Γράφει η
Παρασκευή Κουτούμπα
Είπα ν’ αφήσω λίγο τα θλιβερά που μας περιστοιχίζουν – και που θα τα φάμε και πάλι σε λίγο στη μάπα ούτως ή άλλως. Ο καθένας τα δικά του κι όλοι μαζί ολωνών. Είπα λοιπόν να μοιραστώ μαζί σας ένα από τα πολλά μικρά, όμορφα και γοητευτικά που συμβαίνουν πολλές φορές κάτω απ’ τη μύτη μας και δεν τα παίρνουμε χαμπάρι.
Σε πολλές από τις καθημερινές βόλτες στη θάλασσα με την τετράποδη κόρη μου ανακαλύπτουμε μικρούς φυσικούς «θησαυρούληδες»: κοχύλια, γυαλάκια, κομμάτια από κεραμικά και σπαράγματα από παλιά πιάτα. Με χρωματιστά σχέδια απαράμιλλης τέχνης, πολλές φορές και με κάποια στάμπα ή λογότυπο που μαρτυράει την καταγωγή τους.
Πάντα πίστευα ότι τα παλιά πιάτα ήταν ανέκαθεν είδος σε αφθονία σ’ αυτό το νησί. Δίνω μια εξήγηση που ίσως έχει μια βάση. Σ’ όλες τις φάσεις της ιστορίας της, η Σκιάθος ζούσε από τη Ναυτοσύνη. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε καπετάνιο ή έστω ναύτη. Και οι ξενιτεμένοι έφερναν πολλές φορές είδη προίκας, δηλαδή είδη σπιτιού, όπως υφάσματα, ραπτικά είδη, κουζινικά και φυσικά πιάτα. Ντουζίνες. Και πάντα πιάτα φερμένα συνήθως από την Ευρώπη. Εκλεκτές πορσελάνες, χάρμα οφθαλμών – πραγματικά έργα τέχνης. Έρχονταν μετά φανών και λαμπάδων, έβγαιναν από το ναυτικό μπαούλο κι έμπαιναν ευλαβικά στο μπαούλο του νοικοκυριού. Γιατί συνήθως προορίζονταν για τις «καλές» περιστάσεις: για καθημερινή χρήση συνήθως υπήρχαν πήλινα, τσίγκινα ή άλλα σκεύη πιο απλά (ανάλογα πάντα και με τον προϋπολογισμό και την κοινωνική θέση του σπιτιού, ε;) Κάποιοι έτρωγαν καθημερινά στο πλουμιστό εγγλέζικο πιάτο τους με μαχαίρι και πιρούνι, κάποιοι άλλοι – οι πολλοί – ό, που βόλευε, πολλές φορές στο πόδι γιατί το μεροκάματο έτρεχε. Με δυο λόγια, το παλιό πλουμιστό πιάτο θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν κάτι σαν συνώνυμο της αφθονίας, του πολιτισμού (αν σκεφτεί κανείς και την ευρωπαϊκή καταγωγή του), της «κοινωνικής ανόδου».
Δεν είναι λίγες επίσης οι φορές που βλέπει κανείς τέτοια πιάτα να στολίζουν τους εξωτερικούς τοίχους των εξωκλησιών.