Α. ΠΡΟΒΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ

Α. ΠΡΟΒΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ

Topos Real Estate

Topos Real Estate

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΒΟΡΕΙΕΣ ΣΠΟΡΑΔΕΣ | facebook.com | youtube

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόστολος Βραχιολίδης καφετζής (1950). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόστολος Βραχιολίδης καφετζής (1950). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Ωδή στον καφετζή

Της
Παρασκευής Κουτούμπα

Καφετζής (1950)
Απόστολος Βραχιολίδης 
Μπραφ!...

Ο ήχος από τη μαύρη τετραγωνισμένη θερμομονωτική τσάντα –για να κρατάει αναλλοίωτα στη διαδρομή τα ζεστά και τα κρύα– που πέφτει με φόρα στο τραπέζι βαριά και γεμάτη είναι το πιο ευχάριστο πρωινό ξάφνιασμα για τον απανταχού της γης υπάλληλο δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου που σέρνει με κόπο τη βαριά αγουροξυπνημένη κεφάλα του πίσω από κάποιο γραφείο, πάγκο ή γκισέ. Όλοι μαζεύονται από πάνω της όπως οι μύγες στο μέλι και «βζζζζζζζ» τα εκπαιδευμένα χέρια του ντελιβερά ανοίγουν το φερμουάρ κι αμέσως ξεχύνονται ευωδιές καπουτσίνο, φρεντοτσίνο και λοιπών ιταλόγλωσσων καφέδων που έχει επινοήσει το ελληνικό επιχειρηματικό δαιμόνιο – διότι φραπές έλλην και φρέντο έλλην, φαντάζομαι το ξέρετε… Και μετά τους καφέδες αρχίζουν τα κρύα νεράκια και τα λαχταριστά χρατς χρουτς από περιτυλίγματα και σακουλάκια που περιέχουν το πρωινό –ή καλύτερα, για την ακρίβεια, το φαΐ της μισής μέρας του μεροδούλι– μεροφάι υπαλλήλου που δεν πρόκανε ο έρμος να φάει σπίτι του το πρωινό που τρώνε στις διαφημίσεις και στα σίριαλ με καφέδες, κρουασάν, πορτοκαλάδα που την έστυψε η Φιλιππινέζα και βιτάμ σοφτ στο ψωμί. Έτρεχε σαν το Βέγγο να πάει τα μικρά σχολείο, να κάνει τα ψώνια μεταξύ εφτά και εφτάμισι γιατί δε θα’ χει άλλο χρόνο, να προλάβει τη συγκοινωνία, να’ ναι στο πόστο του στην ώρα του. Αλλά το στομάχι δεν έχει τρόπους: όλο γκρρρ και γκρρρ. Πρέπει να το γεμίσει λοιπόν, αλλά κι αυτό με ρέγουλα. Γιατί αν αρχίσει να παραγγέλνει κάθε δυο ώρες απ’ έξω, ξέρει ότι στο τέλος δε θα φάει κανείς στο σπίτι. Και την ώρα που πέφτει πια, ήδη πτώμα απ’ το πρωί, στην υπηρεσιακή του καρέκλα – να τος, ο μικρός ημίθεος της μέρας. Με το αντιανεμικό – γιατί συνήθως καβαλάει μηχανή για να προλαβαίνει – και τη μαγική μαύρη τσάντα. Μπαίνει στο γραφείο σαν άλλος Αλέξανδρος στρατηλάτης, βγάζει την περικεφαλαία – το κράνος ήθελα να πω – κι αρχίζει να μοιράζει στους ταλαίπωρους υπηκόους του νέκταρ και αμβροσία.

Αλλάζουν οι εποχές, αλλά όχι οι συνήθειες. Όχι οι ανάγκες – μόνο τα μέσα. Φαντάσου λέει τώρα δίπλα στο...