Κάποια
στιγμή που είχα πολύ απογοητευτεί, πόσο
πολύ το ήθελα να κόψω το μαλλί.
Ήθελα
να ανανεωθώ να κάνω πως ξεχνάω, την ήξερα
πολύ καλά αυτή τη συνταγή.
Πώς
να τα κρύψω όσα άντεχα; Και πώς να μην
το δείξω, πως ξέρω, ότι ο φίλος μου ο
κολλητός, χρόνια στο μαγαζί, έβαζε το
χεράκι του βαθιά μες στο ταμείο;
Η
άλλη, φίλη κι υπάλληλος, φλέρταρε με τα
ένσημα, τριπλά και τετραπλά και η τρίτη
η καλύτερη, με τον αγαπημένο μου, ας πω
με τον δεσμό μου, πολλά είχε μυστικά.
Ήθελα
ανανέωση, αλλά με τι; Σκεπτόμουν..
Ίσα
ίσα ένα πεντοχίλιαρο καλά χαντακωμένο
μες στο βιβλίο χρώματος μπορντό και με
τα γράμματα χρυσά «Ζητιάνος» Καρκαβίτσας.
Να
κόψω τα μαλλιά;
Μπα!
Σκέφτηκα. Καλύτερα να πάρω έναν άνθρωπο
να έρθει να...