της
Παρασκευής Κουτούμπα
Σαν να ξέφτισε λίγο σήμερα το γνωστό «οι Έλληνες μη μας βλέπεις έτσι, άμα χρειαστεί θα ξεσηκωθούμε και θα θα θα...» - μάθαμε να μην πιστεύουμε πια τα «θα», τ’ ακούσαμε τόσες πολλές φορές από τόσους υποψήφιους που τα μπούχτισε η ψυχή μας. Μάλλον μπερδεμένα γατιά θυμίζουμε που κάποιο φορτηγό τα αμόλησε καταμεσίς στο δρόμο και έχουν σαστίσει. Ακολουθούμε κάθε φωνή του κάθε σαρδανάπαλου αυτοβαφτιζόμενου «ηγέτη» που υπόσχεται ανάκαμψη και εθνικό μεγαλείο, ονειρευόμαστε τη μέρα που θα πίνουμε το φρέντο μας φάτσα στην αγια – Σοφιά, αλλά η τηλεόραση παίζει ανελλιπώς το νέο τούρκικο σίριαλ. Στολίζουμε το πιτσιρίκι για να πάει στην παρέλαση και να το τραβήξουμε βίντεο να το καμαρώσουμε μετά στο φέισμπουκ και στο ίνσταγκραμ – άμα έχει και καλούς βαθμούς το βλαστάρι μας και κρατήσει και τη σημαία, ποιός μας πιάνει – αλλά δεν κάτσαμε ποτέ να του εξηγήσουμε τί σημαίνει αυτή η σημαία που κρατάει, και που μπορεί να τύχει να την ξεχάσει μετά στην καφετέρια που θα πάει μετά την παρέλαση. Δεν του είπαμε πόσο μεγάλο βάρος κουβαλάει εκείνη τη στιγμή – από τους τόνους αίμα που έχει ποτίσει αυτό το ταλαίπωρο γαλανόλευκο πανί: ίσως γιατί το ξεχάσαμε κι οι ίδιοι. Μπλέξαμε τα μπούτια μας, τα πιστεύω μας και τα ιδανικά μας.
Αλήθεια, πόσοι κάτσαμε ν’ ακούσουμε τις αφηγήσεις των παππούδων που έζησαν εκείνες τις ταραγμένες εποχές; Όσοι εννοείται ζήσαμε με τους παππούδες μας και δεν τους απιθώσαμε σε κανέναν οίκο ευγηρίας για να μη μας πιάνουν τον τόπο στο σπίτι. Αν ακούγαμε, μπορεί και να καταλαβαίναμε τί μας φταίει. Όσο κι αν ακούγεται κλισέ, κοιτάζοντας πίσω μαθαίνουμε για το μέλλον. Δε χρειάζεται να ανοίξουμε βιβλία ιστορίας για να τη μάθουμε, αν έχουμε στο ίδιο μας το σπίτι ζωντανά κομμάτια ιστορίας. «Αυτός ο τόπος βγάζει και τίποτα άλλο; Μονάχα ήρωες κι ελιές θρούμπες» έλεγε ο ανεπανάληπτος Λογοθετίδης – ο ήρωας Λογοθετίδης – ήρωας στ’ αλήθεια, με μισή ντουζίνα παράσημα από το αλβανικό μέτωπο κι ο ίδιος. Μας φαίνεται εξωπραγματικό, κι όμως τότε ήταν εντελώς φυσιολογικό ο κάθε Έλληνας – άσημος, διάσημος, φτωχός, πλούσιος, καταξιωμένος, κακομοίρης – να τα βροντάει όλα κάτω για να βοηθήσει όπως μπορούσε μια πατρίδα που κινδύνευε. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς βαριές κι ασήκωτες δηλώσεις, χωρίς έπαρση – και χωρίς διακρίσεις. Υπήρχαν βέβαια κι οι «κουραμπιέδες» στα μετόπισθεν – αλλά αυτούς κανείς δεν τους λογάριαζε. Ήταν απλά ανάξιοι λόγου.
Κι έβλεπε κανείς δίπλα δίπλα εργάτες, αγρότες, βοσκούς, δασκάλους, υπουργούς, ηθοποιούς, ποιητές – σαν τον αξέχαστο Γιώργο Σαραντάρη που έφυγε νεότατος – σαν τον Ελύτη, το Ρίτσο, καλλιτέχνες σαν τον Τσαρούχη, όλοι με την ίδια στολή και την ίδια φλόγα στην καρδιά.