Κόντρα στο κύμα ο γιαλός, κρέμνα και βράχος αψηλός,
πάνω στον βράχο φυτευτός, φάρος παντέρημος σβηστός.
Πλάι στου βράχου το στρατί, πέτρινο κάτασπρο τσαρδί,
αυλίτσα, δέντρο με κλουβί, χωρίς αιχμάλωτο πουλί.
Γέροντας ζούσε, δίχως φως, αγέλαστος και σκεφτικός,
κατάμονος, ασκητικός, ταξιδεμένος ναυτικός.
Της γλάστρας τον βασιλικό, χαϊδεύει κάθε γιόμα,
κι αφού ποτίσει το φυτό, βάζει ρακί για πιόμα.
Το καναρίνι λεύτερο, φτεροκοπά σιμά του,
σ’ ένα κλαράκι κάθεται κι αρχίζει τον χαβά του.
Ψαροκαλύβες στον γιαλό κι αυγά από Kαρέτα,
Γοργόνες σ’ απολέπιση, με πειρατών μουσκέτα.
Των μπουκαλιών μηνύματα διαβάζουν Νηρηίδες,
στους κόρφους της ναυάγια, χαμένες Ατλαντίδες.
Πιο πέρα φύκια σάπιζαν, σκουπίδια στοιβαγμένα
και φουσκωτά –ξεφούσκωτα, ψευτο-ναυαγισμένα.
Μιάς χρήσης του εποικισμού, της χώρας των αφρόνων,
προαπαιτούμενα κι αυτά, που την υποδουλώνουν.
Χαβούζα τ’ Αρχιπέλαγος με ναυαγούς, μα ζούσε…
κόντρα σε πείσμα των καιρών κι ορθός χειροκροτούσε.
Εκεί, στους εισβολείς μπροστά, στου πέλαου την άκρη,
στου φλοίσβου το νανούρισμα, μ’ ένα «Γιατί»; και δάκρυ.
Ο Ερημίτης γέροντας, ποθούσε να σκαρώσει,
στιχάκια επιδέξια, τους πόντους να στεγνώσει.
Μα πάλι το μετάνιωνε, φοβόταν μη σκοτώσει,
την Κίρκη και την Καλυψώ, σαν το νερό τελειώσει.
Στην σιγαλιά, κατάγιαλα, το σκότος σαν τον ζώνει,
σ’ αυτές τις δυό τον πόνο του, τον λέει και μερώνει.
Ήταν Αργοναυτόπουλο, με κείνους τους φυγάδες,
που κιότεψαν με την ΑΡΓΩ, μπροστά στις συμπληγάδες.
Θωμαή Ράγια
πάνω στον βράχο φυτευτός, φάρος παντέρημος σβηστός.
Πλάι στου βράχου το στρατί, πέτρινο κάτασπρο τσαρδί,
αυλίτσα, δέντρο με κλουβί, χωρίς αιχμάλωτο πουλί.
Γέροντας ζούσε, δίχως φως, αγέλαστος και σκεφτικός,
κατάμονος, ασκητικός, ταξιδεμένος ναυτικός.
Της γλάστρας τον βασιλικό, χαϊδεύει κάθε γιόμα,
κι αφού ποτίσει το φυτό, βάζει ρακί για πιόμα.
Το καναρίνι λεύτερο, φτεροκοπά σιμά του,
σ’ ένα κλαράκι κάθεται κι αρχίζει τον χαβά του.
Ψαροκαλύβες στον γιαλό κι αυγά από Kαρέτα,
Γοργόνες σ’ απολέπιση, με πειρατών μουσκέτα.
Των μπουκαλιών μηνύματα διαβάζουν Νηρηίδες,
στους κόρφους της ναυάγια, χαμένες Ατλαντίδες.
Πιο πέρα φύκια σάπιζαν, σκουπίδια στοιβαγμένα
και φουσκωτά –ξεφούσκωτα, ψευτο-ναυαγισμένα.
Μιάς χρήσης του εποικισμού, της χώρας των αφρόνων,
προαπαιτούμενα κι αυτά, που την υποδουλώνουν.
Χαβούζα τ’ Αρχιπέλαγος με ναυαγούς, μα ζούσε…
κόντρα σε πείσμα των καιρών κι ορθός χειροκροτούσε.
Εκεί, στους εισβολείς μπροστά, στου πέλαου την άκρη,
στου φλοίσβου το νανούρισμα, μ’ ένα «Γιατί»; και δάκρυ.
Ο Ερημίτης γέροντας, ποθούσε να σκαρώσει,
στιχάκια επιδέξια, τους πόντους να στεγνώσει.
Μα πάλι το μετάνιωνε, φοβόταν μη σκοτώσει,
την Κίρκη και την Καλυψώ, σαν το νερό τελειώσει.
Στην σιγαλιά, κατάγιαλα, το σκότος σαν τον ζώνει,
σ’ αυτές τις δυό τον πόνο του, τον λέει και μερώνει.
Ήταν Αργοναυτόπουλο, με κείνους τους φυγάδες,
που κιότεψαν με την ΑΡΓΩ, μπροστά στις συμπληγάδες.
Θωμαή Ράγια
Έπαινος
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης