Σελίδες

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Γελώ!

Κάποια στιγμή που είχα πολύ απογοητευτεί, πόσο πολύ το ήθελα να κόψω το μαλλί.
Ήθελα να ανανεωθώ να κάνω πως ξεχνάω, την ήξερα πολύ καλά αυτή τη συνταγή.
Πώς να τα κρύψω όσα άντεχα; Και πώς να μην το δείξω, πως ξέρω, ότι ο φίλος μου ο κολλητός, χρόνια στο μαγαζί, έβαζε το χεράκι του βαθιά μες στο ταμείο;
Η άλλη, φίλη κι υπάλληλος, φλέρταρε με τα ένσημα, τριπλά και τετραπλά και η τρίτη η καλύτερη, με τον αγαπημένο μου, ας πω με τον δεσμό μου, πολλά είχε μυστικά.
Ήθελα ανανέωση, αλλά με τι; Σκεπτόμουν..
Ίσα ίσα ένα πεντοχίλιαρο καλά χαντακωμένο μες στο βιβλίο χρώματος μπορντό και με τα γράμματα χρυσά «Ζητιάνος» Καρκαβίτσας.
Να κόψω τα μαλλιά;
Μπα! Σκέφτηκα. Καλύτερα να πάρω έναν άνθρωπο να έρθει να...
ασβεστώσει τριγύρω την αυλή. Σκέφτηκα και τον γείτονα κοντά στα 90 που κάθε πρωί ακούμπαγε στη χαμηλή βραγιά και από κει τα λέγαμε... Εδώ και χρόνια νόμιζε πως ήμουνα η μάνα μου κι έλεγε σιγανά «Εσύ καλά κρατιέσαι. Η γυναίκα μου σαράβαλο κι είσαστε σχεδόν ίσα. Εσύ πετάς. Σε χαίρομαι και πάω και της λέω, βρε βγες να δεις τη φίλη σου που είναι όλο ζωή».
Πνιγμένη μες στις σκέψεις μου ακούω μια φωνή.
-Αχ κυρά Μάρω, Μάρω μου.
Και βλέπω μια γυναίκα σαν ένα μαύρο σύννεφο.
-Σε βρήκα επιτέλους!
Και χύνεται το σύννεφο μέσα στην αγκαλιά μου.
-Μου 'πε ο Γιώργος «πήγαινε να βρεις τη κυρά Μάρω. Φαίνεται πως δεν τα 'μαθε τα άσκημα τα νέα. Πήγαινε πάρτη φέρτη νε εδώ να την ιδώ».
Παραπατώντας κάθισε σε μια απ' τις καρέκλες, παραπατώντας κάθισα και εγώ.
-Ποια...
-Η μάνα του Γιώργου είμαι.
-Γιώργου;
Πού να το στείλω το μυαλό έτσι στα ξαφνικά. Ήξερα τόσους Γιώργηδες που μες σε δευτερόλεπτα άρχισα να αποκλείω όσους τη μάνα τους ήξερα. Μα περίσσευαν πολλοί.
-Αχ κυρά Μάρω κάνε μου ένα καφέ πικρό και έλα να στα πω...
Προχώρησα δυο βήματα, στον πάγκο της κουζίνας και μες τον ήχο του γκαζιού, μπρικιού και κουταλιού...
-Τίνος Γιώργου;
-Του Γιώργου του Παπα.κάτι.
-Α! Του Παπα.κάτι.
Κι αυτό κάτι δεν μου 'λεγε κι έρχεται το... καπάκι.
-Αχ κυρά Μάρω τον χάσαμε.
-Τον χάσαμε;
-Τον χάσαμε τον Αποστόλη.
-Τι;
-Πάει τον χάσαμε τον Αποστόλη.
Η άκρη της μαντίλας της ρουφούσε δάκρυα κι ιδρώτα, ένα κατακλυσμό κι εγώ κρατώντας του καφέ την κούπα πλησιάζω, στέκομαι όρθια δίπλα της και ξεκινώ να κλαίω, γεμίζοντας με δάκρυα το μαύρο της υγρό.
Κλάμα αυτή, κλάμα και εγώ, σταμάτησα εγώ πρώτη.
-Μα, πώς; Πώς τονε χάσαμε;
-Μπαμ. Μπαμ και κάτω.
-Ε.Μπαμ και κάτω;
-Πνευμονικό Ίδρυμα το είπανε θαρρώ.
-Ε.άει στο καλό. Τι είναι ο άνθρωπος.
-Τι είναι ο άνθρωπος; Ρώτα με για τον Γιώργο.
-Τι ο Γιώργος.
-Α. Τίποτα δεν ξέρεις. Έχει ποδαράκια; Έχει πια χεράκια; Όλος σε μια σακούλα είναι. Σακούλα σκουπιδιών. Σουπίτσα πίνει με καλαμάκι κι ώσπου κι αυτή η πρόνοια να δώσει για τις πάνες...
Τότε ήτανε που έτρεξα κι άνοιξα τα συρτάρια.
Πάρε σακούλες σκουπιδιών, που ' χω απ' το μαγαζί, πάρε και καλαμάκια που 'χω χρωματιστά, πάρε και ομπρελίτσες που βάζουν στα ποτά, πάρε αναδευτήρες και οδοντογλυφίδες που πάνω, κοίτα, έχουν σημαία Ελληνικιά.
-Αχ! Όλα αυτά θα τα χαρεί. Τι σχέση που 'ναι μεγάλος; Θα νοιώσει σα παιδί.
-Πάρε και μια συκωταριά που 'χω απ' το χωριό, να κι ένα πεντοχίλιαρο που φύλαγα καιρό.
-Φεύγω γεμάτη από χαρά. Αχ ...τόση ανθρωπιά. Πες μου, θα 'ρθεις μαζί μου, την άλλη τη φορά;
-Θα 'ρθω... θα 'ρθω...
Μπήκα μέσα στα γρήγορα και πήρα το ψαλίδι μονάχη μου να κουρευτώ μπας κι ανανεωθώ.
Σαν έφτασα στο μαγαζί ρώτησα μήπως ξέρουνε εκείνοι οι τρεις μου «φίλοι» που είπα στην αρχή, για κάποιον Γιώργο, το και το με μάνα έτσι κι έτσι...
Μα τότε είδα πως άρχισαν και οι τρεις τους να γελούνε.
-Χα χα χα βρε βλάκα πώς την πάτησες; Αυτή είναι σεσημασμένη. Ρωτάει ποια μένει απέναντι, μήπως είναι η Ελένη; Όχι της λένε. Η κυρά Μάρω μένει.
Ένοιωσα ανακούφιση και μ' έπιασαν τα γέλια. Αυτό το ψέμα δεν πονάει σκέφτηκα με χαρά.
«Γελάς βρε ζώο, που 'χασες ότι είχες και δεν είχες; Γελάς βρε βλάκα;» Μου είπανε δήθεν χαϊδευτικά.
-Γελώ, γελώ, γελώ, γελώ.
Γελώ γιατί κατάφερα να κλάψω για έναν ξένο.
Γελώ γιατί κουρεύομαι μονάχη μου καλά.
Γελώ που κάποιος άγνωστος Γιώργος πια δεν πονά.
Γελάω που δεν έχασα κανέναν Αποστόλη.
Γελώ...
Δεν με χαλάσατε, σεσημασμένοι όλοι!
Μάρω Βλαχάκη

4 σχόλια:

  1. Γέλα πουλί μου γέλα ειν΄ η ζωή μια τρέλα!!!
    Μπράβο Μάρω μας έκανες και γελάσαμε πρωί-πρωί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εγώ ανοίγω, εγώ πεινώ, εγώ κρυώνω, πλάι.
    Εγώ σκύβω, απόγευμα, βραδύ, πρωί, ευτυχώς, εγώ χτυπώ,
    Γειτονιά, τρύπα, τοίχος.
    Εγώ ξεκουράζομαι, εγώ κολλώ, η κόλλα εγώ.
    Κοκκινίζω αρρωσταίνω, δείχνω φθινόπωρο, Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, δυνατά γρήγορα αλλάζω, μοιάζω, στέκομαι.

    (άσκηση ορθογραφίας, λέξεις στη σειρά, λέξεις στην τύχη, η τέχνη δεν έχει κανένα νόημα μόνο η εικόνα αντιστέκεται λιγάκι ακόμα)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. χαιρομαι παντα πολυ καθως διαβαζω κατι απο της μαρως τα γραμμενα.αχ μαρω.γραφε πιο συχνα και κυριως πεζα.εχεις φοβερο προσωπικο στυλ στη γραφη,αλλα και φοβερη εμπνευση.να εισαι παντα καλα και να γραφεις.καλες γιορτες.μπραβο και στη καλη εφημεριδα μας που ειναι ανοιχτη σ ολα και σ ολους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΚΥΡΙΑ ΜΑΡΩ.ΕΓΩ ΘΑ ΕΛΕΓΑ ΝΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΙΣ ΠΙΟ ΣΥΧΝΑ,ΓΙΑΤΙ ΞΕΡΩ ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΟΛΛΑ ΕΤΟΙΜΑ.ΓΡΑΦΕ ΚΑΙ ΔΙΝΕ ΜΑΣ.ΤΡΟΦΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ,ΟΣΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ.ΜΠΡΑΒΟ ΚΑΛΗ ΜΑΣ ΚΥΡΙΑ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΣΧΟΛΙΑ ΜΕ ΓΡΑΦΗ greeklish ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
H efimerida-sporades.blogspot.gr ενθαρρύνει τους αναγνώστες να εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα από τo blog. Παρακαλούμε τα κείμενα να μην είναι υβριστικά, να μην συκοφαντούν και να μην γράφονται σε greeklish. Οι διαχειριστές φέρουν ευθύνη μόνο για τα επώνυμα άρθρα των συντακτών και των συνεργατών της.
Σας ευχαριστούμε για την συμμετοχή σας.