξα σου, της ιστορίας θρύλοι
ξεπροβοδούν το διάβα σου. Του ήλιου η αυλαία
σε χαιρετάει κάθε αυγή και κάθε δείλι.

Σποράδες νεραϊδόμορφες, νύμφες του Αιγαίου,
άρπα τετράχορδη ουράνιας μελωδίας,
διθύραμβε του έρωτά μας, του πηγαίου.

Νησιά των οραμάτων μας, εξωτικά μου,
άστρα του νου μας και νεφέλες χορωδίας,
παρακαλώ σας, ταξιδέψτε τα όνειρά μου.

Παναγιώτης Κουμπούρας
Α΄ βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017

Θαλασσογραφίες

Είν’ ένας πίνακας η θάλασσ΄ από μόνη της.
Την αντικρίζεις και νομίζεις πως σου γνέφει.
Μια βάρκα πλέει με σπασμένο το τιμόνι της
κι’ ένα καράβι ξεπηδάει απ’ τα νέφη.

Στεριά και θάλασσα το πλοίο θα μοιράζεται.
Είν’ η ελπίδα του το κάθε λιμανάκι.
Κι’ όταν δεμένο κι’ αραγμένο ξεκουράζεται
μοιάζει με πίνακα του Κώστα Βολανάκη.

Μεσ’ στα πελάγη που τα φλάμπουρ’ ανεμίζουνε,
μεσ’ στων κυμάτων τους αφρούς και τη θολούρα,
αδρές εικόνες, πάλι πίνακες θυμίζουνε,
Ουίλιαμ Τέρνερ, Ιωάννη Αλταμούρα.

Με τα θαυμάσια λυκαυγή και τα λυκόφωτα
η περαντζάδα του πελάγου ομορφαίνει.
Κι’ όταν λιμάνια ξεφυτρώνουν φεγγαρόφωτα
πίνακες μοιάζουν του Μονέ και του Παρθένη.

Έτσι καθώς το κουκουλώνουν τ’ άγρια κύματα,
περνά η σκέψη ότι αν βουλιάξει αίφνης,
εμείς θα είμαστε απλώς θαλάσσια θύματα,
μ’ αυτό μπορεί να γίνει ίσως, Έργο Τέχνης!

Κώστας Σώκος
Α΄ βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης