Σελίδες

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

Πεπαρηθειάδα | Έλα λοιπόν και εσύ, να πούμε δυο λογάκια για την παλιά τη Σκόπελο του Πεπαρήθου χώρα

Ο πολυτάλαντος Σκοπελίτης καλλιτέχνης - δημιουργός Σπύρος Χ. Κοσμάς [κλικ], ο οποίος γεννήθηκε στη Σκόπελο και βρέθηκε από μικρός στη θάλασσα, αφού ο παππούς και οι μπαρμπάδες του ήταν ψαράδες, αυτή τη φορά ετοιμάζει ένα πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα με μνήμες από την Σκόπελο και την Οικογένειά του, το οποίο ονομάζεται “Πεπαρηθειάδα”.

Σήμερα δημοσιεύουμε το προοίμιο της “Πεπαρηθειάδας” για να πάρετε μία πρόγευση του έργου, το οποίο πρόκειται να εκδοθεί σε ένα καλαίσθητο βιβλίο.

Ευχαριστούμε τον Σπύρο Χ. Κοσμά για την τιμή της πρώτης παρουσίασης του νέου έργου του από την εφημερίδα «Βόρειες Σποράδες»


Έλα λοιπόν και εσύ, να πούμε δυο λογάκια 

για την παλιά τη Σκόπελο του Πεπαρήθου χώρα

………………………………… 

Εις τον Αγνώντα ψάρευε Μανώλης Αδαμάκης

γέννημα θρέμμα ήτανε και στο νησί του ζούσε.

Μια μέρα που εψάρευε στα μέρη της Ευβοίας

Αγία Άννα ρεματιά με γάργαρο ποτάμι.

με το νερό κελαριστό θεώρατα πλατάνια

Εκεί κορίτσια έπλεναν ρούχα γλυκολαλόντας.

νύμφες σε δροσερά νερά και γλυκοτραγουδόντας

εκεί έπεσεν ο άρπαγας σαν τον αητό χημάει

Αναστασώ είχε τ΄ όνομα, περήφανη τη χάρη

μάτια μαλλιά τα φρύδια της κι ένα κορμί λαμπάδα.

Αυτήνε ελιμπίστηκε κουρσάρος ο Μανώλης,

γυναίκα του την έκλεψε, την έφερε στο σπίτι.

Πέντε παιδιά αποκτήσανε στα δέκα χρόνια απάνω,

Κατερίνη Ελένη Στεφανή Μήτσο και τον Κωστάκη.

Ψυχοπονιάρης της πολύ ήτανε ο Μανώλης, 

δεν ήτανε να δει φτωχό να μην τον συμπονέσει.

Ένα πρωί σε γέροντα έδωσε τον αμπά του

κι αυτός βρεγμένος μούσκεμα εγύριζε στο σπίτι,

όταν τον σταματήσανε στο καπηλειό του Νίκου,

ήπιε τα κονιακάκια του στεγνώσανε τα ρούχα.

Σε εννιά ημέρες πέθανε από την πνευμονία.

Έγκυος  ήταν το Τασώ στο έκτο τους παιδάκι.

Βαριά μαυρίλα έπεσε στο έρημο το σπίτι,

μαυρίλα που δεν σήκωνε κανένα γιατρικό της.

Τα πρώτα τους Χριστούγεννα επήγαν στο καλύβι,

δεν ήθελε, δεν μπόραγε, να είναι με τον κόσμο,

εκεί εις τον Καλόγηρο έστησε τη φωτιά της.

φίλοι πονετικ΄ ήρθανε με μπόλικα καλούδια,

πίτες γλυκά της φέρανε και γιατρική παρέα,

έτσι ήτανε χαρούμενοι και τα παιδιά γελούσαν.

Όμως ψηλή ευθυτενής με μέση δαχτυλίδι

αλλά και δύναμη πολλή να ζήσει τα παιδιά της.

Τον αργαλειό της έστησε κι άρχισε να υφαίνει

τέχνη που ήξερε καλά απ΄ την παλιά πατρίδα.

Κιλίμια κι άλλα πλουμιστά τα έργα της πουλούσε

κι έτσι κατάφερε πολλά και τα παιδιά μεγάλα.

Ο Στεφανής κι ο Μήτσος της οι άξιοι ψαράδες 

Καΐκι είχαν του μπαμπά και τέχνη από κείνον.

Ο Στεφανής μεγάλωσε παντρεύτηκε μια κόρη.

Το ίδιο σχέδιο κι αυτός σαν τον συγχωρεμένο

την έκλεψε με έρωτα πόθο πολύ μεγάλο

στον χρόνο απάνω πέθανε μαζί και το παιδί της.

Σταμάτησε απ΄ τον πόνο του το θεϊκό βιολί του

τις νύχτες μες τη θάλασσα έπαιζε και θαρρούσες,

νεράιδες μέσα στις σπηλιές είχαν τη μουσική τους.

Στα δέκα χρόνια του χαμού του σεβαστού πατέρα,

τον ζόρισαν, τον πίεσαν, να πιάσει το βιολί του,

το άρχισε και έπαιξε, μα μέγας ο σεβντάς του,

Μήτσο του είπε του μικρού, γραμμή για το καΐκι

Πανάκι σήκωσαν οι δυο και στον Λυκούργο πάνε,

ήταν στα Γυάλια εκεί που πήγε, σαν έκλεψε

την όμορφη κοπέλα του, έρωτα πόθο και ζωή.

Καθίσανε τους κέρασε ο μπάρμπας το κρασάκι.

Μητσάκι σήκω λέγει του ώρα για δρόμο τώρα.

Βρε Στεφανάκη που θα πας ειν΄ άγρια η φουρτούνα;

σαν ξεμακρύναν ανοιχτά τ' Αι Γιωργιού μπουγάζι

σπηλιάδα άγρια πολύ πέφτει και τους πλακώνει

Μητσάκη μάινα το πανί μεγάλη ανάγκη είναι 

Ο Ίντας απ΄ τα Τσκαλαριά αγνάντεψε το λατίνι

για μια στιγμή το έβλεπε για μια στιγμή το χάνει,

τρέχει φωνάζει στο γιαλό παιδιά κακό εγίνει.

Μέρες και μέρες ψάχνανε, μα μία μπουκαπόρτα

μόνο αυτήν κατάφερε να βρει ο Καπτασπύρος

 ψαράς με το καίκι του, άντρας της Κατερίνης,

της πρώτης κόρης της Τασώς ο Σπύρος Σοφικίτης.

Της έμεινε στερνό πουλί άντρας στο σπιτικό της,

Κωστάκης δέκα οκτώ χρονών φρέσκο παλικαράκι.

Στη θάλασσα δεν δίνω εγώ τα έχω δώσει όλα,

εμποροράφτης θα γενείςς δεν θέλω να σε χάσω.

Ήταν τ΄ Αι Γιάννη στο Καστρί πανήγυρης μεγάλη

το εκκλησάκι κούρνιαζε εκεί ψηλά στο βράχο

στο βράχο ασκήτεψε παλιά και ένας ερημίτης

τα ψαραδάκια τούβαζαν προσφάι στο καλάθι.  

Τα παλικάρια πήγανε επήγε και ο Κωστάκης.

Στο φεύγα έπιασε βροχή στο σπήλιο μέσα πάνε

συνάμα έπιασε καιρός και τρόπος δεν υπάρχει

να βγούνε μέσα απ΄ τη σπηλιά το κύμα είναι πελώριο

εκεί βραχώσανε ψηλά τους έβρεχε το κύμα

σαν τα πουλιά πιαστήκανε υπόμεναν τη μοίρα

Ήταν η μοίρα του Κωστή και της Τασώς συνάμα

Από το βρέξε στέγνωσε να χάσει δύο άντρες,

βαριά αρρώστησε ο μικρός και στο καιρό τον χάνει.

Η μάνα η μοιριόβαρη στέγνα τα δακρυά της 

δεν έκλεγε δεν στέναζε μον΄ μέσα της αντάρα.


Σκόπελος 2022

Σπύρος Χ. Κοσμάς 

3 σχόλια:

ΣΧΟΛΙΑ ΜΕ ΓΡΑΦΗ greeklish ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
H efimerida-sporades.blogspot.gr ενθαρρύνει τους αναγνώστες να εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα από τo blog. Παρακαλούμε τα κείμενα να μην είναι υβριστικά, να μην συκοφαντούν και να μην γράφονται σε greeklish. Οι διαχειριστές φέρουν ευθύνη μόνο για τα επώνυμα άρθρα των συντακτών και των συνεργατών της.
Σας ευχαριστούμε για την συμμετοχή σας.