Μου το έλεγες, αλλά δεν ήθελα ίσως να το δεχτώ, ενώ βαθειά μέσα μου το καταλάβαινα: «Ηλία μου δεν είμαι όπως το Φθινόπωρο που ήρθαμε από τη Σκόπελο. Αισθάνομαι πολύ καταβεβλημένος». Οι ιατρικές σου γνώσεις, όσο κι αν είχαν αμβλυνθεί από το χρόνο και την ηλικία σου, αρκούσαν για να αντιλαμβάνεσαι ότι το τελευταίο δίμηνο η καρδιά σου, οι δυνάμεις σου σε εγκατέλειπαν, αργά αλλά σταθερά.
Πλησίαζε το Πάσχα και χάρηκες όταν σου είπα ότι με τη Δήμητρα σχεδιάζαμε να πάμε στη Σκόπελο για λίγες μέρες : «Να πάτε, να ανοίξετε το σπίτι μας, να αλλάξετε παραστάσεις, αρκεί να είμαι καλά να μη σας το χαλάσω. Έχετε κουραστεί και οι δύο και ξέρω ότι σας έχω κουράσει κι εγώ». Πήγαμε, γυρίσαμε και εσύ σα να περίμενες την επιστροφή μας και την επιστροφή της Κατερίνας από το εξωτερικό, πριν φύγεις για το μεγάλο ταξίδι.
Τώρα, από το απομεσήμερο της 2ας Μαΐου, άφησες το κενό της πληθωρικής παρουσίας και της ισχυρής προσωπικότητάς σου. Δεν παραπονούμαι. Ο Θεός σου χάρισε ένα μεγάλο δώρο: να ζήσεις μέχρι τα βαθειά σου γεράματα κοντά μας, με ποιότητα ζωής και πλήρη πνευματική και νοητική διαύγεια. Σχεδόν αιωνόβιος. Μόλις την προηγούμενη μέρα του φευγιού σου, διάβαζες την κυριακάτική εφημερίδα, όπως κάθε Κυριακή, μετά τη Λειτουργία που παρακολουθούσες στην τηλεόραση και συζητούσαμε για τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με εκείνες της πανδημίας.
Και τώρα τι; Μένουν οι εμπειρίες, οι θύμησες, οι ορμήνιες. Αυτά που έζησα μαζί σου και συνιστούν την παρακαταθήκη σου. Για μένα, για τη Δήμητρα, για τις εγγονές σου. Τα καμάρια σου. Υπερήφανος για τις σπουδές και τις επιδόσεις τους και τώρα υπερήφανος για την επαγγελματική τους πορεία.
Για την ακούραστη συνοδοιπόρο σου. Την αγαπημένη σου Καίτη. 70 χρόνια συμβίωσης. Ολόκληρη ζωή. Βράχος δίπλα σου στα ωραία και στα δύσκολα. Με ρόλο αθόρυβο, αλλά κομβικό στη ζωή σας, στη ζωή μας.
Δεν κουράστηκες και δεν κούρασες. Έφυγες όπως ήθελες. Όρθιος μέχρι το τέλος. Χωρίς νοσοκομεία, κρεβατώματα και γιατρούς πάνω από το κεφάλι σου. Είχες, άλλωστε, πάντα μια ρεαλιστική προσέγγιση για τον κύκλο της ζωής: «Είναι προκλητικό», έλεγες, «ένας σχεδόν αιωνόβιος άνθρωπος να απασχολεί την ιατρική επιστήμη για να ζήσει περισσότερο. Πόσο περισσότερο; Δεν υπήρξα ποτέ πλεονέκτης. Μόνη βοήθεια που δέχομαι είναι αυτή για να μην υποφέρω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η ιατρική ότι ήταν να μου προσφέρει μου το προσέφερε και μάλιστα με επιτυχία. Γι' αυτό είμαι ευγνώμων, τόσο στους συναδέλφους της Αθήνας, όσο και σε εκείνους της Σκοπέλου».
Φιλοσοφημένη στάση ζωής. Έτσι έφυγες, όπως ακριβώς το σκεφτόσουν. Με όλους μας δίπλα σου να σου κρατάμε το χέρι. Μέχρι που λίγες ώρες πριν το στερνό αντίο, μου έσφιξες το χέρι και μου ζήτησες να πλησιάσω το αυτί μου στο στόμα σου: «Μη στεναχωρηθείς, ως εδώ ήταν» μου ψέλλισες με όση δύναμη σου απέμενε. Τώρα καταλαβαίνω ότι όλο το προηγούμενο δίμηνο με προετοίμαζες.
Τώρα οι αναμνήσεις κατακλύζουν το μυαλό μου.
Οι κοινωνικοπολιτικές συζητήσεις μας, οι προοδευτικές αντιλήψεις σου που, για άνθρωπο της γενιάς σου, με εξέπλητταν ευχάριστα, συχνά με αρκετή αυτοκριτική από πλευράς σου: «Άκου την άποψη του άλλου κι ας μη συμφωνείς, να τη σέβεσαι, εγώ δεν το έκανα πάντα. Τώρα, με τη σοφία των πολλών 10ετιών ζωής, το βλέπω. Να είσαι διαλλακτικός, όχι υποχωρητικός. Να υποχωρείς, όμως, όταν είναι απαραίτητο ή όταν έχεις άδικο. Μη διστάζεις να ζητάς συγγνώμη. Η παραδοχή του σφάλματος δείχνει μεγαλείο ψυχής. Ο προοδευτισμός δεν είναι ιδεολογικοπολιτική πινακίδα, είναι καθημερινή στάση ζωής που πρέπει να τη στηρίζουμε στην πράξη. Η κοινωνία προχωρεί, εκσυγχρονίζεται και οφείλουμε να την ακολουθούμε, απομονώνοντας, όμως, τις ανούσιες υπερβολές του δήθεν».
Οι θαλάσσιες εκδρομές μας και οι διαφωνίες μας για το πού θα ψαρέψουμε και πού θα διανυκτερεύσουμε. Η ανησυχία της μητέρας μου όταν χάλαγε ο καιρός και λείπαμε. Σου φώναζε: «Πού γυρνάς στη θάλασσα με ένα μικρό παιδί;»
Κάποτε σου είπα: «Δεν παίρνεις τη μάνα να πάτε σε ένα άλλο νησί διακοπές; Καλή η Σκόπελος, όμορφο νησί, αλλά να δείτε και κάτι άλλο». Μου απάντησες: «Οι πισίνες, οι ξαπλώστρες και οι πολυτέλειες με κουράζουν, δεν ταιριάζουν με την αισθητική μου, με τον τρόπο που έμαθα να ζω . Εγώ όταν θέλω να δω άλλο νησί, πηγαίνω με τη βάρκα μας στην Αλόννησο και στα Ερημόνησα». Στα «Άγια χώματα» όπως έλεγες όταν από τη θάλασσα αντικρίζαμε το Μοναστήρι της «Κυρά-Παναγιάς» πάνω από τις επιβλητικές, απόκρημνες ακτές. «Άγρια ομορφιά», τις αποκαλούσες.
Όταν έφτιαξα τη δική μου οικογένεια, μου είπες: «Σε έχω μπολιάσει με την αγάπη της θάλασσας. Όσο ταλαιπώρησα τη μητέρα σου με τις εξορμήσεις μας, ταλαιπωρείς τώρα εσύ τη Δήμητρα και τα κορίτσια». Έβλεπες το μεράκι μου. Στα ίδια βήματα. Οι εκδρομές στα Μοναστήρια, τα γλέντια Απόκριες, Πάσχα, Πρωτομαγιές, Χριστούγεννα. Με έναν ανεξήγητο τρόπο μου πέρασες στοιχεία του χαρακτήρα σου για το πώς αντιλαμβάνομαι τα πράγματα και λειτουργώ. Πιάνω το εαυτό μου να προγραμματίζω ακόμη και εργασίες με τον τρόπο που το έκανες εσύ. Τώρα καταλαβαίνω ότι υποσυνείδητα σε αντέγραφα. Γιατί με είχες πάντα μαζί σου και μου μίλαγες σχεδόν για όλα.
Μετά οι ορμήνιες σου: «Κράτα καθαρό το όνομά μας» μου έλεγες. «Το ήθος, η ακεραιότητα, η εντιμότητα δεν πληρώνονται. Σου προσφέρουν, όμως, καθαρή συνείδηση και ήσυχο ύπνο. Τα λάθη είναι μέρος της ζωής. Λάθη δεν κάνει μόνο όποιος δεν είναι ενεργός στην κοινωνία και δημιουργικός. Από τα λάθη μαθαίνουμε, αρκεί να μην τα επαναλαμβάνουμε».
Κάποτε σε ρώτησα γιατί δε φρόντισες να δημιουργήσεις κάτι και εκτός Σκοπέλου. Μου απάντησες με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Δεν το απέφυγα από εγωισμό. Άλλωστε ήταν ένα θέμα διαφωνίας με τη μητέρα σου. Το έκανα γιατί δεν φανταζόμουν τη ζωή μου μακριά από τη Σκόπελο. Ούτε στα γεράματά μου. Εκ των υστέρων παραδέχομαι ότι, για πρακτικούς λόγους, ίσως είχα άδικο. Τη Σκόπελο την αγάπησα με πάθος. Όχι μόνο γατί είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου. Αλλά γιατί τη θεωρούσα σημείο αναφοράς μου. Εδώ δραστηριοποιήθηκα επαγγελματικά, κοινωνικά οικογενειακά. Εδώ αισθάνθηκα ότι ανήκω. Στους συμπατριώτες μου. Δεν αναζήτησα κάτι άλλο, ούτε ως γιατρός, ούτε ως άνθρωπος».
Τώρα η γη του νησιού μας σε δέχθηκε στην αγκαλιά της. Αυτού του νησιού που λάτρεψες, η μεγάλη σου αγάπη. Επιθυμία σου τελευταία που δεν υπήρχε περίπτωση να μην ικανοποιήσουμε. «Από τη Σκόπελο ξεκίνησα, εκεί θα τελειώσω». Από εκεί ψηλά θα βλέπεις το σπίτι στο Μετόχι, το μεράκι της ζωής σου. Αυτό το κτήμα που απορρόφησε την περισσότερη ικμάδα της δημιουργικής σου ηλικίας. Δεν υπάρχει σημείο που να μη μου θυμίζει την παρουσία σου εκεί. Που να μην έχεις αγγίξει με το χέρι σου. Που να μην έχει τη φροντίδα και το σχεδιασμό σου. Όπως λένε οι εγγονές σου χαρακτηριστικά, όταν ανακαλύπτουν κάποιες από τις μικρές πρακτικές ευρεσιτεχνίες σου: «Αυτό μόνο ο παππούς μπορούσε να το σκεφτεί!». Πώς είναι δυνατόν να ξεχαστείς;
Σπάνια με μάλωνες, από παιδί. Ακόμη και τότε γρήγορα φιλιώναμε. Διαφωνούσαμε κάποιες φορές, αλλά είχες τον τρόπο σου να συμβιβάζεις τις απόψεις, έστω κι αν χρειαζόταν ένα χρονικό διάστημα για να το αποδεχτείς ή να το αποδεχτώ, ενδεχομένως από εγωισμό. Ήταν αυτό ένα προσόν σου: να αποσπάς τον σεβασμό ακόμη και από εκείνους με τους οποίους διαφωνούσες. Ίσως γιατί διαπίστωναν ότι, ανεξαρτήτως διαφωνίας, τους σέβεσαι κι εσύ.
Ήσουν, τελικά, ελαστικός μαζί μου, για τα δεδομένα της εποχής σου. Κι ας ήσουν αυστηρός με τον αξιακό σου κώδικα. Με άφησες να κάνω πράγματα, να παίρνω πρωτοβουλίες που δεν ήταν αυτονόητες στην εφηβική και νεανική μου ηλικία. Κι ας μετάνιωσα για κάποιες από αυτές. Με έναν τρόπο με καθοδηγούσες να μάθω, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι, τουλάχιστον τότε. Μετά το συνειδητοποίησα.
Και τώρα κενό. Επαναλαμβάνω, δεν παραπονούμαι. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Θα ήμουν άδικος. Ζήσαμε μαζί πολύ. Αυτό λέει η λογική. Ωστόσο η λογική σπάνια υπερισχύει του συναισθήματος. Και το συναίσθημα αυτή τη στιγμή είναι πόνος για τον χαμό σου. Μας χάρηκες και σε χαρήκαμε, με τις εγγονές σου και τη Δήμητρα. Της είχες πάντα αδυναμία. Κι εκείνη, όμως, σε αγαπούσε και σε σεβόταν ιδιαίτερα.
Θα μπορούσα να γεμίσω πολλές σελίδες με αναμνήσεις. Δεν θα το κάνω. Μου ανήκουν και σου ανήκουν. Αισθάνθηκα την ανάγκη να καταγράψω κάποιες σκέψεις μου μετά την απώλειά σου.
Ευχαριστώ που με αξίωσε ο Θεός να σε έχω πατέρα. Ευχαριστώ που μου πρόσφερε δύο υπέροχους γονείς που έκαναν ότι μπορούσαν για μένα. Ελπίζω ότι δεν σας απογοήτευσα. Άραγε ένα ευχαριστώ είναι αρκετό; Ίσως ούτε χίλια.
Βλέπε μας από εκεί πάνω και με τον τρόπο σου συνέχισε νοερά να μας καθοδηγείς, κάθε φορά που χρειαζόμαστε τη σοφία σου και τις ορμήνιες σου. Συνέχισε να είσαι το σημείο αναφοράς μου.
Καλό ταξίδι πατέρα
Καλό ταξίδι Γιατρέ της καρδιάς μας
Ηλίας Ζαχαριάδης
Αθήνα, 9/5/2022
Ηλία καλησπέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝιώθω την ανάγκη να εκφράσω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια για την βαριά αυτή απώλεια. Διότι όταν φεύγει ένας τέτοιος αξιόλογος άνθρωπος γινόμαστε φτωχότεροι.
Δεν τον γνώρισα τον πατέρα σου, αλλά άκουγα πάντα και από παντού τα καλύτερα λόγια.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, ο πατέρας μου ένιωσε την ανάγκη να τον επισκεφθεί και να τον χαιρετήσει. Αποχαιρετισμός ήταν τελικά!
Μου είπε πόσο ζεστά τον υποδέχθηκαν οι γονείς σου στο σπίτι σας.
Ήταν ευλογημένος που έζησε μια ζωή όπως την ήθελε εκείνος με υγεία, προσφορά, δημιουργία και αγάπη κι εσείς επίσης γιατί είχατε την απίστευτη τύχη, να τον έχεις εσύ, πατέρα και η μητέρα σου, σύζυγο!
Μπορεί να έφυγε πλήρης ημερών, αλλά "έφυγε"...
και ο πόνος δεν μετριάζεται από την λογική.
Καλό του ταξίδι....
Μελίνα Παπαευσταθίου