Όπως το έλεγε η μάνα μου σε μένα και στα παιδιά μου
Παραμονή των Φώτων.
Η θειά το Σημινάκι σηκώθηκε παράωρα εκείνο το πρωί.
Είχαν συνεννοηθεί με τη θειά το Δεσποινάκι από το Μύλο να φουρνίσουν στο δικό της φούρνο τα ψωμιά.
Χήρες και οι δυό να μην καίνε δυο φούρνους, δεν ήταν δα και τα πολλά καρβέλια!
Είχε αναπιάσει το προζύμι από βραδύς και σηκώθηκε νύχτα να ζυμώσει.
Δεν πήρε είδηση πως λάθεψε την ώρα και πως ήταν ακόμα μεσάνυχτα και παίρνοντας την πινακωτή στον ώμο με τα ψωμιά, έφυγε από το Μαχαλά να ρθεί στο Μύλο να τα φουρνίσουν.
Στο τρίστρατο στο ρέμα τη πιάσανε οι καλικάντζαροι.
Μια παρέα διαφόρων μεγεθών ξωτικά με όρεξη να κάνουν σκανταλιές.