Σελίδες

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

Τ’ ακορντεόν

της
Μάρως Βλαχάκη

Η φωτογραφία από το σινεμά Ορφέας
που λειτουργούσε ως σχολή μουσικής
των Αδερφών Βλαχάκη.
Τρελαίνομαι να παρακολουθώ τηλεοπτικά παιχνίδια.
Αυτά που τα λένε «γνώσεων».
Τα βλέπω, συμμετέχω φωνάζοντας καμιά φορά πρώτη τις απαντήσεις.
Τις πιο πολλές, όμως, φορές ακούω και μαθαίνω.
Προχθές έτσι όπως έβλεπα τρεις νέους φοιτητές να απαντούν αβίαστα για τόσα που δεν ξέρω, πολύ στεναχωρήθηκα που χάσανε το χρήμα για μια μόνο ερώτηση.
«Τι είναι η καβαλίνα;».
Τους έκανα νοήματα και μούντζες για φινάλε, γιατί και οι τρεις το ’χανε πει, πως είναι από επαρχία.
Δεν ζουν γαϊδούρια, σκέφτηκα, δεν ζουν γαϊδούρια τώρα πια στα ελληνικά χωριά;
Εγώ ακόμα περπατώ πολύ προσεκτικά, σα να ακούω την μάνα μου, σαν έβαζα λουστρίνια. «Κοίτα να πέσεις πάλι απάν’ σε καμιά καβαλίνα».
Δεν θέλω πάλι σήμερα να κάνω θεωρίες, πως τα παιδιά μας δε μαθαίνουνε σωστά Ελληνικά και ότι όσα αφήνει στο διάβα του ο γάιδαρος, η μύγα, η γίδα και το άλογο, η κότα, η αγελάδα, τ’ αποδημητικά και ο άνθρωπος ακόμα, τα λεν όλα «κακά».
Θαρρώ όμως…
Η γενιά μας μίλαγε καλά Ελληνικά.
-Άφησες τ’ γίδα αμουλαρτή και μπήκε μες στο κτήμα μ’;
-Πού το’ μαθες μαθές;
-Να τες οι βιρβιλιές.
Για κείνα τα κουτσομπολιά που’ λεγε η μια στην άλλη
-Τι ήθελε και μας κάλαγε η τσιφούτα σε τραπέζ;
-Δε φάγατε καλά;
-Μπααα στο πιάτο μια κουτσλιά.
Για όποιον δεν χωνεύανε, δεν τους γέμιζε το μάτι.
-Νάτο πάλι το μγόχεσμα.
Φτάνει όμως. Λέω, ως εδώ. Μη πω τίποτε άλλο από τα χρόνια εκείνα.
Θ’ αναφερθώ τιμητικά μόνο στην καβαλίνα.

Από επτά χρονών παιδί μάθαινα ακορντεόν.
Με μάθαινε ο δάσκαλος, δάσκαλος σαν πατέρας, ο Μπάρμπα Αποστόλης.
Μ’ αγάπαγε και μ’ έμαθε απ’ όλα όσα ήξερε, ακόμα πιο πολλά. «Δαχτλάκια μ’ μπισμπιτούνκα» ψιθύριζε συχνά.
Φταίει ο μπλε ο Δούναβης; Φταίει το ω Τσιτσόρνια, που ονειρευόμουν θέατρα, σπουδαίες παραστάσεις και ρεσιτάλ μοναδικά;
Πάντως κοντά στα δεκαεννιά, αυτά ήταν τ’ ακούσματα που’ χα τα μουσικά.
Κι αν αναρωτηθήκατε, γιατί τα λέω αυτά, σας λέω η μόνη αιτία είναι η καβαλίνα, που αγάπησα και έμαθα τραγούδια λαϊκά.
Το σπίτι μου στη μια μεριά, τ’ Δελίτσκου η πλατεία και ακριβώς απέναντι, το στέκι του Σταυρή, το «μπαρ η καβαλίνα».
Κάθε βραδάκι μάζευε εργάτες, αγωγιάτες, ξέμπαρκους ναυτικούς που πίναν’ το κρασάκι τους και ομορφοτραγουδούσαν.
Για Καζαντζίδη δε θα πω ούτε για Αγγελόπουλο, για Πόλυ Πάνου, Μπέμπα Μπλανς και για Διονυσίου, ούτε για Πάνο Γαβαλά και ίσως για κανένα. Θα πω για συναισθήματα στο δρόμο απλωμένα.
Απ’ τις φωνές τους μάθαινα ποιος είχε τον καημό, ποιος ακουγόταν ευτυχής, ποιος νοσταλγούσε αγάπη και ποιος ξεκουραζόταν.
Σαν της ανάσας το ρυθμό τσακ τσουκ τα κρασοπότηρα, τσακ τσουκ ποτήρια τσούγκρισμα και…
«Έχω συνηθίσει να με τρώει η θλίψη
κι αν σ’ αγάπησα ξεγελάστηκα
και τη μοίρα μου καταράστηκα
φύγε, φύγε, φύγε».
Και όλοι μαζί για συμπαράσταση…
«Φύγεεεεεε».
Και σ’ ένα δευτερόλεπτο…
«Γιατί θες να φύγεις πού θα πας,
αφού σ’ αγαπώ και μ΄ αγαπάς;
Μείνε, μείνε, μείνε».
«Μείνεεεεεε».

Ποτέ τους δεν το μάθανε, πως μ’ είχανε παρέα. Μαζί πως ξενυχτούσαμε και μ’ έπαιρνε ο ύπνος, όταν και ο τελευταίος τους τραβούσε προς το σπίτι.
Αυτός που κάπως μου’ μοιαζε… πως τάχα να μην ήθελε τόσο πολύ να πάει. Αργά τα βήματά του και η φωνή του τρέμουλο… στ’ ακορντεόν «βιμπράτο».
«Καημό μες στην καρδούλα μου
απόκτησα και πόνο
απ’ τον καιρό που έμπλεξα με σένανε και λιώνω».
Και σιγά- σιγά χανότανε…..
«Και λιώωωωνωωωω».

Έφυγα για Αμερική, μα πού να συνεχίσω σπουδές τρανές και ρεσιτάλ.
Έμειναν στα όνειρά μου.
Βραδιές πικρές μ’ ακορντεόν και με άλλους μετανάστες…
«Κλέφτρα ξενιτιά τα παλικάρια κλέβεις.
Μάγισσα κακιάααα».
Μια Μάγισσα κακιά, μα εγώ μια άλλη σταχτοπούτα, που ξέχασε τα όνειρα στη σχολική ποδιά και όταν δεν είχα τίποτα πλέον να ονειρευτώ,
ο Καζαντζίδης ερχότανε κι ένιωθα στη φωνή του τρέμουλο μαγικό…στ’ ακορντεόν βιμπράτο.
«Μανούλα σα φύγω μη κλάψεις για μένα
η μοίρα μου γράφει μονάχος να ζω».
Και άρχιζα και εγώ…
«Μανούλααααα».
Κι έτσι μόνο κατάφερνα να αποκοιμηθώ.

Ύστερα ξαναγύρισα και πάλι στο νησί μου.
Μπήκα στη νέα μου ζωή χωρίς τ’ ακορντεόν, μα με όσα κανένας δεν μπορεί ποτέ να σου στερήσει. Κι αυτά είναι οι γνώσεις σου, είναι κι οι αναμνήσεις.
Όμως λειψές οι γνώσεις μου που’ χα για τις ελιές. Και πατητές μου άρεσαν, μου αρέσαν κι οι χαμάδες και τις ξιδάτες έτρωγα και μυρωδάτο μάραθο συχνά λιγουρευόμουν. Όμως…
Σαν μ’ είδαν κάτω απ’ τη ελιά κι εμένα με κοφίνι, όλοι τους με λυπόντουσαν. «Δεν θα τα καταφέρεις. Απαίδευτα τα χέρια σου και τόσο τρυφερά».
Αυτό σκεφτόμουνα και εγώ και ήθελα να κλάψω και κει που ούτε ήξερα πώς κι από πού ν’ αρχίσω, να σου μες στα αγριόβατα είδα αχ πώς την είδα; Να σου μια καβαλίνα.
Και τότε ξαναγύρισα στα όμορφα χρόνια εκείνα….
Πρώτα ο γαλάζιος Δούναβης, αντάμωσε το χώμα κι ύστερα η Τσιτσόρνια μάζευε τη σοδειά. Βαλς και μαρσάκια που ήξερα στ’ ακορντεόν μου χρόνια, κάναν τα δαχτυλάκια μου «μπιζμπιτούνκα» μαγικά.

Ξεπέρναγα εργάτρια που δούλευε ασταμάτητα και δίχως χασομέρι, δάγκωνε λίγο απ’ το ψωμί και λίγο απ’ το τυρί, τα πέταγε τα δυο μαζί στην άλλη την ελιά και όταν μαζεύοντας ελιές τ’ αντάμωνε ξανά, τα σκούπιζε απ’ το χώμα και πάλι δαγκωνιά.
Όλους εγώ τους πέρναγα με μπάσα και με πλήκτρα με γνώσεις κι αναμνήσεις… «Σας  πέρασα λοιπόν; Αχ! Δεν σας το είπα βρε παιδιά… Ξέρω ακορντεόν».
Αχ! Μα όταν κάθε σούρουπο ίσα που τα κατάφερνα τα πονεμένα χέρια, απάνω στην καρδιά μου σφιχτά να τα κρατώ, η Πόλυ Πάνου ερχότανε κι ένιωθα στη φωνή της στ’ ακορντεόν βιμπράτο, τρέμουλο μαγικό.
«Πώς κλαίει ο άνθρωπος
που τα όνειρά του όλα σβήσαν».
Και άρχιζα και εγώ….
«Σβήσαααααννν».

Κι έτσι μόνο κατάφερνα να αποκοιμηθώ.