Χωρίς αγάπη βρέθηκε στων ρολογιών τη δίνη
μοσχοβολώντας άρωμα που τις ψυχές μεθούσε
να βλαστημά τη μοίρα της και τις φωτιές να σβήνει
που ξέμειναν να καίνε αυτά που τόσο επιθυμούσε.
Συχνά-πυκνά κατέφευγε στ’ αμπάρια του μυαλού της
κι απ’ τα κρασιά δοκίμαζε στα ξύλινα βαρέλια
αναπολώντας τα φιλιά τα τρυφερά του γιου της
που απλόχερα της τα ‘δινε με τα γνωστά του γέλια.
Και κάποιο δροσερό πρωινό, στον κήπο της την πάχνη
κοιτούσε απ’ το παράθυρο με μάτια δακρυσμένα
ενώ στο σπίτι πάλευαν της άρνησης η αράχνη
και τ’ όνειρο τ’ αλλοτινό, που γύρισε απ’ τα ξένα.
Ολόγυμνη έξω βγαίνοντας, με δύναμη στο χώμα
σταυρό μεγάλο κάρφωσε, το φόβο να ξορκίσει
κι οι λέξεις της ακούστηκαν ως των θεών το δώμα
μα εκείνοι πρόσταξαν μεμιάς κανείς να μη βοηθήσει.
Και σταύρωσε το είναι της, εκεί μπρος στην αυλή της
χωρίς στιγμή να το σκεφτεί, για να μην κάνει πίσω
και συνεχίσει ανδρείκελο να νιώθει το κορμί της
κινούμενο σ’ ευθεία γραμμή στης λησμονιάς τη νήσο.
Γιάννης Χαϊδεμένος,
Γ΄ Βραβείο στον
Ε' Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό
"Καισάριος Δαπόντες",
Σκόπελος 2016