Σελίδες

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Ο εφιάλτης ενός υπουργού

της Παρασκευής Κουτούμπα
Έφτασε μπροστά στην κλειστή δρύινη πόρτα. Ένα χοντρό τριχωτό χέρι από το πουθενά, ακουμπώντας φευγαλέα τη μύτη του, έσπρωξε με σιγουριά την πόρτα και την άνοιξε.
-Περάστε, υπουργέ.
Σχεδόν αμέσως το κενό της ανοιγμένης πόρτας γέμισε κάμερες, φωτογραφικούς φακούς, μικρόφωνα με λογότυπα μεγάλων καναλιών, αγχωμένες φάτσες και ένα-δυο βαμμένα στόματα. Βαβούρα. Κάπου ανάμεσα κι ένα ανοιχτό ντεκολτέ με πλούσια θέα. Χμ, ωραίο κομμάτι.
-Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ! Ανοίξτε!
Το ίδιο τριχωτό χέρι παραμέρισε με μια κίνηση τη δημοσιογραφική μάζα. Αυτός μηχανικά ίσιωσε την πλάτη, ρούφηξε ό, τι μπορούσε από το στομάχι του και πήρε αλύγιστο ύφος. Ένιωσε ακαταμάχητος. Αλλά για δηλώσεις ούτε λόγος. Το θέμα έκαιγε από παντού. Μέχρι ένα μήνα πριν διαβεβαίωνε τρίχες. Τώρα, πριν λίγο, μέσα είχαν μόλις υπογράψει το ακριβώς αντίθετο. Έτοιμος μεζές να τον κατασπαράξει η αντιπολίτευση – και κείνοι οι άπλυτοι που λυσσάγανε κάθε μέρα έξω απ’ το υπουργείο. Ξεροκατάπιε. Όμως οι κάμερες γράφανε. Κι η Ρένα επέμενε: όσο πιο αντιπαθή σε κάνουν οι...
περιστάσεις, τόσο πιο πολύ πουλάει η εικόνα σου στο γυαλί. Θα το εκμεταλλευόταν λοιπόν. Φούσκωσε σα πουλερικό κι έσφιξε τα χείλια με πείσμα. Καθώς προχωρούσαν προς το ασανσέρ με τους δυο φουσκωτούς, η μάζα τον ακολουθούσε επίμονα, οι ερωτήσεις πέφτανε σαν όξινη βροχή, δυο τρεις πετάξανε και κάτι μπηχτές, ο ένας φουσκωτός πήγε ν’ απλώσει το χέρι (καινούργιος), ο άλλος τον σταμάτησε εγκαίρως. Ευτυχώς. Κατάφερε να μην πει λέξη. Έφτασαν στο ασανσέρ.
Ο ένας φουσκωτός πάτησε το κουμπί. Σε λίγο η συρόμενη πόρτα άνοιξε. Ο φουσκωτός παραμέρισε και του έκανε νεύμα.
-Περάστε, υπουργέ.
Ο Άλλος τεντώθηκε ξανά και μπήκε πρώτος. Οι δυο φουσκωτοί μπήκαν και τοποθετήθηκαν εκ δεξιών και εξ ευωνύμων αυτού.
Η πόρτα έκλεισε. Ο φουσκωτός πάτησε «ισόγειο». Ξεκίνησαν. Ο Άλλος ξεροκατάπιε, ένιωσε αναταράξεις κι επικίνδυνα αέρια στο γαστρεντερικό σωλήνα του – πάντα το πάθαινε στα αεροπλάνα και στα ασανσέρ. Γαμώτο. Για να ξεχαστεί έβγαλε το i-phone. Του κουτιού, ακόμα τον μπέρδευε. Κοίτα ρε τι φτιάχνουν. Το χάιδεψε – σαν τις τιράντες από το κόκκινο σουτιέν της Νάνσυ. Τεχνολογία που σε φτιάχνει. Το άνοιξε και είδε δύο sms.
Νάνσυ: «ΑΓΑΠΗ ΤΟ ΠΑΡΙΣΗ ΙΠΕΡΟΧΟ ΣΑΓΑΠΩ ΤΑΛΕΜΕ ΜΟΡΟ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟ ΦΙΛΙΑ ΤΟΜΟΡΑΚΙ ΣΟΥ»
Οι φουσκωτοί κοιτάγανε τ’ άστρα. Ξέρανε από σαβουάρ βιβρ υπουργικού ασανσέρ.
Ρένα: «ΜΗΝ ΑΡΓΗΣΕΙΣ! ΣΤΙΣ ΕΠΤΑ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΜΑΜΑ ΕΚΑΛΗ, ΤΡΑΠΕΖΙ!! ΜΗΝ ΤΟ ΞΕΧΑΣΕΙΣ!!! ΠΑΙΔΙΑ ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΣΠΙΤΙ, ΦΙΛΙΑ»
Όχι ρε γαμώτο. Απόψε ήταν. Αλλά ήταν κανονισμένο, θα ήταν όλοι εκεί. Πάει, αγγαρεία κι απόψε.
Άλλο sms. Νάνσυ: «ΘΑΓΟΡΑΣΩ ΠΟΛΑ ΚΟΚΙΝΑ ΣΟΥΤΙΕΝ!!!! ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΤΟΜΟΡΟ ΜΟΥ»
Ένιωσε το δάπεδο να φεύγει κάτω από τα πόδια του. Θυμήθηκε ότι ήταν στο αναθεματισμένο ασανσέρ. Ένιωσε ναυτία. Έβαλε το i-phone στην τσέπη. Ο ένας φουσκωτός ξερόβηξε.
Και δώστου να κατεβαίνει το ρημάδι και να τον αναγουλιάζει. Ακριβώς όπως τα κενά αέρος.
Πάσχισε να πάρει ύφος αρχηγού. Κατάφερε τελικά να πάρει ύφος ξινισμένου βλάκα.
-Τί ώρα είναι, Μάρκο;
-Εντεκάμισι, κύριε υπουργέ.
Να πάρει η οργή, δε λέει να φτάσει το καφεκούτι.
Μα τί γίνεται;
Ξαφνικά ένιωσε το ασανσέρ να τραντάζεται δεξιά αριστερά. Η αναπνοή του κόπηκε.
Κοίταξε με τρόπο τους φουσκωτούς. Εκτός από ένα μικρό σούφρωμα των φρυδιών, δεν έδειχναν άλλη αντίδραση.
«Ή ετοιμάζομαι να λιποθυμήσω, ή… κάνει σεισμό» σκέφτηκε όλος πανικό.
ΝΤΟΥΠ!
Σκοτάδι πίσσα. Το ασανσέρ κόκκαλο. Ανάβει σε λίγο ένα κόκκινο φως που έγραφε “ALARM”. Άρχισε ν’ ακούγεται κάπου κοντά συναγερμός.
Να τα πάλι τα αέρια. Ο σφυγμός του άρχισε να καλπάζει σαν άλογο, ίδρωσε στη στιγμή.
-Τί έγινε, ρε παιδιά; Τί συμβαίνει;
-Μάλλον σεισμός κύριε υπουργέ. Γι’ αυτό σταμάτησε το ασανσέρ. Τώρα θα ειδοποιήσω.
Ο Μάρκος ετοιμάστηκε να πατήσει το κουμπί: ξαφνικά, έσβησαν όλα. Απόλυτο σκοτάδι. Ούτε κουμπιά φαίνονταν, ούτε τίποτα.
Ο Άλλος πανικοβλήθηκε.
-Τώρα; Τί έγινε τώρα;
-Δεν ξέρω κύριε υπουργέ, μάλλον χάλασε…
-Κάνε κάτι!.. τον διέκοψε εκτός εαυτού. Δε μπορώ ρε εδώ μέσα, δεν καταλαβαίνετε; Θα σκάσω! Θέλω να βγω!
-Ηρεμήστε, κύριε υπουργέ… ψέλλισε ο άλλος (ο καινούργιος).
-Σκάσε συ!... Μάρκο, κανόνισε να βγω. Κάνε τί θα κάνεις να βγω. Αν κάνεις πάνω από δέκα λεπτά θα απολυθείς. Κι οι δυο θα απολυθείτε. Μ’ ακούτε ρε;
Ο καινούργιος είχε μείνει στήλη άλατος, με το στόμα ανοιχτό. Ο Μάρκος, μαθημένος στις υπουργικές εκρήξεις, έβγαλε το κινητό του και το άνοιξε.
-Ωχ…
-Τί είναι; Λέγε. Λέγε!
-Δεν έχω σήμα, κύριε υπουργέ… Δημήτρη, για δες το δικό σου…
Ο καινούργιος σάστισε.
-Ποιό δικό μου;
-Το κινητό σου ρε! Δες αν έχει σήμα…
Ο μικρός ξύπνησε απότομα. Έβγαλε το κινητό του και το άνοιξε κι αυτός.
-Τίποτα, «αναζήτηση δικτύου» λέει…
-Με δουλεύετε ρε; Με δουλεύετε κι οι δυο σας; Τί σκατά σας κουβαλάω μαζί μου άχρηστοι; Θα ειδοποιήσω μόνος μου, γαμώ την τύχη μου γαμώ…
Τα αέρια υποχώρησαν μπροστά στην υπουργική οργή. Ο Άλλος έβγαλε το φετιχιστικό του i-phone με υφή κόκκινου σουτιέν. Το άνοιξε: η οθόνη φωτίστηκε, μαζί και το ασανσέρ και τα υπουργικά του μούτρα και λίγο από σπόντα και τα μούτρα των φουσκωτών. Πήρε θάρρος, το ξεκλείδωσε κι ετοιμάστηκε να καλέσει.
-Όχι, ρε γαμώτο!
«Αναζήτηση δικτύου» έγραφε πάνω πάνω το φετιχιστικό.
Ξαφνικά, μέσα στο σκοτάδι, το ασανσέρ απροειδοποίητα ξεκίνησε. Προς τα κάτω. Ιλιγγιωδώς. Έτσι από μόνο του. Λες κι έσπασαν οι ιμάντες που το συγκρατούσαν.
Δεν είναι δυνατόν.
Ήξερε ότι κάτι κάργιες της αντιπολίτευσης του ρίχνανε κατάρες, πίστευε κιόλας ότι κάποια του έκανε και βουντού… Αλλά αυτό, πάει.. Ξεπερνούσε κάθε φαντασία.
Το καταραμένο κονσερβοκούτι έπεφτε. Λες και δεν υπήρχε ισόγειο στο τέρμα, παρά μια σκοτεινή τρύπα πηγαδιού μέχρι τα τάρταρα της γης.
«Δε μπορεί, δεν το ζω αυτό» σκέφτηκε ο Άλλος. Τα δηλητηριώδη αέρια έδιναν πάρτι στην κοιλιά του.
Οι φουσκωτοί δε βγάζανε άχνα.
Ξαφνικά, το ασανσέρ σταμάτησε. Άναψε ξανά το «ALARM». Ακούστηκε ένα γουργουρητό. Μια μικρή, τοξική αέρια μάζα διέφυγε από τον υπουργικό γαστρεντερικό σωλήνα.
Zyclon B.
Οι δυο φουσκωτοί το υπέμειναν με μαρτυρική υπομονή.
Και τότε, έτσι από το πουθενά, η συρόμενη πόρτα άνοιξε. Φάνηκε ένας μισοσκότεινος, τσιμεντένιος διάδρομος. Υπόγειο φαίνεται.
Ο Άλλος ανάπνευσε βαθιά. Γούρλωσε το μάτι του. Με μια στιγμιαία παρόρμηση, άρπαξε το βαλιτσάκι του κι όρμησε έξω.
-Κύριε υπουργέ!
Μόλις που πρόλαβε να βγει. Ακούστηκε ξανά η συρόμενη πόρτα. Γύρισε πίσω του με τρόμο και την είδε να ξανακλείνει μόνη της. Οι δυο φουσκωτοί στέκονταν μέσα στο ασανσέρ σαν ξόανα.
Χτύπησε την πόρτα με λύσσα.
-Ρε, πλάκα μου κάνετε; Μάρκο, άνοιξε να μπω! Άνοιξε αυτή τη στιγμή το ασανσέρ να μπω!
Αντί για άλλη απάντηση, ακούστηκε το ασανσέρ να τον εγκαταλείπει. Ανέβαινε τώρα το σιχαμένο. Του έκαναν βουντού οι αριστεροί, δεν υπήρχε αμφιβολία.
Όλη η ναυτία του έγινε μανία. Άρχισε να κλωτσάει την κλειστή πόρτα του ασανσέρ.
-Όχι ρε γαμώτο, όχι γαμώ την τύχη μου γαμώ! Κωλόπορτα! Άνοιξε, που να σε πάρει!
Ασυγκίνητη η ρημαδόπορτα. Αριστερή κι αυτή.
Έψαξε να βρει το κουμπί του ασανσέρ. Το πάτησε, το ξαναπάτησε. Τίποτα. Το ρημάδι ακουγόταν πνιχτά που ανέβαινε. Όλο και πιο μακριά. Μέχρι που το’ χασε.
Ησυχία.
Δεν είναι δυνατόν: Αυτός, ξαφνικά ολομόναχος στα υπόγεια του υπουργείου του, ντυμένος ακόμα σαν κουφέτο όπως βγήκε από το υπουργικό συμβούλιο, με το βαλιτσάκι του στα χέρια, να μην ξέρει τί του γίνεται. Δε μπορεί, όνειρο είναι.
Έβγαλε νευρικά το i-phone. Τίποτα ακόμα το σιχαμένο.
Ο Άλλος πήρε βαθιά ανάσα, άνοιξε το στόμα κι εξαπέλυσε ό, τι βρισιά ήξερε. Τη μια μετά την άλλη. Όσες ήξερε από πιτσιρικάς, όσες έμαθε στο κολλέγιο, όσες του’ μαθαν ύστερα οι συμφοιτητές του στο Λονδίνο κι όσες έμαθε μετά μεγαλώνοντας. Τις έφτυνε μια μια και πάσχιζε μετά να θυμηθεί κι άλλες. Όλο και πιο βρωμερές. Το απολάμβανε στιγμιαία αλλά μετά φούντωνε όλο και περισσότερο. Έσφιγγε τα δόντια, θα πρέπει να’ ταν κατακόκκινος.
Ξαφνικά ένιωσε ζάλη.
-Θα πάθω τίποτα, γαμώ το κέρατό μου!
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή θυμήθηκε τη Ρένα. Άγνωστο γιατί.
-Άραγε εσύ το πας το γράμμα, Ρενάκι; μουρμούρισε με σφιγμένα δόντια.
Αυτός βέβαια το πήγαινε και το παραπήγαινε. Με τη Νάνσυ. Και πιο πριν με τη Νατάσα. Και πιο πριν με τη Γωγώ. Και πιο πριν.. δε θυμόταν άλλα ονόματα. Αυτός όμως ήταν ο άντρας του σπιτιού, στο κάτω κάτω. Η κυρία Ρένα όμως;
Ήταν σίγουρος ότι κάτι έτρεχε με κείνο το τσουτσέκι το σοφέρ. Πήγαινε και γυμναστήριο το κωλόπαιδο. Και του το πλήρωνε αυτός.
Θα πάρει πόδι αύριο κιόλας. Αλλά πρώτα να βγω από δω μέσα, να βγω!
Η φωνή του αντήχησε μέσα στον τσιμεντένιο διάδρομο.
-Τί γίνεται τώρα;
Δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να βρει μόνος του το δρόμο. Στο κάτω κάτω, τί διάολο, δεν ήταν και σε κανένα καταγώγιο. Στα υπόγεια του υπουργείου του ήταν. Αρκεί να’ βρισκε την έξοδο.
Ανόρεχτα, πήρε ξανά το βαλιτσάκι στα χέρια κι άρχισε να περπατάει. Έτσι, στην τύχη.
Κοίταζε μήπως βρει καμιά πόρτα, κανένα πράσινο «EXIT»… Τίποτα.
Ατελείωτος ο διάδρομος.
Μετά από κάμποση ώρα, είδε στ’ αριστερά του ένα άνοιγμα. Σκαλιά. Προς τα κάτω.
Δε βαριέσαι, τί χειρότερο να του συμβεί; Ας κατέβουμε.
Όσο κατέβαινε, το μισοσκόταδο πύκνωνε. Έφτανε στη βάση της σκάλας. Τσιμεντένιο δάπεδο.
Στάθηκε.
Μπροστά του ανοιγόταν άλλος διάδρομος. Στο βάθος αχνόφεγγε ένα φως. Δε μπορούσε να πει αν ήταν ηλεκτρικό ή το φως της μέρας. Προχώρησε προς τα κει.
Στη γωνία του διαδρόμου έστριψε προς το φως. Κοντοστάθηκε: έβλεπε μπροστά του μια μεγάλη, αλουμινένια δίφυλλη πόρτα με τζαμαρία που έβλεπε σ’ ένα ακάλυπτο. Το παράξενο ήταν ότι ο ακάλυπτος ήταν ηλιόλουστος, γεμάτος χώμα και διαδρόμους με φυτεμένα λαχανικά…
Χάζευε κατάπληκτος, με ανοιχτό το στόμα, το μυστηριώδες περιβολάκι του οποίου αγνοούσε την ύπαρξη – και που καρπούσε με μια μυστηριώδη ορμή στα πόδια του υπουργείου του, χωρίς εκείνος να το ξέρει. Φαίνονταν κιόλας οι πράσινες φλούδες των αγγουριών και κάτι κατακόκκινες ντομάτες να γυαλίζουν στον ήλιο. Ε, δεν είμαστε καλά.
-Καλώς τον!
Ο Άλλος σάστισε. Γύρισε προς τα δεξιά του, και τότε πρόσεξε στη γωνία – που την έκρυβε το μισοσκόταδο – ένα παλιομοδίτικο λαμαρινένιο γραφείο. Τέτοια πρέπει να υπήρχαν στο υπουργείο επί χούντας. Κοίταξε να δει από πού ήρθε η φωνή. Ξαφνικά είδε μια σκιά να κινείται: ανθρώπινη παρουσία. Στο γραφείο καθόταν ένας νεαρός. Εκείνος, αντίθετα, δεν έδειχνε καμία έκπληξη: καθόταν μόνο και παρατηρούσε τον Άλλο χαμογελώντας.
Αφού πέρασε το πρώτο σοκ, ο Άλλος πρόσεξε καλύτερα το νεαρό: μάλλον λιπόσαρκος, με όμορφα χαρακτηριστικά και πυκνά γένεια, μακριά μαλλιά σε ανακατεμένα κοτσιδάκια και πιασμένα πρόχειρα μ’ ένα λαστιχάκι. Φορούσε ένα ξεθωριασμένο μακό. Η στάση του έδειχνε σιγουριά και άνεση – ήταν ευγενικός ωστόσο.
Ο Άλλος πάσχισε να δείξει αγέρωχος, αλλά τώρα δεν του’ βγαινε.
-Εχμμ… χμμ… τί δηλαδή, τώρα…
Ξαφνικά ο νεαρός σηκώθηκε και βγήκε από το γραφείο. Με την άνεση ανθρώπου που έχει κάνει πολλές φορές αυτή τη δουλειά, πέρασε και βγήκε μπροστά, ανάμεσα σ’ Αυτόν και στη τζαμόπορτα. Γύρισε και χωρίς να πάψει να χαμογελάει, του έτεινε το ένα χέρι. Με το άλλο έπιανε ήδη το πόμολο της πόρτας.
-Έλα φίλε.
Ο Άλλος δεν καταλάβαινε πια τίποτα. Ξεροκατάπιε. Το μυαλό του είχε σταματήσει. Τί σόι πλάκα είν’ αυτή πάλι;
Ξαφνικά συνειδητοποίησε τον ενικό. Φούντωσε στη στιγμή.
-«Φίλε» σε μένα; Σε μένα ρε; Δε μου λες, με ποιόν νομίζεις ότι μιλάς, αλήτη; Με ποιόν νομίζεις…
-Ξέρω, τον διέκοψε ατάραχα ο άλλος. Δε χρειάζεται να συστήνεσαι. Και καλύτερα εδώ να μην το κάνεις.
Άπλωσε ξανά το χέρι του στον υπουργό.
-Έλα.
Το ύφος του είχε κάτι που σταματούσε κάθε αντίρρηση. Ο Άλλος ένιωσε να υπνωτίζεται. Μηχανικά, άπλωσε το χέρι του στο νεαρό.
Τότε για πρώτη φορά πρόσεξε ένα παράξενο σημάδι στο χέρι του νεαρού: στην εσωτερική πλευρά του καρπού, μια βαθιά κόκκινη χαρακιά. Πέρα – πέρα. Ανατρίχιασε, τράβηξε το δικό του.
-Τί… τί έχει το χέρι σου;
Κάτι τον έσπρωξε να κοιτάξει και το άλλο χέρι: και κει η ίδια χαρακιά. Στο ίδιο σημείο. Ο Άλλος ένιωσε κρύο ιδρώτα.
Ο νεαρός χαμογέλασε αινιγματικά.
-Ε, όλοι κάνουμε βλακείες κάποτε, έτσι δεν είναι; Καμιά φορά βέβαια σου βάζει άλλος τη λεπίδα στο χέρι… Το κακό είναι ότι όταν το μετανιώσεις, είναι λίγο αργά…
Ο Άλλος είχε μείνει κολώνα.
-Τι;…
-Έλα, πάμε τώρα. Δεν είναι ανάγκη να με κρατάς, αν δε γουστάρεις.
Ο Άλλος ακολούθησε σαν υπνωτισμένος το νεαρό. Ήθελε να δει κιόλας πού θα τελείωνε η φάρσα. Μα και να’ θελε να κάνει αλλιώς, του ήταν πια αδύνατο.
Βγήκαν στον ακάλυπτο. Ο Άλλος αντίκρυζε με κατάπληξη για πρώτη φορά έναν λιλιπούτειο λαχανόκηπο, κρυμμένο σε μια άγνωστη γωνιά του υπουργείου του. Όλα ήταν καταπράσινα και φορτωμένα καρπούς. Τότε πρόσεξε ανθρώπινες φιγούρες, γονατισμένες στο χώμα – άντρες και γυναίκες, νέους γενικά σε ηλικία, να σκαλίζουν και να περιποιούνται τα φυτά. Όλοι έδειχναν να δουλεύουν με όρεξη.
-Μα… τί είναι εδώ;
-Ο λαχανόκηπός μας. Κάτι πρέπει να τρώμε και κάπου κάπου, έ;
Είχε μιλήσει ο νεαρός. Ο Άλλος ήταν πια σίγουρος ότι κάποιος του σκάρωνε φάρσα. Ή ότι έβλεπε εφιάλτη. Μόνο που αυτός ο εφιάλτης δεν έλεγε να τελειώσει. Ο Άλλος αποφάσισε, πάντως, να το πάει ως το τέλος αξιοπρεπώς. Στο κάτω κάτω άρχισε να’ χει πλάκα αυτή η τρελή φάση.
-Μα καλά… πώς δεν τον έχω δει ποτέ; Και σεις, δηλαδή, ποιοί είστε; Εσύ, να πούμε, ποιός είσαι; Και τί κάνετε όλοι σας εδώ μέσα;
Ο νεαρός τον κοίταξε αλλόκοτα. Για πρώτη φορά δε χαμογελούσε.
-Ούτε ο λαχανόκηπος, ούτε εμείς φαινόμαστε από το παράθυρο του γραφείου σας, κύριε υπουργέ.
Ο Άλλος ανατρίχιασε ξαφνικά. Ένα ρίγος τον διαπέρασε από τις φτέρνες ως την κορφή του κεφαλιού. Πάσχισε να μη δείξει τον πανικό του, ξερόβηξε και είπε:
-Έχει κι άλλους, εκτός από σας εδώ;
Ο νεαρός ξαναπήρε το φιλικό του χαμόγελο.
-Μη φοβάσαι. Έλα από δω.
Διέσχισαν το λαχανόκηπο μέχρι την άλλη πλευρά. Καθώς περνούσαν, μια κοπέλα που σκάλιζε το χώμα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Ο υπουργός ανατρίχιασε ξανά: μια ίδια χαρακιά, σαν αυτές στα χέρια του νεαρού του συνοδού, σημάδευε την αριστερή της καρωτίδα.
Όχι, ήταν σίγουρα εφιάλτης. Άνθρωπος δε θα γλίτωνε με τέτοια κοψιά στο λαιμό. Μήπως…
-Έλα.
Είχαν σταθεί μπροστά σε μια παρόμοια πόρτα, στην άλλη άκρη του λαχανόκηπου.
-Πέρασε μέσα.
Μπήκαν σ’ ένα ευρύχωρο δωμάτιο. Τους χτύπησε στη μύτη η μυρωδιά μαγειρεμένης φακής. Παρά τη σύγχυση που ένιωθε, ο Άλλος ένιωσε και το στομάχι του να γουργουρίζει. Τότε πρόσεξε ένα πρόχειρο αλλά καθαρό στρωμένο τραπέζι, με πλαστικά πιάτα και κουτάλια στη σειρά, φέτες ψωμί και πλαστικά ποτηράκια. Στην άκρη μια γωνιά έπαιζε το ρόλο μαγειρείου: μια μπουκάλα υγραερίου και μια τεράστια κατσαρόλα που έβραζε. Από κει ερχόταν η μυρωδιά της φακής.
-Σ’ αγαπάει η πεθερά σου, είπε μια βαθιά φωνή πίσω του.
Ο Άλλος γύρισε και είδε πίσω του έναν άντρα γύρω στα σαράντα, με πυκνά γένεια, απλωμένο νωχελικά σε μια καρέκλα. Τα χέρια και τα ρούχα του ήταν γεμάτα χώμα. Φανερό ότι μέχρι πριν λίγο δούλευε.
-Κάτσε φίλε. Έχουμε φακή. Πάνω στην ώρα ήρθες.
Πάλι ενικός. Αυτή τη φορά όμως δεν τον πείραξε, τον είχε συνηθίσει.
Κοίταξε πιο προσεκτικά τον άντρα που μίλησε. Τότε πρόσεξε με τρόμο ένα μεγάλο σημάδι, ολόγυρα στο λαιμό του άντρα: είχε γίνει σίγουρα με σχοινί.
Εκείνος τον κοίταξε αλλόκοτα, σαν το νεαρό πριν. Δε γελούσε πια.
-Δυο χρόνια από τότε, είπε ξαφνικά εξακολουθώντας να τον κοιτάζει. Μόλις έκλεισε το εργοστάσιο. Δυο μέρες μετά γεννήθηκε το παιδί.
Σηκώθηκε πάνω. Πλησίασε τον υπουργό που έτρεμε.
-Ο γιος μου. Δε με γνώρισε ποτέ.
Ο Άλλος δε μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Έτρεμε σαν ψάρι.
Ο άντρας αμέσως ξαναπήρε το γελαστό του ύφος.
-Πολύ εύκολα τρομάζεις, φίλε! Εγώ κάθομαι να φάω, παιδιά, έχω δουλειά στον κήπο…
Πήρε ένα πιάτο, έβαλε μέσα φακή, κάθησε στο τραπέζι, έκανε το σταυρό του κι άρχισε να τρώει.
Ο Άλλος είχε μείνει παγωτό. Ξαφνικά είδε δίπλα του να στέκεται ο νεαρός του συνοδός.
-Τί έχεις; Είσαι λίγο χλωμός…
Ο Άλλος πάσχισε να καθαρίσει το λαιμό του.
-Μα… τί μου συμβαίνει; Τί είστε τέλος πάντων όλοι εσείς εδώ μέσα; Πλάκα μου κάνετε όλοι;
-Καλώς τον.
Καινούργια φωνή. Διαφορετική όμως από τις άλλες. Σχεδόν εχθρική. Ο Άλλος πρόσεξε έναν άλλο νεαρό, πολύ χλωμό, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. Κάτι του θύμισε, αλλά δεν ήξερε τί.
Ο καινούργιος νεαρός πλησίασε.
-Δε με θυμάσαι;
Ο Άλλος πάλευε πράγματι να θυμηθεί. Μηχανικά ψαχούλεψε με το βλέμμα το πρόσωπο, το λαιμό, τα χέρια του νέου. Εκεί γούρλωσε τα μάτια με τρόμο. Τα μπράτσα του ήταν μελανά. Χιλιοτρυπημένα.
Τότε του ήρθε σαν αστραπή μια εικόνα: απόγευμα, Αυτός να φτάνει σπίτι με το υπουργικό αυτοκίνητο, να κατεβαίνει και να ψάχνει για το κλειδί του. Και ξαφνικά να βλέπει ένα σκοτεινό όγκο – μια ανθρώπινη σκιά – σωριασμένη μπροστά στην εξώπορτά του. Και να τον κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα.
Τότε ήταν που φώναξε τους σεκιουριτάδες, κι άρχισε να φωνάζει…
Ο νέος τον κοίταζε κατάματα.
- Θυμάσαι τί είπες στο σεκιουριτά σου; «Πάρε από δω, αυτό το πράμα…» Το θυμάσαι; Με είπες «πράμα»… Κι ο λεβέντης σου, ξέρεις τί έκανε τότε;
Ο Άλλος ξανάρχισε να τρέμει.
-Με άρπαξε, μ’ έβαλε σ’ ένα αυτοκίνητο, με πήγε σε μια πλατεία που δεν υπήρχε ψυχή… και με ξάπλωσε στο παγκάκι… Κατάλαβες; Μ’ άφησε να ψοφήσω!
Τα υπουργικά γόνατα με κόπο συγκρατούσαν το υπόλοιπο, που ήταν και το πιο βαρύ.
-Θα απορούσες βέβαια τί ζήταγα εγώ το πρεζόνι μέσα στη γειτονιά σας, ε; Η θέση μου εμένα ήταν στην Ομόνοια, ε; Δε θυμόσουνα όμως ότι και μένα το σπίτι μου ήτανε δίπλα στο δικό σου… Είμαστε κάποτε γείτονες, κύριε υπουργέ! Θα μου πεις, πώς έμπλεξα; Ε, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, δε λένε; Χα! Να που συνέβη και σε μένα… Κι ο αξιοπρεπής πατέρας μου για να μην τα χαλάσει με κάτι σαν και σένα, προτίμησε να διώξει εμένα από το σπίτι…
Ο Άλλος είχε γίνει σαν αστακός.
-Και… γιατί δεν πήγες για απεξάρτηση;
Όλοι γύρω χαμογέλασαν. Ο νέος με τα σημάδια στα μπράτσα ξεκαρδίστηκε.
-Μωρέ! Ωραίος είσαι του λόγου σου! Μάγκα μου, το ξέχασες που είχες φάει τα λυσσιακά σου να κλείσεις τα κέντρα απεξάρτησης; Και γιατί; Για να κάνεις οικονομία; Ή μήπως για να μη μαζεύονται πρεζόνια στη γειτονιά και χαλάνε την αισθητική σου; Και γω που είχα μείνει χωρίς φράγκο, ήρθα τουλάχιστον να πεθάνω έξω απ’ το σπίτι μου… Σόρι μεγάλε, μπέρδεψα τις πόρτες!
Ο Άλλος ένιωσε τα γόνατά του να κόβονται.
-Δηλαδή… ψιθύρισε στα χαμένα.
Ο άλλος νεαρός – ο πρώτος που συνάντησε σ’ αυτό το αλλόκοτο ταξίδι – πλησίασε κι έβαλε προστατευτικά το χέρι στον υπουργικό ώμο. Γύρισε και κοίταξε ικετευτικά τον άλλο νεαρό.
-Έλα τώρα… Φτάνει πια… του είπε απαλά. Δεν τον βλέπεις;
Πράγματι, ο Άλλος είχε γίνει κάτασπρος.
Ο νεαρός με τα σημαδεμένα μπράτσα χαμογέλασε πικρά. Πλησίασε ξανά τον υπουργό, στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε καλά.
-Φαντάζομαι, άρχισες πια να καταλαβαίνεις τί γίνεται εδώ μέσα, ε; Όλοι μας, ποιός λίγο ποιός πολύ, έχουμε κάποια σχέση μαζί σου… Γνωριζόμαστε εδώ μέσα, χρυσό μου! Όλοι έχουμε πάρει το δωράκι μας από σένα! Και σαν καλός υπάλληλος που είσαι, φρόντισες να κάνεις σωστά τη δουλειά που σου αναθέσανε… Να μας ξεσκίσεις τη ζωή κανονικά! Χαχαχα… Και σε βεβαιώνω, το πέτυχες μια χαρά… Μας την ξέσκισες! Χαχαχαχα…
Ο Άλλος ένιωσε ζάλη.
Ο σημαδεμένος νεαρός του έδειξε το μουσάτο, που καθόταν ακόμα στο τραπέζι με το κουτάλι στο χέρι.
-Τον βλέπεις αυτόν; Δούλευε σε εργοστάσιο. Δεκάξι χρόνια. Και ζούσε καλά. Παντρεύτηκε τη γυναίκα που αγαπούσε κι αποφάσισαν να κάνουν μαζί ένα παιδί.
Ο μουσάτος άφησε το κουτάλι να πέσει στο πιάτο του. Κοίταζε μπροστά του αμίλητος.
-Κι έρχεσαι ξαφνικά εσύ. Και ψηφίζεις χωρίς οίκτο, χωρίς ντροπή, το νόμο που έγινε η καταδίκη του. Εσύ το έκλεισες το εργοστάσιο. Και τον άφησες χωρίς δουλειά και χωρίς φράγκο. Και του πήρες και το σπίτι, γιατί δεν είχε να ξεπληρώσει τα φιλαράκια τους τραπεζίτες σου. Εσύ του πέρασες τη θηλιά στο λαιμό.
Ο Άλλος ένιωσε σφίξιμο στο δικό του λαιμό.
-Την κοπέλα έξω την είδες; Αυτήν με το κομμένο λαρύγγι; Την είδες; Λέγε!
Ο υπουργός ένιωσε ότι θα έπεφτε. Κρατήθηκε από μια καρέκλα.
-Ξέρεις τί ήταν; Στέλεχος επιχείρησης. Κι έμεινε στο δρόμο μέσα σε μια νύχτα. Είδε τον άντρα της να πεθαίνει πάνω σ’ ένα ράντσο. Σ’ ένα νοσοκομείο χωρίς γιατρούς. Γιατί είχαν μείνει χωρίς λεφτά. Μέσα στο νοσοκομείο που έφτιαξες εσύ. Κι έμεινε ολομόναχη. Εσύ της έβαλες τη λεπίδα στο χέρι.
Ο Άλλος, ενστικτωδώς, γύρισε στο νεαρό συνοδό του, ικετεύοντας με το βλέμμα για λίγη συμπαράσταση. Εκείνος, όμως, είχε σκύψει το κεφάλι.
Ο σημαδεμένος νεαρός τον έδειξε.
-Τον βλέπεις αυτόν; Ξέρεις τί ήταν; Τέλειωνε το διδακτορικό του. Μάλιστα. Και συ φρόντισες να του ρημάξεις τη ζωή. Έχασε το σπίτι του, η μάνα του δεν άντεξε. Άρχισε να δουλεύει γκαρσόνι. Γκαρσόνι, ακούς; Εσύ τα γκαρσόνια δε γυρνάς να τα κοιτάξεις καν… Συνέχιζε όμως. Γκαρσόνι με διδακτορικό! Καλό, ε; Μέχρι που εσύ έβαλες στο μάτι και τα πανεπιστήμια… Αποφάσισες να τα ρημάξεις κι αυτά! Καλά, όχι μόνο εσύ, τα αφεντικά σου… Μη σε αδικήσω! Και τα κατάφερες κι έμεινε και το διδακτορικό στη μέση… Μπράβο, ρε μπαγάσα, τα κατάφερες… Δεν του έμεινε τίποτα! Χα… Ξέρεις να ρημάζεις ζωές! Έτσι έκανες και με τη δική μου! Μπράβο σου αγόρι μου!
Ο Άλλος γύρισε και κοίταξε το νεαρό με τα μακριά μαλλιά. Εκείνος, πάντα σκυφτός, ανασήκωσε τους ώμους, σήκωσε τα χέρια, έκανε μεταβολή και βγήκε αργά…
Ο υπουργός ένιωσε τρόμο. Ήταν ολομόναχος. Ο σημαδεμένος νέος τον πλησίασε κι άλλο.
-Φοβάσαι; είπε σφυριχτά.
Ο Άλλος ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει τρελά. Όλοι τότε, ταυτόχρονα, σηκώθηκαν αργά και τον περικύκλωσαν. Η ανάσα του έγινε λαχάνιασμα. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα.
Ο νέος τον κοίταζε κατάματα.
-Δε νομίζεις ότι έχουμε κάποια εκκρεμότητα μεταξύ μας;
Ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος. Ξαφνικά, στο χέρι του νεαρού φάνηκε μια μακριά, λεπτή λεπίδα. Την πλησίασε απειλητικά στη μύτη του υπουργού. Εκείνος έβγαλε ένα πνιγμένο λυγμό. Το λαχάνιασμα έγινε πιο γρήγορο.
-Δε γίνεται να φύγεις έτσι από δω. Θα σου αφήσουμε ένα μικρό ενθύμιο.
Με το κεφάλι έκανε ένα νεύμα. Αστραπιαία, ένα χέρι ξεκούμπωσε το φερμουάρ του υπουργού.
Ο νεαρός κούνησε ηδονικά τη λεπίδα μπροστά στα μάτια του υπουργού.
-Μη φοβάσαι γλυκό μου… Εσύ θα πονέσεις λιγότερο απ’ όλους μας!
Και βύθισε τη μύτη της λεπίδας στην πιο ευαίσθητη υπουργική περιοχή…
-ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!
*
Άνοιξε τα μάτια του. Ήταν ανάσκελα, πάνω του σωρός το σομόν σατέν σεντόνι. Ο ίδιος πόνος στα αχαμνά του κόντευε να του πετάξει τα μυαλά έξω.
-Μα, τί διάολο…
Πέταξε το σεντόνι. Η Λούσυ, το μαλλιαρό σκυλάκι της Ρένας, είχε ανέβει πάνω του και απολάμβανε με ηδονή τα υπουργικά αμελέτητα.
Ο Άλλος την κλώτσησε με μανία.
-Άει σιχτίρ, κωλόσκυλο!
Η Λούσυ έφυγε σκούζοντας.
Από μέσα ακούστηκε πνιχτά η φωνή της Ρένας:
-Τί είναι, αγάπη μου; Γιατί κλαις;
Ο Άλλος πονούσε ακόμα. Το λαχάνιασμα δεν του είχε φύγει. Αλλά τώρα βρέθηκε ξαφνικά με τις πιτζάμες του, ανάσκελα στο συζυγικό κρεβάτι, να κοιτάζει ολόγυρα με γουρλωμένα μάτια.
Μα τί συνέβαινε τέλος πάντων;
Δίπλα του, στο κομοδίνο, το φετιχιστικό του i-phone. Το άρπαξε και κοίταξε την ώρα.
Εφτά και μισή το πρωί.
Ναι, πρωί, αλλά πρωί ποιάς μέρας;
Κοίταξε την ημερομηνία. 14 του μήνα, ημέρα Πέμπτη.
Αμάν! Σήμερα ήταν το υπουργικό…
Αυτό η Ρένα του δεν το’ ξερε.
Βιαστικά, με το χέρι, μέτρησε τους σφυγμούς του. Ογδονταπέντε. Αφού δεν του’ ρθε καμιά συγκοπή με τέτοια λαχτάρα, πάλι καλά…
Άφησε το κεφάλι του να πέσει βαρύ στο μαξιλάρι. Κοίταξε το ταβάνι για πέντε λεπτά.
Ξαφνικά, τινάχτηκε απάνω και βρέθηκε καθισμένος στο κρεβάτι. Πήρε ξανά το i-phone. Αργά, βρήκε τον αριθμό του Μεγάλου.
Κάλεσε. Με το δεύτερο «μπιπ», απάντηση.
-Έλα.
-Καλημέρα…
-Κόψε τη μ… και λέγε. Γρήγορα.
Ο δικός μας ξεροκατάπιε.
-Κοίτα… Εγώ δε θα υπογράψω.
Σιγή ενός λεπτού. Ο Μεγάλος ήταν εμφανές ότι έκανε προσπάθεια να μη μπήξει τις φωνές.
-Τί είπες;
-Δε μπορώ, με συγχωρείς… Το αποφάσισα, δε μπορώ να υπογράψω.
-Πότε το αποφάσισες;
-Το σκεφτόμουνα… Δε γίνεται, δε μπορώ. Βάλε άλλον.
-Τί θα πει βάλε άλλον; Εγώ σε έκανα υπουργό παλιομ…, το ξέρεις πολύ καλά! Εγώ σε έβαλα εκεί που είσαι, ξέρεις τί μου χρωστάς γ… α…;
Ξαφνικά, ο Μεγάλος άλλαξε τόνο. Με ξαφνική υποψία:
-Δε μου λες, γιατί άλλαξες γνώμη ξαφνικά; Έγινε κάτι; Λέγε να ξέρω.
Ο Άλλος στραβοκατάπιε, παραλίγο να πνιγεί.
-Κοίτα, σ’ ευχαριστώ για όσα έκανες, το ξέρω, αλλά πώς να στο πω, δε μπορώ άλλο, δε μου πάει… Όχι, δεν έγινε τίποτα. Το σκεφτόμουνα καιρό. Δε μπορώ να συνεχίσω. Συγγνώμη.
-Στα … μου! Να το ξέρεις, από μένα έσβησες. Είσαι μόνος σου.
Η κλήση διακόπηκε. Ο Μεγάλος μάλλον είχε σπάσει το κινητό του σε κανένα τοίχο του Μεγάρου.
Ο Άλλος κοίταξε την οθόνη του i-phone για μια στιγμή. Χαμογέλασε. Τί ανακούφιση..
Η Λούσυ ξαναμπήκε στην κρεβατοκάμαρα σα βρεμένη γάτα. Παράξενο, αυτό το σκυλί του θύμιζε περισσότερο γάτα.
Την κοίταξε σαν να την πρόσεχε πρώτη φορά. Τη λυπήθηκε, έτσι μικρή και φοβισμένη.
Χτύπησε μαλακά το χέρι στο σεντόνι.
-Έλα δω, μωρή λυσσάρα… Έλα, που κόντεψες να με φας ζωντανό…
Η Λούσυ, ξεθαρρεμένη, ανέβηκε μ’ έναν πήδο και κούρνιασε δίπλα του. Βύθισε το χέρι στη γούνα της με απόλαυση.
-Σκατούλα…
Με το άλλο χέρι έψαξε στη μνήμη του ίφωνου. Γιολάντα, ο κέρβερος του γραφείου του. Θα την άφηνε χωρίς δουλειά την κακομοίρα. Δεν πειράζει, ξύπνια ήταν, όλο και κάποιος άλλος θα την έπαιρνε υπό την προστασία του. Ας κάνει τώρα μια τελευταία εξυπηρέτηση.
Πήρε τον αριθμό της.
-Έλα, Γιολάντα… Είσαι στο γραφείο; Κάνε μου μια χάρη… Κλείσε μου με το βραδινό τέσσερεις θέσεις… Πετάμε οικογενειακώς για Παρίσι… Ξέρεις, έτσι; Και τη Λούσυ, απ’ έξω θα την αφήσουμε αυτήν;
Η Ρένα πρόβαλε έκπληκτη στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Σιγά μη δεν άκουγε το νέο. Άνοιξε το στόμα έτοιμη να τσιρίξει από χαρά.
Ο Άλλος σήκωσε το χέρι κι έγνεψε στη Ρένα «σουτ». Εκείνη, υπάκουα, έκλεισε το στόμα.
-Κατάλαβες, Γιολάντα, έτσι;… Παρίσι οικογενειακώς!
«Α ρε Νάνσυ, κρίμα τα κόκκινα σουτιέν… Τα πήρες με δικά μου λεφτά, θα τα χαρεί άλλος τώρα!...» σκέφτηκε.
-Κατάλαβες, Γιολάντα;… Ε, πού ξέρεις, μπορεί και να εγκατασταθούμε μόνιμα… Λες να βρω δουλειά εκεί;
Η Γιολάντα ακούστηκε να χαχανίζει μέσα από το ίφωνο. Μάλλον δεν κατάλαβε ότι ο Τέως δεν αστειευόταν.
Η Ρένα, χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις, έτρεξε κι άρχισε να γεμίζει βαλίτσες.
Ο Άλλος σηκώθηκε, τεντώθηκε με απόλαυση και πήγε στο παράθυρο. Είχε πολύ καιρό να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι τόσο ανάλαφρος.
Κοίταξε έξω, στα κάγκελα του κήπου. Αμέσως, αναπήδησε κατάπληκτος.
Στο φράχτη του καθόταν ο νεαρός του γείτονας. Αυτός με τα σημαδεμένα μπράτσα. Τον κοίταξε αρκετή ώρα, του χαμογέλασε και σήκωσε το χέρι. Τον χαιρέτησε.
Ο Τέως Υπουργός, δειλά δειλά, σήκωσε το χέρι και χαιρέτησε κι αυτός το νεαρό. Χαμογέλασε.

Παρασκευή Κουτούμπα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΧΟΛΙΑ ΜΕ ΓΡΑΦΗ greeklish ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
H efimerida-sporades.blogspot.gr ενθαρρύνει τους αναγνώστες να εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα από τo blog. Παρακαλούμε τα κείμενα να μην είναι υβριστικά, να μην συκοφαντούν και να μην γράφονται σε greeklish. Οι διαχειριστές φέρουν ευθύνη μόνο για τα επώνυμα άρθρα των συντακτών και των συνεργατών της.
Σας ευχαριστούμε για την συμμετοχή σας.