Γυναίκα της απέραντης προσφυγιάς
απίθωσες το παράπονο στο παραθύρι του κόσμου
για να το σεργιανίσει με τους φλοίσβους της η θάλασσα
από τα λιμάνια της Ανατολής
με το μισαλλόδοξο χέρι της εμπόλεμης κάνης
ως τ' αφιλόξενα παράλια της δουλέμπορης γης
και από κει η ανάγκη της επιβίωσης να το ταξιδέψει
με τα αραδοκύματα του σαρκοβόρου πελάγους
ως τα αλύτρωτα σύνορα του ατσάλινου φράχτη.
Γυναίκα εσύ της ανείπωτης τραγωδίας
του ακούραστου φιλιού στα βρεφικά τα χείλη
ανύσταχτα κουβαλάς τον ξεριζωμό του σπιτιού σου
μες στα λασπόνερα της ντροπής
και τον σταλάζεις βάλσαμο σε τόπο ξένο, αλγεινό.
Στα αγριοκαίρια τάζεις
της μισής σου φαμίλιας το στερνό το αντίο
-εκείνης που ξοπίσω απόμεινε νηστική,
ανήμπορη, παγωμένη-
άβροχο φυλαχτό το κρατάς
στα φυλλοκάρδια του τρόμου,
είναι το βιος σου ολάκερο
σε τούτον τον αδίσταχτο χειμώνα.
Στο παιδικό κλάμα της ασυγκράτητης πείνας
την ενδόμυχη λάβα σου στίβεις
ρουφάς τους τελευταίους χυμούς του κορμιού σου
των μαστών σου ζουλάς τις άνυδρες θηλές
και ξεγελάς το βλαστάρι σου με των δακρύων
το αιμάτινο γάλα σου.
Η οδύνη νάμα καυτό και ρέει
στης ρυτίδας σου το βαθύ σκάψιμο.
Γυναίκα εσύ της απέραντης προσφυγιάς.
Γυναίκα του ανιστόρητου πόνου.
Βοά το μέλλον σου τρύπιο σκαρί
το μπαλώνεις στο κρύο
και κατάσαρκα ιδρώνεις.
Λίτσα (Καλλιόπη) Δημητροπούλου
Α΄ βραβείο στον
Ε΄ ποιητικό διαγωνισμό
"Καισάριος Δαπόντες"
(Σκόπελος 2016)