Σελίδες

Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

Ήταν τότε που «ενεδύθηκα την παράδοση του τόπου μου»...

Η ομιλία της Ανθής Βαλσαμάκη, που έγινε στην βραδιά της σκοπελίτικης φορεσιάς (13-8-18), ταυτόχρονα με το ντύσιμο της νύφης από την Κατερίνα Μπετσάνη.
Όχι, δεν θα αναφερθώ σε επιστημονική μελέτη η καταγραφή της Σκοπελίτικης φορεσιάς, αυτό ανήκει στους ειδήμονες.

Ήλθα για να καταθέσω μια βιωματική μου εμπειρία, ήλθα για να προσπαθήσω να σας μεταφέρω κάποια πρωτόγνωρα συναισθήματα που δημιουργήθηκαν μέσα μου όταν πρωτοφόρεσα την περίφημη νυφιάτικη Σκοπελίτικη στολή, στην ηλικία των μόλις 25 ετών (ήδη παντρεμένη και με μια κόρη στην αγκαλιά), στο πατρογονικό μου σπίτι το μετέπειτα Λαογραφικό Μουσείο.

Ήταν τότε που «ενεδύθηκα την παράδοση του τόπου μου».

Το όνειρο μου έγινε πραγματικότητα, πάντοτε καμάρωνα τις όμορφες Σκοπελίτισες, με τα όμορφα καθάρια πρόσωπα τους όταν φορούσαν το μόρκο τις γιορτές, όταν στροβιλίζονταν στους χορούς, όπου οι κεντημένοι κάμποι των λουλουδιών του φορέματος τους άλλαζαν χρώματα, όπου η αλμύρα της θάλασσας και το φως του φεγγαριού λειτουργούσε σαν μαγνήτης πάνω τους.

Το όλο τελετουργικό της πρώτης μου φορεσιάς, ανέλαβε ειδική κοπέλα, η οποία κατά μία παράδοση έπαιρνε το χρίσμα της γνώσης του ντυσίματος από την μητέρα της αφού είχε προηγηθεί η γιαγιά.

Η κοπέλα που με έντυσε ήταν η Κατερίνα Μπετσάνη. Η συμμετοχή της τα επόμενα χρόνια με την δημιουργία του Πολιτιστικού Οργανισμού Σκοπέλου σε συνδυασμό με το Λαογραφικό Μουσείο ήταν καθοριστική. 

[…]
Σαν ξημέρωνε λοιπόν η Κυριακή, όλα ήταν έτοιμα για τη μεγάλη τη χαρά, τη στέψη. Η στέψη πάντα γινόταν το απόγευμα στην εκκλησία.

Ο γαμπρός και η νύφη μια δυο ώρες πριν τη στέψη, άρχιζαν να ετοιμάζονται για το χορό του Ησαΐα, που τόσο είχαν κοπιάσει να φτάσουν. Ο γαμπρός εύκολα βολευόταν. Μόλις τον μπαρμπέριζε ο μπαρμπέρης και τον μύρωνε με ανθόσταμο και του σιδέρωνε το αρειμάνιο του μουστάκι με μαντέκα και καραμπογιά, ως το καλούσε η ώρα, φόραγε το καλό του κουστούμι και πολύ παλιότερα τη μαύρη βράκα του, το χιονάτο ολοβρόχινο φαρδομάνικο πουκάμισο, που ύφαιναν τα χρόνια εκείνα στο νησί, το μαύρο ή μπλε βελούδινο σταυρωτό γελέκι του το γαϊτανοκεντημένο, τις μάλλινες άσπρες κάλτσες του, ψηλές ως κάτω από το γόνατο, έβαζε τα μαύρα του στιβάλια τα ολοκαίνουρια, έζωνε τη μέση του καλά με κόκκινο ζωνάρι, υφαντό, κροσάτο για να νιώθει δυνατός και στέριος άντρας καθώς έπρεπε, κοτσάριζε στραβά και την κόκκινη σπαστή φεσάρα του με τη φούντα και έτοιμος, ασίκης πια, καμάρωνε και καρτερούσε την καλή του να στολιστεί.

Η νύφη όμως πολλά είχε να υποφέρει με το στόλισμα. Νωρίς το απόγευμα, σαν έπαιρνε το λουτρό της με μόσκο και ροδόσταμο, την παραλάβαιναν οι φιλενάδες της με δυο τρεις, ειδικές στο ντύσιμο γυναίκες να τη στολίσουν.

Το τί φορούσε η νύφη… λίγη υπομονή και αναπνοή βαθιά. Ούτε λίγα, ούτε πολλά έξι άσπρα κουλουβόλια, στη σειρά, φουστάνια δηλαδή και όλα με πανωκόρμι. Το πρώτο ήταν ένα λεπτό ολοβρόχινο σωφόρι με μακριά φαρδιά μανίκια, ένα κομπινεζόν να πούμε αραχνοΰφαντο, ασήμαντο σε μπούγιο, ντόπιας παραγωγής. Οι άκρες των μανικιών του ήταν κεντημένες με χρυσές ταντέλες και με μαργαρίτες και άλλα ξόμπλια όμορφα. Πάνω από το σωφόρι, φορούσε το δεύτερο φουστάνι της, το «μαλακόφ» που λένε. Το μαλακόφ, κάτω στον ποδόγυρο έφερνε ραμμένο γύρω - γύρω ένα στεφάνι από ατσαλόσυρμα που έχει διάμετρο γύρω στους εβδομήντα πόντους, για να φουντώνουν γύρω της τα φουστάνια τα άλλα και το νυφικό της για να βαδίζει καλύτερα. Πάνω από το μαλακόφ, φορούσε το τρίτο της κουλουβόλι, εξίσου σεβαστό σε όγκο με το δεύτερο. Τα δύο μαζί είχαν ως τριάντα πήχες ύφασμα. Όμως σαν να μην έφτανε το ζαλίκι τούτο, της φόρτωναν και άλλο τόσο. Τρία κουλουβόλια, ακόμα πάνω απανωτά, με είκοσι πήχες ύφασμα επιπλέον.

Κάστρο η νύφη απόρθητο. Μα ακόμα δεν τελειώσαμε. Πάνω από όλα τούτα φορούσε πια το μαύρο, ατλαζένιο νυφικό της, το έβδομο στη σειρά φουστάνι το «Μόρκο» με τις φαρδιές μπρετέλες (ανωμίτες), που κούμπωναν στους ώμους. Το μόρκο με τους πολλούς πλισέδες που αρχίζουν από τη μασκάλη ως κάτω και με τα χίλια μύρια ξόμπλια του, τα χρυσάφια τα μεταξένια, ολόγυρα, λίγο πιο κάτω από τη μέση, που μοιάζουν λες του νησιού τη μαγεμένη άνοιξη με τα άλικα γαρίφαλα, τις ανεμώνες και τα γιασεμιά, ήταν βαρύ φουστάνι μα και βαρύτιμο πολύ. Είναι αλήθεια πως οι ώμοι της νύφης κόβονται. Τι βάρος. Τα γόνατα της λύγιζαν. Και αν ήταν καλοκαίρι, ασφυξία... όμως η νύφη άντεχε και το κουράγιο δεν απόλειπε. Για τέτοια χαρά, το τι δεν θα έδινε κανείς. Χαλάλι η κούραση και το φορτίο που σηκώνει.

Και προχωράμε και πάλι δεν τελειώσαμε. Πάνω από το μόρκο, φορούσε ένα είδος κοντού γιλέκου με χα μανίκια του κλειστά στην άκρη από γκρενά βελούδο, χρυσοκέντητα, το «μπαμπουκλί». Τα μανίκια του από μέσα ήταν ντυμένα μ’ ένα στρώμα από μπαμπάκι για να φαντάζει η νύφη ότι έχει μπράτσα αφράτα και χοντρά. Γούστα ίσως εκείνου του καιρού. Μάλλον όμως λόγοι συμμετρίας το επέβαλλαν. Από τη μέση και κάτω η νύφη φρεγάτα αρματωμένη, ετοιμοτάξιδη να τη δεις και πάνω χέρια τσάκνα.

Παχιά λοιπόν και αφράτα μπράτσα, έστω και μπαμπακένια. Τέλος στα χέρια φορούσε άσπρα γάντια δίχως δάχτυλα και δαχτυλίδια διαμαντένια. Έτσι με τούτα τα στολίδια και με το «μπαμπουκλί», τα χρυσοκέντητα μανίκια και τις δαντέλες του πουκαμίσου, το άκρο χέρι, ως έπεφτε πάνω στου νυφικού το μαύρο φόντο, έδειχνε φανταχτερό και γραφικό. Μα και τα πόδια της νύφης όμορφα στολίζονταν. Της φορούσαν άσπρες κάλτσες πλεκτές και χρυσοκεντητές παντόφλες και όπως περπατούσε η νύφη, ανασηκώνοντας το μόρκο πότε - πότε, τόνιζαν μια άλλη ταιριαστή ομορφιά στο σύνολο.

Όμως η καλύτερη τεχνίτρια, την τέχνη της, την έβαζε στο στόλισμα του κεφαλιού της νύφης. Εκεί ήταν το δύσκολο. Έπρεπε όμως και η νύφη να προετοιμαστεί γι’ αυτό. Τις παραμονές του γάμου έβαφε με χόχλο τα μαλλιά της μαύρα, κορακίσια, ως και τα φρύδια της ακόμα, για να φάνταζει όμορφη, μαυροφρυδούσα Παναγιά σαν έμπαινε στο στεφάνι.

Αυτά λοιπόν τα κορακίσια μαλλιά τα πλέκανε μικρά, λεπτούλια κοτσιδάκια και τα έδεναν με τον «μπονέ». Ο μπονές ήταν μαύρες κλωστές στριμμένες και πλεγμένες κοτσιδάκια, που δύσκολα ξεχώριζαν με εκείνα των μαλλιών. Πάνω από τον μπονέ καρφίτσωναν τα «τσιτσάκια», κοτσιδάκια και τούτα δηλαδή, από χρυσόνημα πλεγμένα.
Και πάνω απ’ όλα έριχναν τον «αέρα», ένα μικρό ολόλευκο μεταξωτό μαντήλι αεράτο. Όλα τα παραπάνω τα έδεναν στο κεφάλι με μια μαύρη βελουδένια κορδελίτσα, το «καπιτσέλι», περνώντας την κάτω από το σαγόνι. Έτσι και οι μπονέδες στεριώνονταν καλά, μα και το πρόσωπο της νύφης έπαιρνε μια στρογγυλάδα και η νύφη φάνταζε φεγγαροπρόσωπη και ωραία. Τέλος μπροστά στο στήθος της κρεμούσαν μια ροζ πλατιά μεταξωτή κορδέλα, το «τσάτσαρο» και η νύφη έτοιμη για το γαμπρό.

Την έβλεπε τώρα ο γαμπρός και ο νους του σάλευε, η τεχνίτρια καμάρωνε την τέχνη της και οι φιλενάδες κρυφοδαγκάνονταν και ζήλευαν την ομορφάδα της, έτσι όπως την έβλεπαν στα χρυσά, ντυμένη νυφούλα, κυρά και αρχόντισσα. Ώρα όμως οι λαλητάδες, άρχιζαν του γάμου τα τραγούδια. Φούντωνε ο γαμπρός και η νύφη από γλυκιά συγκίνηση, γοργοχτυπούσαν οι καρδιές τους...
[...]
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΧΟΛΙΑ ΜΕ ΓΡΑΦΗ greeklish ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
H efimerida-sporades.blogspot.gr ενθαρρύνει τους αναγνώστες να εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα από τo blog. Παρακαλούμε τα κείμενα να μην είναι υβριστικά, να μην συκοφαντούν και να μην γράφονται σε greeklish. Οι διαχειριστές φέρουν ευθύνη μόνο για τα επώνυμα άρθρα των συντακτών και των συνεργατών της.
Σας ευχαριστούμε για την συμμετοχή σας.