Κυρ Αλέξανδρε,
Σε χαιρετάμε απο την όμορφη Σκιάθο,
ένα καντηλάκι κρεμασμένο σ΄ εναν καταγαλανο ουρανό
που λικνίζεται στην θάλασσα που λέγεται Αιγαίο.
Μέρα την μέρα που περνά
σοφία γεμίζει η καρδιά μου
γιατί ΕΛΛΑΔΑ η ζωή, ΕΛΛΑΔΑ τα ονειρά μου…
Άλλο ν΄ ακούς τα κύματα, τον φλοίσβο της θαλάσσης
άλλο να είσαι απ' αλλού, να πας να τ' αγοράσεις…
Πανω ψηλά στο Ξανεμο όταν φυσάει ο αέρας
ακούς ψιθύρους και φωνές σαν όνειρο στο κύμα
σαν να μοιρολογά η Φραγκογιαννού στου πέλαγου το μνήμα.
Λευκές οι πετρες χάνονται κάτω στην παραλία
λαλαρια, εσμιξε ο βράχος το νερό κι ο χρόνος γλύπτης
το έργο του πανέμορφο δημιουργός και κτίστης.
Τα μονοπάτια διάβηκα μεσα στην Ιστορία
και μια βραδια Χριστουγεννα
παντου άσπρο το χιόνι
εκεί που η φύση σιωπά κι απο το ρέμα ακούγεται μόνο η φωνή του γκιώνη
στο Κάστρο έφτασα αργά κι άκουσα λειτουργία
Χριστός γεννάται σήμερον… να ψάλει χορωδία
συνάντησα άνθρωπο σκυφτό να κάνει κομποσκοίνι
κι στο κάθε κόμπο του το δάκρυ του να χύνει.
Ποιός είσαι άνθρωπε εσύ; τι κάνεις εδώ πέρα;
για ποιόν χύνεις τα δάκρυα; το προσωπό σου ολόλευκο κανει την νύχτα μέρα.
Είμαι ο κυρ Αλέξανδρος και κλαίω για την ΕΛΛΑΔΑ
γιατι οι εμπόροι των Εθνών την σπρώχνουν στον Καιάδα.
Σαν την αγάπη στο γκρεμό και σαν τη μετανάστη
σαν αμαρτίας φάντασμα και άσπρη σαν το χιόνι
ειναι το άνθος του γιαλού είναι η πεπικοιλμένη
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ φώναξα εκεί μόλις την είδα
κι ο νους μου αναθάρησε για την γλυκιά πατριδα.
Μακρύ ταξίδι κι όμορφο τις ρίζες σου να βρείς
να νιώσεις μες το αίμα σου και μέσα στην ψυχή
σαν Οδυσσέας, Περικλής, Μιλήσιος Θαλής,
να νιώσεις Μέγα Αλέξανδρος κι Ακρίτας Διγενής
ο νούς τα νοήματα να πιανει της Γραφής.
Βυζάντιο και Πόλη και η Αγιά Σοφιά
Φειδίας Καλλικράτης
Ελλήνων τα παιδιά.
Παγκόσμιως για όλους και οικουμενικώς
λίκνο ελευθερίας και της δημοκρατίας
σε έκαναν να φαίνεσαι φτωχός σαν συγγενής
σαν τα παιδιά τα αχάριστα που διώχνουν τους γονείς.
Κυρ Αλέξανδρε σου στέλνω ένα μικρό κομμάτι της ψυχής μου.
Σε φιλώ
ο ελάχιστος Αναστάσης εκ Σκιάθου.
Σε χαιρετάμε απο την όμορφη Σκιάθο,
ένα καντηλάκι κρεμασμένο σ΄ εναν καταγαλανο ουρανό
που λικνίζεται στην θάλασσα που λέγεται Αιγαίο.
Μέρα την μέρα που περνά
σοφία γεμίζει η καρδιά μου
γιατί ΕΛΛΑΔΑ η ζωή, ΕΛΛΑΔΑ τα ονειρά μου…
Άλλο ν΄ ακούς τα κύματα, τον φλοίσβο της θαλάσσης
άλλο να είσαι απ' αλλού, να πας να τ' αγοράσεις…
Πανω ψηλά στο Ξανεμο όταν φυσάει ο αέρας
ακούς ψιθύρους και φωνές σαν όνειρο στο κύμα
σαν να μοιρολογά η Φραγκογιαννού στου πέλαγου το μνήμα.
Λευκές οι πετρες χάνονται κάτω στην παραλία
λαλαρια, εσμιξε ο βράχος το νερό κι ο χρόνος γλύπτης
το έργο του πανέμορφο δημιουργός και κτίστης.
Τα μονοπάτια διάβηκα μεσα στην Ιστορία
και μια βραδια Χριστουγεννα
παντου άσπρο το χιόνι
εκεί που η φύση σιωπά κι απο το ρέμα ακούγεται μόνο η φωνή του γκιώνη
στο Κάστρο έφτασα αργά κι άκουσα λειτουργία
Χριστός γεννάται σήμερον… να ψάλει χορωδία
συνάντησα άνθρωπο σκυφτό να κάνει κομποσκοίνι
κι στο κάθε κόμπο του το δάκρυ του να χύνει.
Ποιός είσαι άνθρωπε εσύ; τι κάνεις εδώ πέρα;
για ποιόν χύνεις τα δάκρυα; το προσωπό σου ολόλευκο κανει την νύχτα μέρα.
Είμαι ο κυρ Αλέξανδρος και κλαίω για την ΕΛΛΑΔΑ
γιατι οι εμπόροι των Εθνών την σπρώχνουν στον Καιάδα.
Σαν την αγάπη στο γκρεμό και σαν τη μετανάστη
σαν αμαρτίας φάντασμα και άσπρη σαν το χιόνι
ειναι το άνθος του γιαλού είναι η πεπικοιλμένη
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ φώναξα εκεί μόλις την είδα
κι ο νους μου αναθάρησε για την γλυκιά πατριδα.
Μακρύ ταξίδι κι όμορφο τις ρίζες σου να βρείς
να νιώσεις μες το αίμα σου και μέσα στην ψυχή
σαν Οδυσσέας, Περικλής, Μιλήσιος Θαλής,
να νιώσεις Μέγα Αλέξανδρος κι Ακρίτας Διγενής
ο νούς τα νοήματα να πιανει της Γραφής.
Βυζάντιο και Πόλη και η Αγιά Σοφιά
Φειδίας Καλλικράτης
Ελλήνων τα παιδιά.
Παγκόσμιως για όλους και οικουμενικώς
λίκνο ελευθερίας και της δημοκρατίας
σε έκαναν να φαίνεσαι φτωχός σαν συγγενής
σαν τα παιδιά τα αχάριστα που διώχνουν τους γονείς.
Κυρ Αλέξανδρε σου στέλνω ένα μικρό κομμάτι της ψυχής μου.
Σε φιλώ
ο ελάχιστος Αναστάσης εκ Σκιάθου.