Βολιώτικα προϊόντα με διοξίνες; Όχι, ευχαριστώ!
Της Βασιλικής Νάκου
Μέλους της
Επιτροπής Αγώνα Πολιτών Βόλου
Η πρώτη φορά που ακούσαμε για διοξίνες ήταν ίσως είκοσι χρόνια πριν, το 1999, όταν αποκαλύφθηκε το πρώτο διατροφικό σκάνδαλο στην ΕΕ με ρυπασμένα αυγά και κοτόπουλα στο Βέλγιο. Αυτά είχαν ρυπανθεί μέσω των ζωοτροφών, η διοξίνη μετρήθηκε 1562 φορές πάνω από το όριο που είχε θεσπίσει τότε η ΕΕ, πολλές χώρες απαγόρευσαν τις εισαγωγές και η βελγική κυβέρνηση οδηγήθηκε σε παραίτηση.
Τι ήταν, όμως, αυτό που μας τρόμαξε τότε τόσο πολύ; Μα η γνωριμία αυτή καθεαυτή με τις διοξίνες, αυτές τις χημικές ουσίες που παράγονται ως παραπροϊόντα βιομηχανικών κυρίως διεργασιών, όπως η ατελής καύση απορριμμάτων, ξύλου, πετρελαίου και η λεύκανση χαρτοπολτού, λόγω της παρουσίας χλωρίου, η δυνατότητά τους να βιοσυσσωρεύονται και να απορροφώνται από το λίπος κάθε οργανισμού και η συνειδητοποίηση ότι, πολύ απλά, αν παραχθούν, δεν γλιτώνουμε από αυτές. Θα περάσουν στον οργανισμό μας μέσα από την αναπνοή, το νερό, την τροφή μας και οι μητέρες θα τις περάσουμε μέσα από το μητρικό γάλα στα νεογέννητα μωρά μας.
Κι αυτό που μας τρόμαξε ακόμα πιο πολύ ήταν η συνειδητοποίηση ότι η Ελλάδα δεν ήταν έξω από το χορό. Γιατί ήταν ήδη μια χώρα με αυξημένη κατανάλωση κτηνοτροφικών προϊόντων, δηλαδή προϊόντων που προέρχονται από ζώα είτε εισαγόμενων είτε ελληνικών που το λίπος τους μπορούσε να διαθέτει συσσωρευμένες διοξίνες, και που αυτές στην Ελλάδα παράγονταν κατά βάση από την καύση σκουπιδιών σε ανεξέλεγκτες χωματερές (συχνό καλοκαιρινό φαινόμενο). Και παρότι η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και ο Διεθνής Οργανισμός Ερευνών για τον Καρκίνο έχουν χαρακτηρίσει τις διοξίνες καρκινογόνες, αλλά και υπεύθυνες για βλάβες σε ανοσοποιητικό και ενδοκρινικό σύστημα, σε πνεύμονες και δέρμα, καθώς και μια σειρά ακόμη προβλημάτων υγείας, ο μέσος Έλληνας καταναλωτής ξέχασε το φόβο του. Και μαζί και το πρόβλημα.
Μέχρι που αυτό ξαναχτύπησε, πολλές φορές: