της Παρασκευής Κουτούμπα
Έφτασε
μπροστά στην κλειστή δρύινη πόρτα. Ένα
χοντρό τριχωτό χέρι από το πουθενά,
ακουμπώντας φευγαλέα τη μύτη του, έσπρωξε
με σιγουριά την πόρτα και την άνοιξε.
-Περάστε,
υπουργέ.
Σχεδόν
αμέσως το κενό της ανοιγμένης πόρτας
γέμισε κάμερες, φωτογραφικούς φακούς,
μικρόφωνα με λογότυπα μεγάλων καναλιών,
αγχωμένες φάτσες και ένα-δυο βαμμένα
στόματα. Βαβούρα. Κάπου ανάμεσα κι ένα
ανοιχτό ντεκολτέ με πλούσια θέα. Χμ,
ωραίο κομμάτι.
-Σας
παρακαλώ, σας παρακαλώ! Ανοίξτε!
Το
ίδιο τριχωτό χέρι παραμέρισε με μια
κίνηση τη δημοσιογραφική μάζα. Αυτός
μηχανικά ίσιωσε την πλάτη, ρούφηξε ό,
τι μπορούσε από το στομάχι του και πήρε
αλύγιστο ύφος. Ένιωσε ακαταμάχητος.
Αλλά για δηλώσεις ούτε λόγος. Το θέμα
έκαιγε από παντού. Μέχρι ένα μήνα πριν
διαβεβαίωνε τρίχες. Τώρα, πριν λίγο,
μέσα είχαν μόλις υπογράψει το ακριβώς
αντίθετο. Έτοιμος μεζές να τον κατασπαράξει
η αντιπολίτευση – και κείνοι οι άπλυτοι
που λυσσάγανε κάθε μέρα έξω απ’ το
υπουργείο. Ξεροκατάπιε. Όμως οι κάμερες
γράφανε. Κι η Ρένα επέμενε: όσο πιο
αντιπαθή σε κάνουν οι...