Όταν βαδίζω γειτονιά Πίκρα νιώθω αβάσταχτη
μέσ’ τα στενά δρομιά σου, το σπίτι οταν παλιώνει
με κόπο τ’ ανεβάζω πια και μέσα του φαντάσματα
τα άσπρα τα σκαλιά σου. οι παλαιοί γειτόνοι.
Κρυφτό, αμάδες, πόλεμος Πόρτες κλειστές, ζωή κρυφή
κοντά παντελονάκια,
φωτιές να καίνε τ’ Αϊ-Γιαννιού μέχρι που ξέσπαγε βαρύ,
νυχτέρια στα σοκάκια. της μοίρας το μπουρίνι.
Και η φωνή της Μάνας μου Κι ύστερα πάλι σιωπή
ν’ αντηχάει σαν τώρα κι αβάσταχτη ηρεμία,
«παιδιά ελάτε γρήγορα, δάκρυ βουβό και μυστικό
να φάμε ήρθε η ώρα». μη μάθει η κοινωνία.
Τα πρώτα μου σκιρτήματα Τις πίκρες μου όμως προγκώ
το πρώτο μου μεθύσι τις διώχνω μακριά μου,
την πρώτη την καντάδα μου όταν ακούω παιδικό
κοντά σου τά ‘χω ζήσει. κλάμα στη γειτονιά μου.
Νιώθω μαζί με μένανε Ακόμα και όταν φύγει πια
και ‘συ νά ‘χεις γεράσει μέσ’ από το κορμί μου,
το χρώμα από τα σπίτια σου μέσ’ στα στενά σοκάκια σου,
να έχει ξεθωριάσει. θα τριγυρνά η ψυχή μου.
|
Βαγγέλης Γ. Κοσμάς