Κάθε
τόσο μας έρχονται καινούριες καραβιές
γερόντοι
/
απ' το Μοριά, απ' τη Ρούμελη / Και πιο πάνω
απ' τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία / Λιγνοί
γερόντοι χοντροκόκκαλοι μ' άσπρα
μουστάκια και φλοκάτες / Μυρίζουν σβουνιά
και χωράφι / Μέσα στα μάτια τους βελάζουν
τα πρόβατα του απόβραδου / Στα τσουλούφια
τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων
/
***
Μιλάνε
λίγο δεν μιλάνε καθόλου ωστόσο πότε
πότε το βλέπεις / Που 'χουν συμπεθεριάσει
με τα ελάτια / Μια στιγμή που σηκώνουν
τα μάτια απ' το χώμα / Και τηράνε πίσω
απ' τους ώμους μας / Οταν γαλανίζει το
βράδυ τις τέντες / Κι ο αγέρας μπλέκει
τα μουστάκια του στο θυμάρι / Οταν ο
ουρανός κατεβαίνει απ' τα βράχια /
Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες
των άστρων / κι ο θάνατος κόβει βόλτες
αμίλητος έξω απ' το συρματόπλεγμα, /
τότες τους βλέπουμε που συνάζονται
τρεις-τρεις, πέντε-πέντε, / σα στα παλιά
τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του
Μεσολογγιού / Και τότες πια δεν ξέρεις
- έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της
βραδιάς / αξούριστοι, άλαλοι, / δεν ξέρεις
πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους, / αν
είναι ν' ανάψουν το τσιγάρο τους / ή αν
είναι ν' ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.
Τούτοι
οι γερόντοι δε μιλάνε. / Τα παιδιά τους
βγήκαν στο κλαρί. / Ετούτοι χώσαν την
καρδιά τους στο βουνό / σαν ένα βαρέλι
με...