Αφιερωμένο σε σένα, φραγκοχλιδάτε μεγαλεπήβολε μεγαλοπαράγοντα της ελληνικής επαρχίας.
Λέω επαρχίας γιατί σε επαρχία και μάλιστα νησιωτική ζω και γω. Και δω οι συνθήκες είναι όπως ξέρεις και ξέρω ιδιαίτερες.
Βλέπω εδώ και μέρες τον πανικό στα μάτια σου. Η πάντα τουρλωτή καμαρωτή κοιλιά σου τώρα τελευταία πάλλεται και λαχανιάζει σπασμωδικά με σένα να είσαι στα πρόθυρα εμφράγματος.
Δεν ξέρω πόσες από τις καταθέσεις σου φιλοξενούνται σε ελληνικές και πόσες σε ξένες τράπεζες. Αλλά όλο και κάτι θα' χεις και δω. Αφού όποτε πάω στην τράπεζα αρχές του μήνα, για να καταθέσω το 70% του μισθουλάκου σε λογαριασμούς και χαράτσια, σε βλέπω να στρογγυλοκάθεσαι κάθε φορά σα μαχαραγιάς στο γραφείο του διευθυντή. Άρα όλο και θα' χεις πάρε δώσε με την τράπεζα. Μπορεί πενταψήφιο, μπορεί και εξαψήφιο το νούμερο του αθροίσματος των πέντε-έξι διαφορετικών λογαριασμών σου.
(Εγώ προσωπικά δε θυμάμαι πια πώς είναι να' χεις λογαριασμό στην τράπεζα. Αν θες να σου πω για χρέη, ναι.)
Μα πώς και σε πήρε ξαφνικά ο πόνος για τους συνταξιούχους, που θα στηθούν στην ουρά να πάρουν το 60άρι της μέρας; Εσένα δε σ' έχω δει ποτέ σε ΑΤΜ. Στοιχηματίζω ότι δεν ξέρεις καν να το χρησιμοποιείς.
Πονάς για τον τουρισμό, λες. Μάλλον για τις κρατήσεις του πεντάστερου ξενοδοχείου σου. Κόπτεσαι για την εικόνα που θα δίνει προς τα έξω η χρεωκοπημένη Ελλάδα. Ναι, μα όποτε σε πλησίασαν άνθρωποι των γραμμάτων και του πολιτισμού, που δούλευαν ακριβώς για να βελτιώσουν αυτή την εικόνα, για να δείξουν ότι ο τόπος εκτός από θάλασσα και ήλιος είναι πολύ περισσότερα πράγματα, και σου ζήτησαν να συνδράμεις χρηματικά το έργο τους, τους αγνόησες επιδεικτικά. Όποτε σου ζήτησαν τα σχολεία του τόπου σου να τσοντάρεις λιγάκι στο άδειο τους ταμείο, τους κορόιδεψες με λίγα κυβικά πετρέλαιο λες κι ήταν φτωχοί συγγενείς.