Σκιά συκής ξηρανθείσης, ο λόγος, ο έωλος.
Κονιορτός, των ημερών η αθωότητα.
Κι όλα, δυσοίωνα, της νύχτας τα ενδεχόμενα...
Όσοι, γονυπετείς, του ευτελούς,
του πρόσκαιρου, όσοι, αφιερωμένοι,
όπου
ο άργυρος
και ο χρυσός
και ο αδάμαντας,
εκεί και της ζωής τους το μείζον...
Της επιούσιας ηδονής, προσηλωμένοι θηρευτές,
την κραυγαλέα χρεία των καιρών,
αντιπαρέρχονται.
Κι ολότελα, αγνοούν,
τον οιωνό της θάλασσας.
Της θάλασσας,
που, σκοτεινή και μανιασμένη,
ξεβράζει με το δείλι στα ρηχά,
σπασμένα,
τα φτερά του Ικάρου!...