Κι ύστερα έρχεται η Μεγάλη Εβδομάδα.
Ανοίγεις το παράθυρο ένα πρωί κι είναι Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Τετάρτη…
Κλείνεις τα μάτια κι αφήνεις τη μοσχοβολιά να σου δείξει το δρόμο. Αυτή η μυρωδιά στον αέρα, του «γερμανικού» τριαντάφυλλου, του δεντρολίβανου, της πασχαλιάς, του φρέσκου βούτυρου και του γαρύφαλλου, ο ήχος της καμπάνας, η κατάνυξη των Νυμφίων… Γίνεσαι πάλι το παιδί που περίμενε τις μέρες αυτές για να κλείσουν τα σχολεία και να παίξει, για να «χαζέψει» το βάψιμο των αυγών κι αν θα πετύχει το σχέδιο στο αυγό με το φύλλο της μαργαρίτας και τυλιγμένη την κάλτσα γύρω του, για να πάρει τα κομμένα λουλούδια απ΄τον κήπο της μάνας του, να τα πάει στην Κοίμηση, να στολίσουν οι γυναίκες τον Επιτάφιο. Για να πάρει τον ταβά με την «κλούρα», να την ανεβάσει στο φούρνο «τσι θειας τ΄ς Βγινιούς», να τον αποθέσει στην «ουρά» από άλλους ταβάδες, να περιμένει τη σειρά του… Ξεχώριζαν οι κουλούρες που προορίζονταν για τις πεθερές. Παλιά, τις στόλιζαν με εννιά αυγά.
Οχτώ κόκκινα, ένα άσπρο. Με τα χρόνια ο αριθμός των αυγών λιγόστεψε.
Φέρνεις στο νου το μεγάλο, ξύλινο Σταυρό, «στολισμένο με διαλεχτά λουλούδια, στο μέσον του οποίου, ήταν στηριγμένος ο Σταυρός του Αγιασμού της εκκλησίας», να τον κρατά ένα παιδί κι ένα άλλο δίπλα του να κρατά το καλάθι για τα άσπρα και κόκκινα αυγά - φιλέματα των νοικοκυρών, για τον παπά και τα παιδιά…
Τ’ακούς να τραγουδάνε του «Χειραπύλ’» κάποιας μακρινής, περασμένης, Μεγάλης Πέμπτης…
Χειραπύλ’ χειραπλέ, χαίρι Τίμιε Σταυρέ
Κι η χαρά των Αποστόλων
Ψάλλου δω, ψάλλου κει, χαρά ιδώ, χαρά ικεί.
Σήκου κυρά μ΄απ΄του σκαμνί,
να μας δώσεις του αυγό,
Του αυγό του κόκκινου, γιατ’ έχουμι
δάσκαλου κακό κι δασκάλισσα κακιά
Κι μας δέρνει, μας χτυπά κι
στη φάλαγγα μας βάν’.
Σίμι, Σίμι δάσκαλι, Σίμι κι προυτουδάσκαλι,
Ημείς οι τρεις οι τέσσειρις
κι άλλοι εικουσιτέσσειρεις
Την πόλη τη γυρίσαμι,
του βασσιλιά δε βρήκαμι.
Όξου ψύλλοι ποντικοί, να παν στα όρη,
στα βουνά,
Να φάνι αχλαδουκότσανα,
να πέσ’νι να ψουφήσ’νι».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΙΩΑΝΝΑ ΔΕΝΔΗ