της
Μάρως Βλαχάκη
Τρελαίνομαι να παρακολουθώ τηλεοπτικά παιχνίδια.
Αυτά που τα λένε «γνώσεων».
Τα βλέπω, συμμετέχω φωνάζοντας καμιά φορά πρώτη τις απαντήσεις.
Τις πιο πολλές, όμως, φορές ακούω και μαθαίνω.
Προχθές έτσι όπως έβλεπα τρεις νέους φοιτητές να απαντούν αβίαστα για τόσα που δεν ξέρω, πολύ στεναχωρήθηκα που χάσανε το χρήμα για μια μόνο ερώτηση.
«Τι είναι η καβαλίνα;».
Τους έκανα νοήματα και μούντζες για φινάλε, γιατί και οι τρεις το ’χανε πει, πως είναι από επαρχία.
Δεν ζουν γαϊδούρια, σκέφτηκα, δεν ζουν γαϊδούρια τώρα πια στα ελληνικά χωριά;
Εγώ ακόμα περπατώ πολύ προσεκτικά, σα να ακούω την μάνα μου, σαν έβαζα λουστρίνια. «Κοίτα να πέσεις πάλι απάν’ σε καμιά καβαλίνα».
Δεν θέλω πάλι σήμερα να κάνω θεωρίες, πως τα παιδιά μας δε μαθαίνουνε σωστά Ελληνικά και ότι όσα αφήνει στο διάβα του ο γάιδαρος, η μύγα, η γίδα και το άλογο, η κότα, η αγελάδα, τ’ αποδημητικά και ο άνθρωπος ακόμα, τα λεν όλα «κακά».
Θαρρώ όμως…
Η γενιά μας μίλαγε καλά Ελληνικά.
-Άφησες τ’ γίδα αμουλαρτή και μπήκε μες στο κτήμα μ’;
-Πού το’ μαθες μαθές;
-Να τες οι βιρβιλιές.
Για κείνα τα κουτσομπολιά που’ λεγε η μια στην άλλη
-Τι ήθελε και μας κάλαγε η τσιφούτα σε τραπέζ;
-Δε φάγατε καλά;
-Μπααα στο πιάτο μια κουτσλιά.
Για όποιον δεν χωνεύανε, δεν τους γέμιζε το μάτι.
-Νάτο πάλι το μγόχεσμα.
Φτάνει όμως. Λέω, ως εδώ. Μη πω τίποτε άλλο από τα χρόνια εκείνα.
Θ’ αναφερθώ τιμητικά μόνο στην καβαλίνα.
Από επτά χρονών παιδί μάθαινα ακορντεόν.
Με μάθαινε ο δάσκαλος, δάσκαλος σαν πατέρας, ο Μπάρμπα Αποστόλης.
Μ’ αγάπαγε και μ’ έμαθε απ’ όλα όσα ήξερε, ακόμα πιο πολλά. «Δαχτλάκια μ’ μπισμπιτούνκα» ψιθύριζε συχνά.
Μάρως Βλαχάκη
Η φωτογραφία από το σινεμά Ορφέας που λειτουργούσε ως σχολή μουσικής των Αδερφών Βλαχάκη. |
Αυτά που τα λένε «γνώσεων».
Τα βλέπω, συμμετέχω φωνάζοντας καμιά φορά πρώτη τις απαντήσεις.
Τις πιο πολλές, όμως, φορές ακούω και μαθαίνω.
Προχθές έτσι όπως έβλεπα τρεις νέους φοιτητές να απαντούν αβίαστα για τόσα που δεν ξέρω, πολύ στεναχωρήθηκα που χάσανε το χρήμα για μια μόνο ερώτηση.
«Τι είναι η καβαλίνα;».
Τους έκανα νοήματα και μούντζες για φινάλε, γιατί και οι τρεις το ’χανε πει, πως είναι από επαρχία.
Δεν ζουν γαϊδούρια, σκέφτηκα, δεν ζουν γαϊδούρια τώρα πια στα ελληνικά χωριά;
Εγώ ακόμα περπατώ πολύ προσεκτικά, σα να ακούω την μάνα μου, σαν έβαζα λουστρίνια. «Κοίτα να πέσεις πάλι απάν’ σε καμιά καβαλίνα».
Δεν θέλω πάλι σήμερα να κάνω θεωρίες, πως τα παιδιά μας δε μαθαίνουνε σωστά Ελληνικά και ότι όσα αφήνει στο διάβα του ο γάιδαρος, η μύγα, η γίδα και το άλογο, η κότα, η αγελάδα, τ’ αποδημητικά και ο άνθρωπος ακόμα, τα λεν όλα «κακά».
Θαρρώ όμως…
Η γενιά μας μίλαγε καλά Ελληνικά.
-Άφησες τ’ γίδα αμουλαρτή και μπήκε μες στο κτήμα μ’;
-Πού το’ μαθες μαθές;
-Να τες οι βιρβιλιές.
Για κείνα τα κουτσομπολιά που’ λεγε η μια στην άλλη
-Τι ήθελε και μας κάλαγε η τσιφούτα σε τραπέζ;
-Δε φάγατε καλά;
-Μπααα στο πιάτο μια κουτσλιά.
Για όποιον δεν χωνεύανε, δεν τους γέμιζε το μάτι.
-Νάτο πάλι το μγόχεσμα.
Φτάνει όμως. Λέω, ως εδώ. Μη πω τίποτε άλλο από τα χρόνια εκείνα.
Θ’ αναφερθώ τιμητικά μόνο στην καβαλίνα.
Από επτά χρονών παιδί μάθαινα ακορντεόν.
Με μάθαινε ο δάσκαλος, δάσκαλος σαν πατέρας, ο Μπάρμπα Αποστόλης.
Μ’ αγάπαγε και μ’ έμαθε απ’ όλα όσα ήξερε, ακόμα πιο πολλά. «Δαχτλάκια μ’ μπισμπιτούνκα» ψιθύριζε συχνά.