Επί χρόνια ένιωθα περήφανη να λέω πως ο τόπος καταγωγής μου είναι η Σκόπελος. Πλέον όχι. Η καταστροφή που έχει συντελεστεί την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία με την ευθύνη όλων είναι «αξιοθαύμαστη».
της
Αναστασίας Σιμιτσιάδη Ο παραδοσιακός οικισμός του νησιού, όσον αφορά στο εμπορικό του τμήμα έχει μετατραπεί σε ένα ατελείωτο κακόγουστο γιουσουρούμ. Η πλειοψηφία των ιδιοκτήτων και ενοικιαστών καταστημάτων επιδεικνύει, με κάθε δυνατό τρόπο, τις «επεκτατικές» της τάσεις καταλαμβάνοντας σε πολλές περιπτώσεις ετσιθελικά και με την ανοχή κατοίκων και αρχών κοινόχρηστους χώρους, κάνοντας το κέντρο της χώρας να μοιάζει στην καλύτερη με παζάρι.
Χαρακτηριστικά σημεία του χωριού όπως η Καμάρα στη παραλία, όχι μόνο έχει εγκαταλειφθεί, αλλά οι καταστηματάρχες έχουν φροντίσει να την «στολίσουν» με βατραχοπέδιλα και μάσκες χειροτερεύοντας την ήδη άσχημη εικόνα.
Σε κάποια από τα κεντρικά καλντερίμια ο κόσμος δυσκολεύεται μέχρι και να περπατήσει εξαιτίας της πληθώρας των εμπορευμάτων που έχουν τοποθετηθεί σε κάθε ελεύθερο τετραγωνικό ενώ στο παραλιακό πεζοδρόμιο πρέπει να κάνεις σλάλομ για να αποφύγεις τα τρίποδα από τις διαφημιστικές πινακίδες των καταστημάτων.
Τα μηχανάκια σουλατσάρουν ελεύθερα σε δρόμους όπου απαγορεύεται η κυκλοφορία και η γενική αίσθηση είναι πως ο καθένας κάνει «ό,τι του καπνίσει» γιατί απλά κανένας δεν του το απαγορεύει και γιατί η μόνιμη επωδός που λειτουργεί άριστα ως δικαιολογία για όλους είναι η εξής: «καλοκαίρι είναι πρέπει όλοι να δουλέψουμε».
Και φυσικά δεν είναι μόνο αυτά. Η παντελής έλλειψη υπηρεσιών, υποδομών, υποτυπώδους καθαριότητας συντελούν στην απαξίωση του «πράσινου και μπλε νησιού» που τα τελευταία χρόνια έχει αρκεστεί σ’ αυτόν τον τίτλο και περιμένει να προσελκύσει πλήθος τουριστών, προσφέροντας τους μόνο τις πανέμορφες παραλίες και το πευκοδάσος.