«Ήρθ’ ου Λάζαρους, ήρθαν τα Βάια
Ήρθ’ η Κυριακή που τρων τα ψάρια
Σήκου Λάζαρι κι μην πουλυκοιμάσι
Τα Βάια φτάσανι κι ‘συ ακόμα κ’μάσι.
Σήκου Λάζαρι κι μην κοιμάσι
Ήρθ’ η μάνα σου από την πόλη,
Σου ΄φιρι χαρτί κι κουμπουλόι.
Οι κουτίτσις σας αυγά γιννούνι΄
Δώστι μας κι μας να τα χαρούμι.
Βάγια βάγια του βαγιού
Τρώνι ψάρια κι κουλιό
Και την άλλη Κυριακή
Τρώνι κόκκινου αυγό».
Κάπως έτσι, το Σάββατο του Λαζάρου, μετά τη θεία Λειτουργία, οι φωνές των παιδιών ανακατωμένες με το λεπτό άρωμα των τριαντάφυλλων, της άσπρης μαργαρίτας και της «σύριγγας», γεμίζουν τον αέρα προσμονή για το μεγαλειώδες των ημερών που θα ακολουθήσουν…
Τα παιδιά του χωριού κρατώντας μικρό καλάθι (κουφνάκ’) με λουλούδια κι ένα κουλουράκι σε σχήμα παιδιού, γυρίζουν στις γειτονιές και λένε τα κάλαντα, «του Λάζαρου», μαζεύοντας αυγά και λεφτά.
Την Κυριακή των Βαΐων, οι πεθερές που έχουν αρραβωνιάσει γιο, πηγαίνουν στην εκκλησία κλαδί βάγιας,στολισμένο με γαρύφαλλο και κορδέλα άσπρη, δεμένη φιόγκο. Το περίσσεμα της τυλίγει το κοτσάνι της βάγιας,ενώ το χρυσαφικό κρέμεται πάνω της, στη χρυσή του αλυσίδα...
(Επιμέλεια: Ιωάννα Δένδη)
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ