Σελίδες

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Με ποιό χαμόγελο στα χείλη;

της
Παρασκευής Κουτούμπα

Σαν να ξέφτισε λίγο σήμερα το γνωστό «οι Έλληνες μη μας βλέπεις έτσι, άμα χρειαστεί θα ξεσηκωθούμε και θα θα θα...» - μάθαμε να μην πιστεύουμε πια τα «θα», τ’ ακούσαμε τόσες πολλές φορές από τόσους υποψήφιους που τα μπούχτισε η ψυχή μας. Μάλλον μπερδεμένα γατιά θυμίζουμε που κάποιο φορτηγό τα αμόλησε καταμεσίς στο δρόμο και έχουν σαστίσει. Ακολουθούμε κάθε φωνή του κάθε σαρδανάπαλου αυτοβαφτιζόμενου «ηγέτη» που υπόσχεται ανάκαμψη και εθνικό μεγαλείο, ονειρευόμαστε τη μέρα που θα πίνουμε το φρέντο μας φάτσα στην αγια – Σοφιά, αλλά η τηλεόραση παίζει ανελλιπώς το νέο τούρκικο σίριαλ. Στολίζουμε το πιτσιρίκι για να πάει στην παρέλαση και να το τραβήξουμε βίντεο να το καμαρώσουμε μετά στο φέισμπουκ και στο ίνσταγκραμ – άμα έχει και καλούς βαθμούς το βλαστάρι μας και κρατήσει και τη σημαία, ποιός μας πιάνει – αλλά δεν κάτσαμε ποτέ να του εξηγήσουμε τί σημαίνει αυτή η σημαία που κρατάει, και που μπορεί να τύχει να την ξεχάσει μετά στην καφετέρια που θα πάει μετά την παρέλαση. Δεν του είπαμε πόσο μεγάλο βάρος κουβαλάει εκείνη τη στιγμή – από τους τόνους αίμα που έχει ποτίσει αυτό το ταλαίπωρο γαλανόλευκο πανί: ίσως γιατί το ξεχάσαμε κι οι ίδιοι. Μπλέξαμε τα μπούτια μας, τα πιστεύω μας και τα ιδανικά μας.

Αλήθεια, πόσοι κάτσαμε ν’ ακούσουμε τις αφηγήσεις των παππούδων που έζησαν εκείνες τις ταραγμένες εποχές; Όσοι εννοείται ζήσαμε με τους παππούδες μας και δεν τους απιθώσαμε σε κανέναν οίκο ευγηρίας για να μη μας πιάνουν τον τόπο στο σπίτι. Αν ακούγαμε, μπορεί και να καταλαβαίναμε τί μας φταίει. Όσο κι αν ακούγεται κλισέ, κοιτάζοντας πίσω μαθαίνουμε για το μέλλον. Δε χρειάζεται να ανοίξουμε βιβλία ιστορίας για να τη μάθουμε, αν έχουμε στο ίδιο μας το σπίτι ζωντανά κομμάτια ιστορίας. «Αυτός ο τόπος βγάζει και τίποτα άλλο; Μονάχα ήρωες κι ελιές θρούμπες» έλεγε ο ανεπανάληπτος Λογοθετίδης – ο ήρωας Λογοθετίδης – ήρωας στ’ αλήθεια, με μισή ντουζίνα παράσημα από το αλβανικό μέτωπο κι ο ίδιος. Μας φαίνεται εξωπραγματικό, κι όμως τότε ήταν εντελώς φυσιολογικό ο κάθε Έλληνας – άσημος, διάσημος, φτωχός, πλούσιος, καταξιωμένος, κακομοίρης – να τα βροντάει όλα κάτω για να βοηθήσει όπως μπορούσε μια πατρίδα που κινδύνευε. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς βαριές κι ασήκωτες δηλώσεις, χωρίς έπαρση – και χωρίς διακρίσεις. Υπήρχαν βέβαια κι οι «κουραμπιέδες» στα μετόπισθεν – αλλά αυτούς κανείς δεν τους λογάριαζε. Ήταν απλά ανάξιοι λόγου. 
Κι έβλεπε κανείς δίπλα δίπλα εργάτες, αγρότες, βοσκούς, δασκάλους, υπουργούς, ηθοποιούς, ποιητές – σαν τον αξέχαστο Γιώργο Σαραντάρη που έφυγε νεότατος – σαν τον Ελύτη, το Ρίτσο, καλλιτέχνες σαν τον Τσαρούχη, όλοι με την ίδια στολή και την ίδια φλόγα στην καρδιά.





Ίσως κάτι να μαθαίναμε αν παρατηρούσαμε τις φωτογραφίες τους. Οι φωτογραφίες της επιστράτευσης και του πολέμου δε δείχνουν πρόσωπα σκυθρωπά, μουντά – όπως θα περίμενε κανείς. Είναι στιγμιότυπα χαράς, εκδρομής, εικόνες νέων παιδιών που πάνε για γλέντι. Θυμίζουν πόζες μαθητών που πάνε πενταήμερη. «Με το χαμόγελο στα χείλη». Γι’ αυτούς γράφτηκε. Που ό, τι έκαναν για την Ελλάδα το έκαναν αβίαστα, ελεύθερα, φυσικότατα. Ήταν γι’ αυτούς κάτι δεδομένο. 


Βάδιζαν με το κεφάλι ψηλά προς ένα πιθανότατο θάνατο – το ίδιο όμορφο με την ελπίδα της νίκης. Το χαμόγελό τους δεν έσβησε ούτε μπροστά στις κάννες των τουφεκιών. 
Όταν ο ηρωικός γλυκύτατος Ιωακείμ του Βόλου γονάτιζε μπροστά στο Γερμανό διοικητή για να γλιτώσει έστω κι έναν μελλοθάνατο, ακόμα κι όταν έφευγε άπρακτος – οι Γερμανοί δε χαρίζονταν εύκολα – οι κατάδικοι αποχαιρετούσαν τη ζωή τραγουδώντας. Όπως όταν έφευγαν για το μέτωπο. Κι όσοι γύρισαν πίσω ζωντανοί, γεροί ή σακάτηδες, δε βαρυγκόμησαν, δε ζήτησαν ανταλλάγματα. Κάποιοι γεύτηκαν την ξενιτιά, την εξορία, κάποιοι ακόμα τη φυλακή και την περιθωριοποίηση. Οι περισσότεροι έζησαν αθόρυβα, ανώνυμοι ήρωες ανάμεσα στο πλήθος – και μεγάλωσαν για να δουν παιδιά και εγγόνια που βαριούνται να ακούν τις ιστορίες του παππού και δε θέλουν να μάθουν. 
Κι ένα ανάλγητο κράτος που τους τιμωρεί και τους κόβει την ήδη πενιχρή σύνταξη. Και τώρα τελευταία, νεοναζιστικά φυντάνια – παιδιά και εγγόνια των δοσίλογων βασανιστών τους – που παίζουν με τη μνήμη και τη νοημοσύνη ενός ολόκληρου λαού. Κι όμως, οι αθόρυβοι ήρωες – ακόμα ήρωες – συνεχίζουν να κάνουν αυτό που έκαναν πάντα: να αγαπάνε αθόρυβα αυτή την πατρίδα που τους γέννησε και να την έχουν στην καρδιά τους – μαζί με ό, τι αυτή σημαίνει. Δεν πειράζει που κανείς άλλος δε θα αναγνωρίσει το μεγαλείο της προσφοράς τους: έκαναν αυτό που τους έλεγε η ψυχούλα τους και τους είναι αρκετό. 

Μα πού χάλασε η μαγιά; Δε μας χωρίζουν και αιώνες που να πάρει ο διάολος. Παππούδες μας κι όμως τόσο διαφορετικοί. Τί πήγε στραβά; Ίσως ένα πράγμα: ξεχάσαμε κάτι που τότε ήταν φυσικό και δεδομένο: ξεχάσαμε να αγαπάμε και να δίνουμε. Όσα μεγάλα και υπέροχα έκαναν αυτοί οι άνθρωποι τότε δεν ήταν παρά αποτέλεσμα μιας βαθιάς αγάπης και μιας φυσικής διάθεσης προσφοράς. Αγάπη για τα άψυχα και τα έμψυχα που χτίζουν την πατρίδα, αγάπη για το διπλανό, για το φίλο, για το σύντροφο, για τα παιδιά και τους αδύναμους, για τα ηλιοβασιλέματα, τα τραγούδια και τις παρέες, για όσους έφυγαν και για όσους θα γεννηθούν. Αγάπη χωρίς ανταλλάγματα και χωρίς βλέψεις στο πίσω μέρος του μυαλού. Που βάζει μπροστά το καλό όλων και «ου ζητεί τα εαυτής». Τόσο ιδανική που δείχνει εξωπραγματική. Αυτή και μόνο αυτή ήταν που γέννησε ήρωες.

Η αγάπη είναι που ξέφτισε και ξέπεσε. Ίσως γιατί έπεσε πάνω της οδοστρωτήρας η εγωιστική καλοπέραση, τα «ωχ αδερφέ» του μπαγάσα νεο-Έλληνα που – όλα κι όλα – δεν είναι κανα κορόιδο να πάει να βάλει το κεφάλι του στον ντορβά για τον κάθε άχρηστο. Ο καθένας να βολευτεί όπως μπορεί. Την υγειά μας να’ χουμε, κάμποσα στη μπάντα για πάρτη μας και πέρα βρέχει. Όποιος δίνει χωρίς αντάλλαγμα σήμερα είναι ή βλάκας ή ύποπτος. Η λέξη «πατρίδα» μουτζουρώθηκε. Την περιφέρουν σαν καραμέλα στο σάπιο στόμα τους χρυσαυγίτες νεοναζί, ακροδεξιοί νοσταλγοί του τρίτου ράιχ – που αν ζούσαν στα χρόνια των παππούδων μας θα’ ταν σίγουρα χωμένοι στο φιλόξενο βρακί καμιάς «φροϋλάιν» της Κομμαντατούρ ή κάτω από καμιά κουκούλα καταδότη. Στάχτη και μπούλμπερη τα σύμβολα και τα ιερά της φυλής. Στα κομμάτια η Μπουμπουλίνα, ο Μακρυγιάννης κι οι Σουλιώτισσες. Στα κομμάτια κι οι πατεράδες κι οι παππούδες μας που φάγανε τις σφαίρες των Ιταλών και στράγγιξαν στα τέσσερα χρόνια γερμανικής δίαιτας – και στα μετέπειτα χρόνια της φτώχειας. Δε θέλουμε να τους μοιάσουμε, εμείς είμαστε ξύπνιοι. Στα κομμάτια και τα δικαιώματα των πολλών, ζήτω η καλοπέραση των λίγων έξυπνων. 

Άμοιρη Ελλάδα, θαρρώ αυτή θα’ ναι κι η τελευταία κι η πιο μεγάλη σου σταύρωση.

Παρασκευή Κουτούμπα
Σκιάθος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΧΟΛΙΑ ΜΕ ΓΡΑΦΗ greeklish ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
H efimerida-sporades.blogspot.gr ενθαρρύνει τους αναγνώστες να εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα από τo blog. Παρακαλούμε τα κείμενα να μην είναι υβριστικά, να μην συκοφαντούν και να μην γράφονται σε greeklish. Οι διαχειριστές φέρουν ευθύνη μόνο για τα επώνυμα άρθρα των συντακτών και των συνεργατών της.
Σας ευχαριστούμε για την συμμετοχή σας.