Παραπατάω στα όνειρά μου μεθυσμένη
γυρεύοντας μια διέξοδο φυγής
από το αλισβερίσι της ζωής
νοιώθω πως έχω νιότη γερασμένη
Μου λες θα ’ρθουν ευτυχισμένες μέρες
μα ζω μες σε λασπόνερα και έλη
δεν έχει πάτο του πόνου το βαρέλι
κι οι ελπίδες μου ναυάγιο σε ξέρες
Αυτή η ζωή που μ’ έταξαν να ζήσω
και τέλος να της βάλω δεν τολμώ
πρωί και βράδυ μόνο αγκομαχώ
τα δανεικά μου χρέη να γυρίσω
Στου κόσμου το παζάρι ξεπουλάνε
φτηνές απολαύσεις που ναρκώνουν
με «αίμα» και χρόνο προπληρώνουν
όσοι χαρές «ανόθευτες» ζητάνε
Σε σώμα ανοίκειο είμαι παγιδευμένη
θητεία σε στρατόπεδο της γης
να δραπετεύσεις θες μα δεν μπορείς
ο χρόνος λάβα στο είναι μου χυμένη
Μαργαριτάρια στον βούρκο τα ονειρά μου
οι θύμησες εγίναν κομποσκοίνι
περαστικές χαρές με δίχως μνήμη
σκιές που ακολουθούν τα βήματά μου
Κι όταν το λάδι σώνει στο κερί μου
κι ο θάνατος μου μοιάζει φιλικός
κάποιος σε μένα άγνωστος θεός
παράταση μου δίνει στη ζωή μου
Αριάνα-Χριστίνα Λιναρά
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης