Σελίδες

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Ωδή στον καφετζή

Της
Παρασκευής Κουτούμπα

Καφετζής (1950)
Απόστολος Βραχιολίδης 
Μπραφ!...

Ο ήχος από τη μαύρη τετραγωνισμένη θερμομονωτική τσάντα –για να κρατάει αναλλοίωτα στη διαδρομή τα ζεστά και τα κρύα– που πέφτει με φόρα στο τραπέζι βαριά και γεμάτη είναι το πιο ευχάριστο πρωινό ξάφνιασμα για τον απανταχού της γης υπάλληλο δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου που σέρνει με κόπο τη βαριά αγουροξυπνημένη κεφάλα του πίσω από κάποιο γραφείο, πάγκο ή γκισέ. Όλοι μαζεύονται από πάνω της όπως οι μύγες στο μέλι και «βζζζζζζζ» τα εκπαιδευμένα χέρια του ντελιβερά ανοίγουν το φερμουάρ κι αμέσως ξεχύνονται ευωδιές καπουτσίνο, φρεντοτσίνο και λοιπών ιταλόγλωσσων καφέδων που έχει επινοήσει το ελληνικό επιχειρηματικό δαιμόνιο – διότι φραπές έλλην και φρέντο έλλην, φαντάζομαι το ξέρετε… Και μετά τους καφέδες αρχίζουν τα κρύα νεράκια και τα λαχταριστά χρατς χρουτς από περιτυλίγματα και σακουλάκια που περιέχουν το πρωινό –ή καλύτερα, για την ακρίβεια, το φαΐ της μισής μέρας του μεροδούλι– μεροφάι υπαλλήλου που δεν πρόκανε ο έρμος να φάει σπίτι του το πρωινό που τρώνε στις διαφημίσεις και στα σίριαλ με καφέδες, κρουασάν, πορτοκαλάδα που την έστυψε η Φιλιππινέζα και βιτάμ σοφτ στο ψωμί. Έτρεχε σαν το Βέγγο να πάει τα μικρά σχολείο, να κάνει τα ψώνια μεταξύ εφτά και εφτάμισι γιατί δε θα’ χει άλλο χρόνο, να προλάβει τη συγκοινωνία, να’ ναι στο πόστο του στην ώρα του. Αλλά το στομάχι δεν έχει τρόπους: όλο γκρρρ και γκρρρ. Πρέπει να το γεμίσει λοιπόν, αλλά κι αυτό με ρέγουλα. Γιατί αν αρχίσει να παραγγέλνει κάθε δυο ώρες απ’ έξω, ξέρει ότι στο τέλος δε θα φάει κανείς στο σπίτι. Και την ώρα που πέφτει πια, ήδη πτώμα απ’ το πρωί, στην υπηρεσιακή του καρέκλα – να τος, ο μικρός ημίθεος της μέρας. Με το αντιανεμικό – γιατί συνήθως καβαλάει μηχανή για να προλαβαίνει – και τη μαγική μαύρη τσάντα. Μπαίνει στο γραφείο σαν άλλος Αλέξανδρος στρατηλάτης, βγάζει την περικεφαλαία – το κράνος ήθελα να πω – κι αρχίζει να μοιράζει στους ταλαίπωρους υπηκόους του νέκταρ και αμβροσία.

Αλλάζουν οι εποχές, αλλά όχι οι συνήθειες. Όχι οι ανάγκες – μόνο τα μέσα. Φαντάσου λέει τώρα δίπλα στο...
σύγχρονο ντελιβερά-καφετζή τον προ εικοσαετίας (και βάλε) προκάτοχό του. Τον καφετζή των παλιών ελληνικών ταινιών, κάτι σαν το Μίμη Φωτόπουλο στην «Καφετζού» που κουβάλαγε δυο γλυκύ-βραστούς κι οχτώ νερά για τον ιδιότροπο πελάτη του, μέσα σε κείνο τον (τσίγκινο; χάλκινο; ) χαρακτηριστικό δίσκο του καφενείου, με τα μεταλλικά μπράτσα που κατέληγαν στο χερούλι. Πολύ πριν γεννηθούν τα εργονομικά σακίδια με τις μονώσεις και τα φερμουάρ, κάποιος ανώνυμος σιδεράς σκέφτηκε πρώτος να κατασκευάσει αυτό το δίσκο που δεν άφηνε τίποτα να χυθεί, όσο δρόμο κι αν είχε να κάνει ο ταλαίπωρος ο καφετζής. Και κείνος τότε έπαιρνε τις παραγγελίες του, ετοίμαζε τους καφέδες (ελληνικούς και στη φουφού, με βράσιμο που ήθελε τέχνη, όχι αστεία – όχι βζζζζ στο μαγικό μηχάνημα δυο λεφτά κι έτοιμος..), τα αναψυκτικά, τα νερά (όχι πλαστικά μπουκαλάκια, όλα γυάλινα και άρα εύθραυστα), τα φόρτωνε όλα στο μαγικό δίσκο και δώστου να παίρνει σβάρνα υπηρεσίες, υπουργεία, μαγαζιά και δε συμμαζεύεται… Με τα πόδια τις πιο πολλές φορές (ακόμα το τωρινό δίτροχο ήταν τότε όνειρο απατηλό..) Τρέξιμο και τότε, τρέξιμο και τώρα. Κι όσο για το πιο «φαρμακερό» κομμάτι της ιστορίας – την πληρωμή – δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Μονίμως μέσα το ταμείο του καφενείου, παρά την πολλή δουλειά – οι απλήρωτοι καφέδες σε αριθμό αντιστρόφως ανάλογο της φιλοτιμίας όλης της πελατείας. «Ο πωλών επί πιστώσει» με το θεονήστικο μπαλωμένο έμπορο να κοιτάζει με απελπισία τα παπούτσια του τα τρύπια, μέσα στο ρημαγμένο μαγαζάκι του-και δίπλα «ο πωλών τοις μετρητοίς», ένας καλοζωισμένος χοντρός με χρυσό γυαλάκι στο μάτι, μεταξωτή ρόμπα και πουράκλα πέντε πήχες, απλωμένος σε πολυθρόνα να μετράει ένα μάτσο λεφτά – ένα παλιό πλην φιλοσοφημένο σκίτσο που βλέπεις καμιά φορά σε κάτι ξεχασμένα μπακάλικα του χωριού. Μόνο που τότε – που η αφραγκία ήταν γενική και μόνιμη – ο έμπορος είχε λίγο πολύ δεχτεί την κατάσταση, και κρατούσε συμπονετικά το κατάστιχο με τα βερεσέδια. Τώρα που η ιστορία πάει λίγο λίγο να ξαναγυρίσει στην εποχή της «Καφετζούς», ο άλλοτε καλομαθημένος θεριακλής που δεν έστρωνε ως τώρα τον απαυτό του για δουλειά αν πρώτα δεν κατέβαζε το φρεντοτσίνο του μαζί με καμιά παχιά τυρόπιτα ή μπουγάτσα, αρχίζει σιγά σιγά να σκέφτεται ακόμα και το ευρουλάκι. Διότι κι ο έμπορος ξέμαθε το βερεσέ: άντε τώρα να παραγγείλεις καφέ και σνακ και να μην το πληρώσεις. Ο ντελιβεράς συνήθως δεν είναι αφεντικό, είναι υπάλληλος: περιμένει να πάρει τα λεφτά του και να φύγει. Οπότε, δύο τινά απομένουν: ή επαφίεσαι στη φιλανθρωπία του συνάδελφου, ή απλά δεν παραγγέλνεις… Και δώστου το άτιμο «γκρρρρρρρρ» και «γκρρρρρρρρ»…

Μα μήπως δε διαμαρτύρεται και το στομάχι του ίδιου του ντελιβερά; Όπως και του –τότ – καφετζή; Η πείνα του μεροκαματιάρη ήταν, είναι και θα είναι πάντα ίδια… Ή μήπως ανάμεσα στους αεικίνητους «γιατρούς της πείνας» των άλλων με τη λατρεμένη μαύρη τσάντα, δεν είναι πολλές φορές και παιδάκια που δεν έχουν για νοίκι, που μπορεί να κυνηγάνε ένα πτυχίο ή και μεταπτυχιακό – μην το γελάτε.. Ο ίδιος καφετζής της κινηματογραφικής  «Καφετζούς» δεν ήταν διπλωματούχος οδοντίατρος, που δεν άνοιγε ιατρείο γιατί απλά δεν «είχε»; Για πάρτε σβάρνα τις καφετέριες να γνωρίσετε τους ντελιβεράδες, να δείτε βιογραφικά. Δεν τα’ βγαλε καθόλου απ’ το κεφάλι του ο Σακελλάριος, συνέβαιναν και συμβαίνουν πάντα. 

Μην έχεις τύψεις, απανταχού της γης πελάτη. Δίνε στον ταλαίπωρο τον καφετζή ό, τι μπορείς. Κι αν δεν έχεις για καφέ, έχεις κάτι άλλο που θα το εκτιμήσει το ίδιο: χαμόγελο κι ευγένεια. Αυτά τουλάχιστον δώστα με την ψυχή σου.

Παρασκευή Κουτούμπα
Σκιάθος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΧΟΛΙΑ ΜΕ ΓΡΑΦΗ greeklish ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
H efimerida-sporades.blogspot.gr ενθαρρύνει τους αναγνώστες να εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα από τo blog. Παρακαλούμε τα κείμενα να μην είναι υβριστικά, να μην συκοφαντούν και να μην γράφονται σε greeklish. Οι διαχειριστές φέρουν ευθύνη μόνο για τα επώνυμα άρθρα των συντακτών και των συνεργατών της.
Σας ευχαριστούμε για την συμμετοχή σας.