Καθαρότατον ἥλιον ἐπρομηνοῦσε
Τῆς αὐγῆς τὸ δροσάτο ὕστερο ἀστέρι,
Σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἀπερνοῦσε
Τ΄ οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη·
Καὶ ἀπὸ κεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε
Τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ’ ἀέρι,
Ποὺ λὲς καὶ λέει μὲς στῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα:
Γλυκειὰ ἡ ζωὴ κι ὁ θάνατος μαυρίλα.
Χριστὸς ἀνέστη: Νέοι, γέροι καὶ κόρες,
Ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, ἑτοιμαστεῖτε·
Μέσα στὲς ἐκκλησιὲς τὲς δαφνοφόρες
Μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε·
Ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες
Ὀμπροστὰ στοὺς Ἁγίους καὶ φιληθῆτε·
Φιληθῆτε γλυκὰ χείλη μὲ χείλη,
Πέστε Χριστὸς Ἀνέστη ἐχθροὶ καὶ φίλοι.
Δάφνες εἰς κάθε πλάκα ἔχουν οἱ τάφοι,
Καὶ βρέφη ὡραῖα στὴν ἀγκαλιά οἱ μαννάδες.
Γλυκόφωνα, κοιτώντας τὲς ζωγραφι-
σμένες εἰκόνες, ψάλλουνε οἱ ψαλτάδες·
Λάμπει τὸ ἀσήμι, λάμπει τὸ χρυσάφι
ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χύνουνε οἱ λαμπάδες·
Κάθε πρόσωπο λάμπει ἀπ' τὸ ἀγιοκέρι,
Ὁποῦ κρατοῦνε οἱ Χριστιανοί στὸ χέρι.
Διονύσιος Σολωμός
Ἡ ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς
ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ποίημα «Λάμπρος»