Από
το blog tomagazakitisodouoneiron
Ήταν
οι «παλιές, καλές εποχές» για τη Σκιάθο
και για την τουριστική Μαγνησία εν
γένει, ήμουν μικρή και χωρίς λόγο και
άποψη –υποτίθεται– κι όμως το θυμάμαι
πάρα πολύ καλά. Κι ας είναι 15 ολόκληρα
χρονάκια πίσω. Με τι στόμφο και ενθουσιασμό
πιπίλιζαν κάποιοι την καινούργια –τότε–
καραμελίτσα ονόματι «μαρίνα». Τι για
ανάπτυξη, τι για πρόοδο ακούγαμε, τι για
νέες θέσεις εργασίας που θα άνοιγε η
προοπτική μιας τουριστικής μαρίνας
στην παραλία της Σκιάθου. Να’ ρχεται
το Λατσέικο για γουικέντ και να’χουν
κάπου οι άνθρωποι να ακουμπήσουνε το
γιοτ, το κρις κραφτ και το ελικόπτερό
τους. Να βγαίνει η Μαριάννα με τον
Κούρκουλο (ζούσε τότε ο μακαρίτης) και
να τρίζουνε οι λιμενοβραχίονες από το
διαμαντικό. Να πάψουμε να νιώθουμε
κομπλεξικοί καράβλαχοι και να γεμίσει
το μάτι μας επιτέλους χλίδα ρε αδερφέ…
Αυτά από τους προοδευτικούς. Γιατί
υπήρχαν και οι άλλοι, οι συντηρητικούρες
και σκοταδιστές, που δεν...
ήθελαν το φουα-γκρά και τη σαμπάνια και προτιμούσαν ούζο και μυδοπίλαφο. Κι επέμεναν κιόλας οι ψωνάρες ότι πιο όμορφα είναι τα φυσικά κατσάβραχα από τις γυαλιστερές τσιμεντόπλακες που τις σκουπίζεις με την παρκετέζα. Και δώστου ξανά και ξανά να προσπαθούν οι συντηρητικούρες να συγκινήσουν τους προοδευτικούς επικαλούμενοι τον Παπαδιαμάντη («ποιος είν’ αυτός, ρε συ;» «Εφοπλιστής ρε! Δε θυμάσαι, ρε μ…κα, ειν’ αυτός που έχει το καράβι! Και δω είναι το σπίτι του και πήρε το όνομά του κι ο δρόμος…» Το άκουσα κι αυτό μέσα στην Παπαδιαμάντη κατακαλόκαιρο.) Και τις συζητήσεις και τα πειράγματα στα καφενεία για τα «βερνικωμένα κέρατα» - θα θυμούνται κάποιοι τα περί Βερνίκου. Και οι ειλικρινείς και οι «ψευτοφυλλάδες» που άλλα έλεγαν τότε (επειδή έτσι τους συνέφερε) και άλλα λένε τώρα (επειδή πάλι έτσι τους συμφέρει). Μόνο που θυμάμαι, η ρουφιάνα. Θυμάμαι σαν τον ελέφαντα και φάτσες και ονόματα. Κι ας ήμουν άπραγο φοιτηταριό. Θυμάμαι με τι μένος φώναζαν όλοι εναντίον όποιου επιχειρηματία είχε αντιρρήσεις στο θέμα «μαρίνα». Γιατί και καλά τολμούσε ο αντιδραστικός να αποδοκιμάσει τέτοιο έργο προόδου και πολιτισμού. Μα απλούστατα γιατί ένιωθε την απειλή της χρεωκοπίας να έρχεται και όλη του την περιουσία και τον κόπο να θάβεται κάτω από ουρανοκατέβατες νταμαρόπετρες. Γιατί δεν ήθελε ο σπαστικός να κλείσει το παλιομάγαζό του και να πιάσει μαιτρ σε εφοπλιστικό σαλόνι, το κορόιδο. Και να του χώνει η εφοπλίστρα και χαρτονομίσματα στο μποξεράκι, άμα τύχαινε να’ναι και λίγο ομορφόπαιδο.
ήθελαν το φουα-γκρά και τη σαμπάνια και προτιμούσαν ούζο και μυδοπίλαφο. Κι επέμεναν κιόλας οι ψωνάρες ότι πιο όμορφα είναι τα φυσικά κατσάβραχα από τις γυαλιστερές τσιμεντόπλακες που τις σκουπίζεις με την παρκετέζα. Και δώστου ξανά και ξανά να προσπαθούν οι συντηρητικούρες να συγκινήσουν τους προοδευτικούς επικαλούμενοι τον Παπαδιαμάντη («ποιος είν’ αυτός, ρε συ;» «Εφοπλιστής ρε! Δε θυμάσαι, ρε μ…κα, ειν’ αυτός που έχει το καράβι! Και δω είναι το σπίτι του και πήρε το όνομά του κι ο δρόμος…» Το άκουσα κι αυτό μέσα στην Παπαδιαμάντη κατακαλόκαιρο.) Και τις συζητήσεις και τα πειράγματα στα καφενεία για τα «βερνικωμένα κέρατα» - θα θυμούνται κάποιοι τα περί Βερνίκου. Και οι ειλικρινείς και οι «ψευτοφυλλάδες» που άλλα έλεγαν τότε (επειδή έτσι τους συνέφερε) και άλλα λένε τώρα (επειδή πάλι έτσι τους συμφέρει). Μόνο που θυμάμαι, η ρουφιάνα. Θυμάμαι σαν τον ελέφαντα και φάτσες και ονόματα. Κι ας ήμουν άπραγο φοιτηταριό. Θυμάμαι με τι μένος φώναζαν όλοι εναντίον όποιου επιχειρηματία είχε αντιρρήσεις στο θέμα «μαρίνα». Γιατί και καλά τολμούσε ο αντιδραστικός να αποδοκιμάσει τέτοιο έργο προόδου και πολιτισμού. Μα απλούστατα γιατί ένιωθε την απειλή της χρεωκοπίας να έρχεται και όλη του την περιουσία και τον κόπο να θάβεται κάτω από ουρανοκατέβατες νταμαρόπετρες. Γιατί δεν ήθελε ο σπαστικός να κλείσει το παλιομάγαζό του και να πιάσει μαιτρ σε εφοπλιστικό σαλόνι, το κορόιδο. Και να του χώνει η εφοπλίστρα και χαρτονομίσματα στο μποξεράκι, άμα τύχαινε να’ναι και λίγο ομορφόπαιδο.
Τι
να κάνω που θυμάμαι, η άτιμη. Και ποιοι
και πόσοι ήταν αυτοί που έλεγαν «μαρίνα»
κι έσταζε μέλι το στόμα τους. Μόνο που
τώρα άλλαξαν παρέες. Και απόψεις. Ναι,
αλλά τότε το ίδιο σχέδιο που τώρα λένε
έκτρωμα τότε το ψήφιζαν και το ενέκριναν.
Εμ το βρήκε έτοιμο τώρα και το ΤΑΙΠΕΔ,
πού να ψάχνει για καινούργια; Και πού
να μας πιστέψουνε τώρα ότι δε μας αρέσει,
αφού από μας το βρήκαν; Άντε να τους
πείσουμε ότι γίναμε ξαφνικά οικολόγοι
και ευαισθητοποιημένοι…
Ένα
πράμα φοβάμαι, παιδιά: όταν τελικά έρθει
η κακιά η ώρα κι έρθουν τα μαντρόσκυλα
του ΤΑΙΠΕΔ να πάρουν αυτό που δεν τους
ανήκει και φέρουν και το επίμαχο να μας
το φορέσουν, εμείς όχι μόνο δε θα
μιλήσουμε, αλλά θα αρπάξουμε στα δόντια
την κοκκάλα που θα μας πετάξουν και θα
πούμε κι ευχαριστώ. Και θ’ απομείνουμε
απ’ έξω να κοιτάμε οι κοροϊδάρες –
εκτός από τους πεντέξι γνωστούς
καταφερτζήδες που πάνε με όλους και με
όλα σαν την Κόκα-κόλα. Αυτούς δεν τους
κλαίω – οι καταθέσεις τους μονάχα θα
φτάσουν για καμιά τριανταπενταριά
δεκαετίες ακόμα. Εμάς τους πολλούς
βλάκες κλαίω. Μακάρι να βγω ψεύτρα. Κι
άμα βγω μουντζώστε με.
Εσύ καλά τα λές, ποιός όμως σε ακούει?
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΑΙΠΕΔ είναι :
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια πολύ καλή ιδέα που είχε η κυβέρνηση, για να σώσει την πατρίδα μας από τους κακούς κερδοσκόπους που μας κατάντησαν σ’ αυτό το χάλι.
Το ΤΑΙΠΕΔ είναι, ας πούμε το καλό κουτάκι, αυτό με τη βελούδινη επένδυση, που το έχουμε στο σπίτι για να φυλάμε τα κοσμήματά μας, όχι για να τα φοράμε και να κάνουμε επίδειξη, (δεν πειράζει, που καμιά φορά το κάνουμε κι αυτό), αλλά για να μπορέσουμε να τα πουλήσουμε, όταν στο μέλλον τύχει και μας χτυπήσει την πόρτα η κακιά στιγμή.
Το ΤΑΙΠΕΔ μαζεύει, λοιπόν, τα κοσμήματα της πατρίδας μας, αυτά που φορούσαν οι γιαγιάδες, οι προγιαγιάδες και οι προ-προγιαγιάδες σου, τα καθαρίζει, τα στιλβώνει, τα γυαλίζει και μετά τα δίνει στους καλούς εκτιμητές που έχει στη δούλεψή του, Έλληνες και ξένους, τα καλύτερα δηλαδή, γατόνια της αγοράς, για να βρουν τον πιο κουβαρντά αγοραστή.
Έτσι, με τα λεφτά αυτά, θα μπορέσει να ...πάρει ο μπαμπάς το μισθό του, η γιαγιά τη σύνταξή της, κι εγώ...... ότι περισσέψει !
ΤΑΙΠΕΔ είναι:
Μία αγριεμένη τεράστια μαύρη τρύπα, που ρουφάει οτιδήποτε περάσει από τη γειτονιά της. Είναι η καινούργια μας σκούπα, που αρπάζει όχι μόνο τα σκουπίδια, αλλά και το χαλί το ίδιο.
Αυτοί που σκαρφίστηκαν το ΤΑΙΠΕΔ, το έκαμαν έτσι ώστε ό,τι μπαίνει εκεί μέσα να μην μπορεί ποτέ να ξαναβγεί, ακόμα κι αν κανείς δεν το θελήσει να το πάρει, ακόμα κι αν μείνει για πάντα στο ράφι απούλητο.
Ας πούμε, ότι την καλή καρφίτσα της γιαγιάς Λιλής δεν βρίσκεται κανείς να την αγοράσει. Ποτέ και κανείς. Το ΤΑΙΠΕΔ λοιπόν, αντί να τη δώσει πίσω στη γιαγιά Λιλή, την κρατάει στο δικό του συρταράκι, κατεβάζει, κατεβάζει την τιμή, ώσπου κάποιος στο τέλος να βρεθεί που να την πάρει τζάμπα. Αυτό, δεν αρέσει καθόλου στη γιαγιά, αλλά, τι να κάνει, θέλει τόσο πολύ να σωθεί η πατρίδα και στο τέλος κάνει τα πικρά γλυκά και σωπαίνει.
Το ΤΑΙΠΕΔ μπορεί να παίρνει όποιο κόσμημα θέλει, απ’ όποια γιαγιά επιθυμεί. Σήμερα, μπορεί να πάρει την καρφίτσα της γιαγιάς Ροζαλίας, αύριο το μενταγιόν της γιαγιάς Βικτώριας, και μεθαύριο το βαφτιστικό σταυρό της μαμάς. Κανείς δεν έχει την δύναμη να σταματήσει την σκούπα του ΤΑΙΠΕΔ. Κανένας νόμος που να μπορεί να τού αντισταθεί. Κανένας νόμος που να μπορεί να βάζει κάποιο όριο στις ορέξεις του. Κάποιος, που να μπορεί να πει, «basta, κύριε, μέχρις εδώ!».
Το ΤΑΙΠΕΔ νταραβερίζεται μόνο με έναν κάποιον, που λέγεται Υπουργός, στον οποίο και έχει παραδώσει ένα μαγικό χαρτάκι, που λέγεται εξουσιοδότηση, ώστε ο κ. Υπουργός να φέρνει στα συρτάρια του, όποιο κόσμημα τού γυαλίσει στο μάτι.
Το ΤΑΙΠΕΔ, δηλαδή είναι σαν ένα μεγάλο ενεχυροδανειστήριο, μόνο που η ενεχυρίαση (Αχ, τι λέξη κι αυτή!) δεν γίνεται οικειοθελώς, αλλά με την μέθοδο της Αρπαγής. Αν το καλοσκεφτείς, ολόκληρο το οικόπεδο που λέγεται Ελλάδα, με όλα του τα έπιπλα, τα κλινοσκεπάσματα, τα κατσαρολικά, τα πιατικά και τα μαχαιροπίρουνα αποτελεί εν δυνάμει περιουσία του ΤΑΙΠΕΔ.
Ή αν το δούμε κι αλλιώς, είναι σαν την βαλβίδα της καρδιάς, που έτσι κι αφήσει το αίμα να περάσει από τη μια πόρτα, την σφραγίζει και δεν τ’ αφήνει να ξαναβγεί, παρά από κάποια άλλη, και ποτέ από την ίδια.
Το ΤΑΙΠΕΔ έχει προσημειώσει όλα τα ακίνητα που έχουν περάσει στα συρτάρια του, τα οποία κι εφ’ εξής θα αποτελούν περιουσία των δανειστών μας, ώστε να μπορέσουν κι αυτοί οι καημένοι να πάρουν κάποια στιγμή πίσω τα λεφτά τους.
Αυτή τη στιγμή λέει, έχει για αρχή μόνο 65 τίτλους από ακίνητα και μετοχές, αλλά σε λίγο καιρό θ’ αρχίσουν να καταφτάνουν με νταλίκες και τ’ άλλα. Εμείς, θα τα μαθαίνουμε μόνο από τις εφημερίδες.
Που θα πάει οι καμπάνες αργά η γρήγορα θα σημάνουν........
Α.Φ.
̶