Θρήνος Κενταύρων, ουρλιαχτό και σμάλτου η θυσία,
έκλαψαν τ’ Αετώματα, τα μάρμαρα τα σκίσαν,
πού ν’ τα χρυσελεφάντινα, στυγνή λεηλασία,
έγδυσαν τα Προπύλαια, Μετόπες θρυματίσαν.
Κλοπή αιώνων, έγκλημα, των σπλάχνων της Πεντέλης,
με συμμαχία ανίερη, ν’ αρπάξουν ταξιδέψαν,
Ελγιν, Σουλτάνος πρεσβευτές, ανήθικης αγέλης,
την Ζωοφόρο φτώχειναν, το Ερέχθειο κουρσέψαν.
Τ’ άγγιξαν χέρια ληστρικά και με σφυριά τα σπάσαν,
σαν σκλάβοι αλυσοδέθηκαν, στο πέλαγος χαθήκαν,
πόσα αναθέματα χωρούν, το κάλλος που χαλάσαν,
σ’ άμμο κινούμενης ντροπής, για πάντα βυθιστήκαν.
Στέκουν οι Καρυάτιδες, στον χρόνο κολοφώνες,
ένα τους βλέμμα βλοσυρό και τ’ άλλο ικεσίας,
βάρος κρατούν αγόγγυστα κι ας πέρασαν αιώνες,
το ταίρι τους το κλείσανε, σε γη αιχμαλωσίας.
Λάξευσε πέτρα, εμφύσησε, ανάσα ο Φειδίας
κι έλαμψε η αρχαιότητα, σαν φως της οικουμένης,
Ακρόπολη ερωτεύτηκε, ο ρους της ιστορίας,
αθάνατα κειμήλια, μιας δόξας λαβωμένης.
Μείγμα χρυσού πολιτισμού και γλυπτικών θαυμάτων,
στίγμα αρχαίας ομορφιάς κι αμάλγαμα αξίας,
τέχνη εσύ αξεπέραστη, στιλπνάδα αρωμάτων,
δέους βαριάς κληρονομιάς κι απέραντης λατρείας.
Ωρα για παλιννόστηση και για δικαιοσύνη,
η σπίθα έγινε φωτιά κι η υπομονή αγώνας,
να ‘ χαν οι τύψεις σεβασμό κι ο εγωϊσμός αισχύνη,
είν’ ορφανός κι αιμορραγεί, πονάει ο Παρθενώνας.
Ιωάννης Κακαγιάννης
έκλαψαν τ’ Αετώματα, τα μάρμαρα τα σκίσαν,
πού ν’ τα χρυσελεφάντινα, στυγνή λεηλασία,
έγδυσαν τα Προπύλαια, Μετόπες θρυματίσαν.
Κλοπή αιώνων, έγκλημα, των σπλάχνων της Πεντέλης,
με συμμαχία ανίερη, ν’ αρπάξουν ταξιδέψαν,
Ελγιν, Σουλτάνος πρεσβευτές, ανήθικης αγέλης,
την Ζωοφόρο φτώχειναν, το Ερέχθειο κουρσέψαν.
Τ’ άγγιξαν χέρια ληστρικά και με σφυριά τα σπάσαν,
σαν σκλάβοι αλυσοδέθηκαν, στο πέλαγος χαθήκαν,
πόσα αναθέματα χωρούν, το κάλλος που χαλάσαν,
σ’ άμμο κινούμενης ντροπής, για πάντα βυθιστήκαν.
Στέκουν οι Καρυάτιδες, στον χρόνο κολοφώνες,
ένα τους βλέμμα βλοσυρό και τ’ άλλο ικεσίας,
βάρος κρατούν αγόγγυστα κι ας πέρασαν αιώνες,
το ταίρι τους το κλείσανε, σε γη αιχμαλωσίας.
Λάξευσε πέτρα, εμφύσησε, ανάσα ο Φειδίας
κι έλαμψε η αρχαιότητα, σαν φως της οικουμένης,
Ακρόπολη ερωτεύτηκε, ο ρους της ιστορίας,
αθάνατα κειμήλια, μιας δόξας λαβωμένης.
Μείγμα χρυσού πολιτισμού και γλυπτικών θαυμάτων,
στίγμα αρχαίας ομορφιάς κι αμάλγαμα αξίας,
τέχνη εσύ αξεπέραστη, στιλπνάδα αρωμάτων,
δέους βαριάς κληρονομιάς κι απέραντης λατρείας.
Ωρα για παλιννόστηση και για δικαιοσύνη,
η σπίθα έγινε φωτιά κι η υπομονή αγώνας,
να ‘ χαν οι τύψεις σεβασμό κι ο εγωϊσμός αισχύνη,
είν’ ορφανός κι αιμορραγεί, πονάει ο Παρθενώνας.
Ιωάννης Κακαγιάννης
Α' Βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης