Πιες ένα χάπι, άμα θέλεις πιες και δύο.
Τι κι αν κυοφορεί η καρδιά ανθισμένο χάος.
Τι κι αν κι αν μας λοιδορεί η Άνοιξη με τις ψευτιές της
Εδώ κι ένα εκατομμύριο χρόνια το φως γνωρίζει ότι όλα είναι δρόμος.
Σαν προσομοίωση του τίποτα χάσκει αυτός ο λάκκος.
Πες σύμπτωση ετούτη τη βροχή.
Μία τυχαία φήμη που διέψευσαν τα ουράνια τόξα.
Το δάκρυ ενός ωκεανού κλεμμένο από μία νεράιδα λιακάδα.
Στις μυγδαλιές των στίχων, σκληρά να γρατζουνούν
τα ανθισμένα γράμματα, των αποσιωπητικών οι ρόζοι.
Δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς, ο πόνος έρχεται αθόρυβα σαν κύμα,
σα γομολάστιχα που σβήνει αμεριμνησίες.
Απλά θέτεις τα δάχτυλα επί τον τύπο των ήλων.
Στο Γολγοθά μίας σελίδας ένα κόμμα σταυρωμένο
να μετεωρίζεται από αύρες νοημάτων, στην άκρια μιας λέξης.
Μια στιγμιαία παύση, πριν συνεχιστεί του μάταιου η ξέφρενη γιορτή.
Μονάχα οι ανέραστοι μπορούν να κλάψουν για μιας ηλιαχτίδας το σαράκι,
όταν με χέρια ανάερα αγγίζει τις μανόλιες.
Κι εσύ θ' ανάψεις το τσιγάρο σου και θα ρωτήσεις,
αν έχουν χέρια οι ηλιαχτίδες.
Όχι δεν έχουν, μα χαϊδεύουν πιο περίτεχνα κι από των αηδονιών το σφιχταγκάλιασμα.
Πιες ένα χάπι, άμα θέλεις πιες και δύο.
Απόψε θέλω να γελάς και να χορεύεις, να με κοιτάς,
όπως θα έχω κουρνιάσει στον ώμο της αστροφεγγιάς.
Θα ρίχνω πεφταστέρια για να είσαι ευτυχισμένη.
Να θυμηθείς, τ' ακούς, τον ήλιο να μου χαιρετήσεις το πρωί.
Κι αν έχει καταχνιά διάβασε φωναχτά αυτό το ποίημα.
Η θλίψη του σαν υδρογονοβόμβα όλα να τα λιώσει.
Και μην απολογείσαι για τα λασπωμένα μας φιλιά.
Η λήθη είναι η καλύτερη συγνώμη.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΥΡΟΒΟΛΑΚΗΣ (ΧΑΝΙΑ)