Σελίδες

Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Της Σεβαστής τ’ αρώματα

-Πότε θα ‘ρθεις γιαγιά;

-Θα ‘ρθω…θα ‘ρθω…

Με ζητάνε τα πουλάκια μου. Η Μαρία μου επτά χρονών και η Αντιγόνη κλείνει τα τέσσερα. 

Κι αυτό το «γιαγιά», ευλογία είναι να τ’ ακούω μετρώντας στη πλάτη μου, μόνο πενήντα χρόνια.

Άλλη μισή ζωή μπροστά μου, που λέει ο λόγος.

Να τους μάθω τόσα πράματα.

Όσο για παραμύθια; Ξέρω τόσα όσα τα χρόνια μου κι ακόμα παραπάνω. «Απ’ όξω κι ανακατωτά» όπως λέγαμε παιδιά και εμείς, στη ντοπιολαλιά μας.

Μα, απ’ το τηλέφωνο; Γίνεται; Δε γίνεται.

Τι να σας στείλω;

-Τίποτα. Να ΄ρθείς.

-Τίποτα. Να  θθθεις

-Καλά… Κάτι θα στείλω.

-Γιαγιά, μη μας τα στείλεις σε πλαστική σακούλα. Ένα εκατομμύριο πουλιά και ψάρια χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο, από τις πεταμένες πλαστικές σακούλες.

-Ναι Μαρία μου;

-Ένα κατομύύύύύιο, γιαγιά

-Δεν το ‘ξερα, Αντιγόνη μου.

-Πως και δεν το μυρίστηκες;

-Πως και δεν το μυίστηκες;


Πώς και δεν το μυρίστηκες; Άκου, μια σταλιά παιδιά τι με ρωτάνε.

Πώς και δεν το μυρίστηκες; Ξύπνια σου λένε τάχα.

Δεν το μυρίστηκα, βρε, δεν το μυρίστηκα.

Λες, ζώντας μακριά απ’ τη φύση να θαρρώ πως ζω μακριά απ’ τον κίνδυνο;

Λες, τόσο να παραμυθιάζομαι;

Αυτό θα ‘ναι. Ζω μες στα παραμύθια.

Αφού είδα τις μάγισσες. Πάλεψα με τους δράκους. Αφού περιπλανήθηκα στη Χώρα των θαυμάτων, δεν μπορεί, αυτό θα ΄ναι.

Την έπαθα, βρε, την έπαθα. Ξεχάστηκα στη μεγαλούπολη. Από πού να πάρω ανάσα;

Πώς να μυριστώ όλο αυτό το κακό, που χασκογελάει με την αδιαφορία τη δικιά μου;

Και καρτεράει να βρει αδύναμα τα εγγόνια μου;

Ποια; Τα εγγόνια μου;

Αχ! Πουλάκια μου. Πώς και δεν το μυίίίστηκες;


Πόσες μυρωδιές, λες, να χωράει μέσα του ο άνθρωπος. Εγώ είμαι γεμάτη. Πού να χωρέσει η μυρωδιά του ψεύτη, του αχάριστου, του κόλακα; Η μυρωδιά του χρήματος, της δόξας; Η μυρωδιά του καταπατητή της ζωής μας, του ασυνείδητου βιαστή της φύσης; Πού να χωρέσει;

Την πνίγει η μυρωδιά της θάλασσας που κουβαλώ μαζί μου. Η μυρωδιά του πεύκου. Η μυρωδιά απ’ το γιασεμί που ‘χα σελιδοδείκτη στο Αναγνωστικό μου. Η μυρωδιά της πρώτης μου αγάπης. Η μυρωδιά απ’ το φιλί της Μάνας μου, απ’ το χάδι του Πατέρα. Η μυρωδιά της βροχής στο χώμα. Η μυρωδιά απ’ το πολύτιμο φυλαχτό μου που ακόμα φοράω κατάσαρκα. Φυλαχτό, από ένα σπειρί μοσχολίβανο, ένα μοσχοκαρφάκι κι ένα κλαδάκι μοσχολούλουδο.

Η μυρωδιά της βόλτας μου, σε απάτητα μονοπάτια. Κι ύστερα τι να πεις για το ξαπόσταμα. Όλο μοσχοβολιές. Το φρεσκοασβεστωμένο πεζούλι του μοναστηριού, να δεις μοσχοβολιά. Αν πεις και για  το κέρασμα; Νερό απ’ τη πηγή ή απ’ τη στάμνα; Το ένα καλύτερο απ’ τ’ άλλο.

Μυρωδιές…

Κι αυτό το πράσινο σαπούνι, να ‘ναι παντού…

Ναι! Το πράσινο σαπούνι. Στα πιάτα, στα πατώματα, στα ρούχα και προπαντός, στις φουστάνες της γιαγιάς μου. Της Σεβαστής ντε!

Να τριζοβολάνε, έτσι όπως με κεφαλοκλείδωνε ανάμεσα στα γόνατά της, για να με λούσει.

«Έχεις παρέλαση αύριο» έλεγε.

Φόβος και τρόμος ανάμεικτος με δέος, μα η κλωτσοπατινάδα, κλωτσοπατινάδα για να μπορέσω να ξεφύγω.

Μα πού; 

Αυτή πάλευε με τα στοιχειά. Γω τι να καταφέρω….


Να μη το ΄βλεπα τις προάλλες να πω. Μπροστά της μ’ είχε, πάνω στ’ άλογο. «Φιλότιμο» το φώναζε και μου ‘λεγε να μη με νοιάζει αν είναι αγόρι η κορίτσι γιατί το φιλότιμο δεν έχει φύλο. Έτσι μου ‘λεγε.

Την είχα δει λοιπόν να κατεβαίνει απ’ τ’ άλογο, αλαφιασμένη, σα να την… σα να την τσίμπησαν, μη πω, διακόσιες αλογόμυγες. Να πιάνει τις άκρες της φουστάνας της και ‘γω, να νιώθω σαν το φίδι που ‘βλεπα με κλειστά τα μάτια, να κόβει στη μέση με τα δυο της χέρια.

-Φίδι γιαγιά;

-Άνοιξ’ τα μάτια. Δε βλεπς;

-Δράκος γιαγιά; Βγάζει φωτιές γιαγιά. Φωτιές!

-Έχω και σένα! Στο ΄πα. Χειρότερο.

-Χειρότερο;

-Το χερ’ τ’ ανθρώπ’ ειν’ το χειρότερο. Φωτιά βάλανε, βρε σκιαζμένο, φωτιά!

Γύρνα πίσω στο χωριό. Φέρε βοήθεια. Σε μια ωρίτσα θα σε πάει  «το φιλότιμο». Εγώ θα φλάω καραούλι… Κοίτα με! Μη φοβθείς; Αααχ! Δε θα μ’ γλιτώς’ ο πρόστυχος…


Και δεν γλίτωσε. Μήπως θα γλίτωνα εγώ;

Πάλι στην παρέλαση, θα έβγαινα με κεφάλι σαν τη Λερναία Ύδρα, σε κατάσταση πανικού.

Να περάσει η κακιά στιγμή σκεφτόμουνα και μόνο. Δεν ήξερα τι άλλο μπορούσε να εμφανιστεί, μέσα απ’ τις δίπλες της φουστάνας της….


Γιατί το ‘χα ακούσει…

Το βράδυ που θα αρραβώνιαζε τη μάνα μου, έγινε σούσουρο στο χωριό.

«Βρε, βρε χαρές η Σεβαστή! Καλά λένε πως ο Θεός ειν’ ο καλύτερος σμπέθερος». «Αγρονόμος, λέει, πως είναι ο γαμπρός. Και… Δεν είναι ντόπιος».

«Α! Αγρονόμος; Θα πρεπ’ τότε να προλάβουμε. Να κτίσουμ’ εκείνο του καλυβάκι,

Απ’ λέγαμε, κατ’ στο ρέμα. Με τα χαρές απ’ ουχ’ η Σεβαστή δε θα πάρ’ μυρωδιά.

Και κανένα καΐκι δε φαίνεται να φέρ’ και το γαμπρό. Άντε πάμε τώρα απ’ αρχνάει η νύχτα».


Ε, λοιπόν! Όλα τα μυριζόταν η Σεβαστή.

Μια ο σύμμαχός της ο αέρας, μια η διαίσθηση της, διαίσθηση αγριμιού που κινδυνεύει, τα «απείκασε» όλα.

Αμίλητη, όλο το σούρουπο, αμίλητη όλο το βράδυ, στημένη στο μπαλκόνι, δεν είχε χαράξει ακόμα και πρώτα-πρώτα, είδε τα καΐκια.

Φωτάκια απ’ τη μεριά της Εύβοιας. Μια πάνω, μια κάτω απ’ το κύμα. Πλευρίσανε και να! Σειρά τα φαναράκια, σα χρυσές πυγολαμπίδες σε μαγικό χορό, μοιάζανε, σα να χρυσώνανε σιγά –σιγά κι αθόρυβα το παμπάλαιο πέτρινο μονοπάτι…


Στο ίδιο εκείνο μονοπάτι, που λίγα χρονάκια πριν, μες’ στο καταμεσήμερο, πρόβαλε τέτοιος ήλιος, μα, τέτοιος ήλιος, σα στολισμένος Αρχάγγελος. Και λαμπίριζε τόσο πολύ μα, τόσο πολύ, στα κιάλια των Γερμανών που πέρναν την ανηφόρα, που τους τύφλωνε. «Τάγμα Θανάτου», το λέγαν στο χωριό. «Τάγμα Θανάτου», αυτοί; «Θαύμα Ζωής», η Σεβαστή. Με τέτοιο προστάτη, με τέτοιο Στρατηγό, άπραγη θα καθότανε; Έφερε μια γυροβολιά, σα μια φιγούρα του ατομικού της «Πυρρίχιου», κάνοντας τα εξήντα μέτρα πλισαρωτής γαλακτερής φουστάνας, ν’ ανέβει ίδιο μανιτάρι ατομικής βόμβας κι ύστερα, καταλαγιάζοντας απαλά-απαλά, γονάτισε παρασέρνοντάς την μαζί της στο χώμα. «Τα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρομεν, κατά πάντα και δια πάντα».Ίδια τα λόγια του παπά σαν βγάζει τα «Άγια». Και τότε, άρχισε να σκάβει με τα χέρα, να σκάβει, όλο να σκάβει και να θάβει όπλα, ανάμεσα στους μωβ και άσπρους άγριους κρίνους.


«Ας με δούνε αν μπορούνε τα στραβάδια» μονολογούσε μπαίνοντας στο Αρχοντικό της απ’ τη πόρτα της κουζίνας. Εκεί που είχε να «βγάλει εις πέρας», όπως συνήθιζε να λέει κι άλλη μια Ιεροτελεστία. Να βράσει μπογιά στο μεγάλο καζάνι για να βαφτιστεί και η φουστάνα της όπως και η καρδιά της. Μέσα στο πένθος. Πόλεμος βλέπεις. Χαρές θα ‘χουμε;

«Ας με δούνε αν μπορούνε τα στραβάδια»….


 Αντίθετα, αυτή όλα τα ‘βλεπε.  Κι απόψε βλέπει.

«Να! Ο γαμπρός, μπροστά, πάνω στο πρώτο άλογο. Βρε, να τη! Πίσω κι η Μάνα του. Βρε, βρε…. Όλοι να τοι!»… 


Και τότε… Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! Όχι μια, όχι δυο, αλλά τρεις χειροβομβίδες ξεραστήκανε μέσα απ’ τις φουστάνες της και φυτευτήκανε, ανάμεσα στους φρεσκοκτισμένους τοίχους που το νυχτέρι της ολονυχτίας των συγχωριανών της, έστησε κόβοντας τη φόρα και το γλυκό κελάρυσμα του νερού της ρεματιάς. Σε απόσταση μιας μόνο ανάσας απ’ τον Ιερό Τόπο της, ελάχιστα πιο κάτω απ’ τους μωβ και άσπρους άγριους κρίνους.

«Τα μπρούμτα οι Φαρισαίοι», βροντοφώναξε το μήνυμά της, στους άπιστους, αναπαριστάνοντας την Ανάσταση του Κυρίου, με αρκετή δόση Δευτέρας Παρουσίας.


Τα μπρούμτα κι εγώ… 

-Να ‘σαι παστρικιά  Να μοσχοβολάς. Να γνωρίζεις τ’ αρώματα. Αναμνήσεις είναι τ’ αρώματα. Όσο κι αν πας μακριά, η ίδια η φύση, μια μέρα πίσω θα σε φερ.

-Η φύση, γιαγιά;

-Ναι ντε. Η φύση, η Μάνα μας. Μια μοσχοβολιά να σ’ στειλ στο μυαλό σ’ θα ξαναρθείς στον τόπο σ’. Λίγος δυόσμος να σ’ μυρίς σε μια μαστίχα, κερί ν’ ανάψεις,

Φρέσκια κηρήθρα θα θμηθείς. Τ’ νησιού σ,’ ούλα τ’ αρώματα θα θμηθείς.

-Εγώ θα πάω στ’ ν Αμερική.

-Να πας και συ. Σαν τον παππού σ’ τον Τσάλε. Τον Αναστάς’. Πήγε, κι αυτό ήτανε. Δε ματάρθε. Παρ’ τ’ πετσέτα, τ’ ν έχω ραντίς’ με ροδόσταμο. Από Μαγιάτκα τραντάφλλα, να το ξερς κι αυτό. Σφούγγσε καλά τα μαλλιά σ’… 


-Δε μάζευε αρώματα ο παππούς, γιαγιά;

-Αν μάζευε, λέει; Της γης ούλα τ’ αρώματα. «Θα γυρίσω πίσω Σεβαστή. Δω που ‘μια, μήτε ξέρω που ειν’ το δάσος, μήτε που κρύβουνται οι λύκοι», μο ‘γραφε. Να σου κι ο πόλεμος τν άλλη μέρα και τέλος. Θα μ’ πεις τότε έβλεπε καμιά γναίκα τον άντρα τα; Ούλοι στα ορ απάν, στα βνα. Να μην αντισταθούνε στο Θεριό; Γω τα ‘ξερα καλά τα κατατόπια Καλύτερα απ’ τα άντρες. Καλύτερα κι απ’ τα αρετσνάδες απ’ μαζεύανε απ’ τα γεννοφάσκια τα το ρετσίν. Να μη τα πας μια σταξά ψωμί; Τόσα καλούδια μου ‘χε δώς’ ο αυλογημένος τόπος μ’. Να μη τα πας ένα χαιρετίσματο απ’ τα παιδιά τα; Κανένα όπλο, μιας και βρεθήκανε στα χέρια μ’; Να τα κρατήσω για τν ύστατη μ’ τν ώρα; Η ύστατη ώρα δεν ειν’ η ώρα που σ’ φωνάζ η γη να τηνε σώσεις; Είτε πόλεμος είναι, είτε καιρός ειρήνς, άμα υπάρχνε ανθρώπ απ’ τνε μάχονται τ’ γη και τνε ξεπατώνε, να καθήσω με σταυρωμένα τα χέρια; Κατακτητές χειρότερ’ ειν’ αυτοί και να το ξερς… 


-Κι αυτό το κάντρο το κρεμασμένο, δίπλα απ’ το παππού το Τσάλε, γιαγιά τι είναι;

-Ευχαριστήριο το λένε. Μ’ ευχαριστεί στ’ Αμερικάνκα, κάποιος Μοντγκόμερι ονομαζόμενος. Θενκ γιου, λέει. Πού είσαι Αναστάς ν’ ακούσεις πως τα μλιω τ’ Αμερικάνκα;

Μ’ το στείλανε, που λες, μετά το πόλεμο. Γιατί έσωσα, λέει, δυο χούφτες Νεοζηλανδοί που ΄ρθαν να βοηθήσνε το τόπο μ. Κι αυτοίν να ξερς η φυς’ τα έσωσε.

Γιατί είχε πάντα πλούσια τα ελέη τα. Αυτοίν ήρθανε και με βρήκανε. Ξέρανε βλεπς που ν’ αποτανθούνε. Σ’ λέει, άμα φροντίζ’ τ’ φυς’ θα φροντίζ’ και τα ανθρώπ.

Τα είδα και ‘γω, ένα μάτσο βλασταράκια αρρίζωτα, να ψάχνε τόπο. Τα πλάκια μ, φωλίτσα θέλανε. Τα πήγα, άσβος, το σκοτάδ’, μέσα απ’ τα κατσάβραχα. Βέβαια, μαθμέν’ εγώ, δε το ‘χα τίποτα σα το κατσίκι να τρέξω. Αλλά έκανα ούλου ‘’κράτει’’.

Τα ποδαράκια τα νοιαζόμνα απ’ θα ‘ταν από βελούδο. Ε! τα πήγα στο καλύβ’ στν Αρμενόπετρα, αυτό απ’ στο ‘χω για προίκα ντε!

Τα πλάκια μ’. Ούλα τα καλά τα γης είχαν εκεί. Αλλά, δεν άργησα να πάρω χαμπάρ’ τον Ισκαριώτ’. Τονε μυρίστκα. Παράξεν’, είπα, μυρωδιά με φέρνει γύρω-γύρω. Αποφορά, σ’ λέω. Τι κάνω τότε; «Κρατάτε, Τούρκ’, τ’ αλόγατα».

Βγάζω, που λες, τν «Ελλάς», τ’ βάρκα απ’ το κατώι τ’ καλβιού και ποιος μας είδε και ποιος μας συναπάντησε. Στν Εύβοια βρεθήκαμε, με το έτσι θέλω. Εκεί το σόι τ’ Πατέρα σ’ είχε το τρόπο. Και νάτος ο Μοντγκόμερι, το γράφ με τν τζίφρα τ΄. Θένκ γιου, Σεβαστή, λέει, λες και γνωρζόμαστε, γιατί, λέει, τα πλάκια μ’, τ’ ακούς, αφηρημένο; Στ’ Μές’ Ανατολή φτάσανε τα πλάκια μ’.


Μοναχή μ’ πάλευα μαθές. Τ’ Μάνα σας ν’ αναθρέψω σωστά, να τνε παντρέψω; Άσε…

-Ναι αλλά….Εσύ  ποτέ δε γέννησες. Δε γέννησες εσύ τη μάνα μ’. Πώς;

-Αυτό ειν’ αλήθεια. Μεγάλη αλήθεια. Εννιά χρονού ήτανε σα πιάστκι απ’ τη φστάνα μ’ και δε ματαξεκόλλησι απ’ απάνω μ’. Η Μάνα η φύση, να ξερς, πως μ’ τν έστειλε. Μ’ ανταπόδωσε τν αγάπη. Σ’ λέει, άκληρ’ θα μείν’ η Σεβαστή; Και λέει. Κάτσε να κολλήσω στο γύρο τα φστάνας τα, αυτό, το πιο  μοσχοβολιστό, το πιο όμορφο  κλαράκι

-Τόση δύναμη έχει η φύση γιαγιά

-Τόση, κι άλλη τόση… 


Για κοίτα το παλιό χωριό. Κοίτα το «Παληό Κλήμα». Καταποντήστκε σε μια νύχτα. Αλλού τα σπίτια κι αλλού οι ανθρώπ. Σέβας θέλει η γη. Μονάχα σέβας. Κι αγάπη. Σα κάθε Μάνα.

-Εγώ, γιαγιά, θ’ αγαπάω ότι αγαπάς και θα τα σέβομαι.

-Αυτό το ξέρω. Και να σ’ πω και το τελευταίο και να το θμάσαι. Ο κάθε τόπος, όπως η Σκόπελος ας πούμε, ένα κιλίμι είναι. Ένα χαλί ας πούμε. Μια κουρελού με ούλα τα χρώματα. Κι όσοι ζούνε απάνω τα τι πρεπ να κάνε;

-Να τνε κρατάνε πάντα καθαρή, γιαγιά.

-Αυτό ακριβώς. Γιατί αλλιώς, πάμε όλοι χαμένοι. Μια ωραία μέρα, το χαλί θα τναχτεί από μοναχό τ’. Θα πεσ’ νε τα ξένα σώματα και θα ξαναστρωθεί. Μονάχα αυτοί που θα ‘χνε δειξ’ σέβας κι αγάπ, θα βρούνε τ’ δύναμ’ να ριζώσνε, να πιαστούνε.

-Εγώ θα πιαστώ, γιαγιά.

-Αυτό είναι αλήθεια. Μεγάλη αλήθεια. Αλλά σκοπός είναι να πιαστούνε και τα αγγόνια σ’.


Τα εγγόνια μου. Τα πουλάκια μου. Μια σταλιά παιδιά και να ξέρουνε πόσα πουλιά και ψάρια χάνονται κάθε χρόνο;

Για να δω….Νωρίς είναι ακόμα. Να! Σα να τα βλέπω να τρέχουνε για το ποιο θα πρωτοσηκώσει το τηλέφωνο…

 


-Μαρία εσύ;

-Ναι γιαγιά. Εγώ. Είναι και η Αντιγόνη δίπλα μου.

-Ωραία! Πήρα να σας πω πως αύριο έρχομαι. Και δε θα ξαναφύγω.

-Ποτέ, γιαγιά;

-Ποτέ! Α! Θέλω να με περιμένετε στο μικρό το λιμανάκι, κάτω απ’ το «Παληό το Κλήμα».Θυμάστε πώς το ‘χαμε βαφτίσει; Πώς το λέγαμε;

-Η αγκαλιά της Σεβαστής.

-Αγκαλιά της Θεβαστής, γιαγιά.

-Ναι πουλάκια μου. Της Σεβαστής. Α! Σας φέρνω και δυο τσαντούλες κεντητές, που ‘φτιαξα μόλις τώρα, απ’ τη παλιά της φορεσιά. Τη νυφική στολή της. Να δείτε πως τα ταίριαζε της γης όλα τα χρώματα.      

-Της γης όλα τα χρώματα;

-Ναι. Εκεί μέσα λέω να μαζεύουμε από αύριο, μοσχοβολιές και αρώματα.

-Μοσχοβολιές κι αρώματα; Τι λες, γιαγιά;

-Μοθχοβολιές κι αωωώματα, γιαγιά;

-Όπως τ’ ακούτε πουλάκια μου. Της Σεβαστής τ’ αρώματα.

-Κι άμα μαζέψουμε ένα εκατομμύριο αρώματα, γιαγιά ;

-Ένα εκατομμύύύύιο;

-Τότε… Όλα θα τα παλεύετε. Όλα θα τα μπορείτε.

-Τι θα μπορούμε, γιαγιά;

-Τι θα μποούμε, γιαγιά;

-Να! Θα μπορείτε να  περπατάτε στο δάσος, ακόμα και όταν ο λύκος θα είναι εδώ!

__________

Έπαινος στον 1ο Ηλεκτρονικό Διαγωνισμό Διηγήματος

της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης Ν. Πιερίας 

"ο τόπος μου" 

23 Μαρτίου 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΧΟΛΙΑ ΜΕ ΓΡΑΦΗ greeklish ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
H efimerida-sporades.blogspot.gr ενθαρρύνει τους αναγνώστες να εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα από τo blog. Παρακαλούμε τα κείμενα να μην είναι υβριστικά, να μην συκοφαντούν και να μην γράφονται σε greeklish. Οι διαχειριστές φέρουν ευθύνη μόνο για τα επώνυμα άρθρα των συντακτών και των συνεργατών της.
Σας ευχαριστούμε για την συμμετοχή σας.