Ένα
ταξίδι αλλιώτικο, είπε,
θα κινήσω
για
χώρες που δεν θυσίασαν τον ουρανό τους
στης
πλησμονής τη χάλκινη θυμέλη,
για
θάλασσες ανένδοτες να ξεψυχούν
σε πληγωμένες
αμμουδιές.
Διηγήθηκε
στον Έρωτα όλα τα πάθη της ψυχής του
κι
όταν πια έπαυσε της ελπίδας τα πειθήνια
λόγια
στην
πυκνή πάνω χλόη της όχθης
ενός
ήλιου ξάπλωσαν ανταύγειες καινούργιου∙
μα
πάντοτε τον έχανε.
Τον
έκρυβαν οι πτήσεις των πουλιών
πιο
πάνω απ’ των ονείρων μας τα ύψη∙
εκεί
που
η ζωή γίνεται θέληση
κι η
θέληση έμπιστος κήρυκας
σαλπίζοντας
την πιο σωστή στιγμή
στην
απόφαση που δεν ακούμπησε τη φωνή της
στο
γέλιο που δεν καμπύλωσε το δέρμα του
στη
θλίψη που δεν την έβρεξε δάκρυ.
Δεν
γεννήθηκε για τη Φυγή∙
νεκρός
και εκείνος
ίδιος
με το φέρσιμο της στοργής
όταν
στα χέρια της αφήνονται
οι
δήμιοι της εύκολης αγάπης.
Δεν
γεννήθηκε για το ταξίδι εκείνο∙
μαθητής
κι αυτός του μετρημένου πεπρωμένου
ίδιος
με τις Ιθάκες που ταξίδευαν
στις
θάλασσες που συναντά.
Γουσταύος
Σάμιος