Της θάλασσας οι σκόπελοι, τα βράχια, οι νησίδες,
άμοιρων ναυαγών ψυχών σωσίβιες ελπίδες…
Πέλαγος, να’ σουν μια αγκαλιά κι ένα φιλί το κύμα,
για να μην πνίγονται παιδιά, μάνες μην κλαιν σε μνήμα.
Ωκεανέ, πώς στένεψες; Πόσο μικρός φαντάζεις…
Σύνορα φράχτες σ’ έκλεισαν. Μια φυλακή μου μοιάζεις.
Γέφυρα ρίχνω σου, Ανθρωπιά, χέρι βαστώ του πόνου
ποτές μη λείπει η συντροφιά. Βασανισμένων πλήθος,
λεύτερη να’ χετε φωλιά, μακριά από βέλη φθόνου,
να μη σας βρίσκει το κακό. Ζωή σημαίνει: ήθος!
Στεριά μου, αίμα μου και γη, χώμα του σώματός μου,
μου ξεριζώνουν την καρδιά, δεν είμαι ο εαυτός μου.
Χώρα μου, πέτρα και κορφή, ρίζα μου και εστία,
καμπάνες σου έχεις τις βροντές του Ξένιου του Δία.
Όσα δεντρά ’χει ο τόπος μου και κλώνους το κορμί μου,
τόσα σπουργίτια πρόσφυγες κουρνιάζουν στην ψυχή μου.
Γέφυρα - Αγάπη, στέριωσε, για να διαβεί το δάκρυ
και να περάσει αντίπερα, στ’ αντίσκηνο του γέλιου.
Βρεφοκρατούσα Παναγιά θηλάζει απ’ άκρη σ’ άκρη
τ’ άγια Παιδιά όλης της γης με νάματα Ευαγγέλιου.
Πού να’ βρω άστρα τ’ ουρανού, πού να’ βρω γαλαξία,
τ’ αποδιωγμένα τ’ όνειρα να βρουν και πάλι αξία.
Κατοίκησα ένα σύννεφο, μα μ’ έβρεξε ο πόνος
κι ως να στεγνώσω την ψυχή ’πόμεινα πάλι μόνος.
Μια αχτίδα ήλιου πόθησα, μα μου ’καψε τα στήθεια,
βούρκωσε λάσπη τ’ όνειρο και ψεύτισε, στ’ αλήθεια…
Αλληλεγγύης γέφυρα, η μόνη μας ελπίδα
να σμίξουν μέσα μας πτυχές, της τραγωδίας πάθος,
στις τρικυμίες της ζωής ο Άνθρωπος πυξίδα,
θάλασσας, γης και ουρανού το ύψος και το βάθος!
άμοιρων ναυαγών ψυχών σωσίβιες ελπίδες…
Πέλαγος, να’ σουν μια αγκαλιά κι ένα φιλί το κύμα,
για να μην πνίγονται παιδιά, μάνες μην κλαιν σε μνήμα.
Ωκεανέ, πώς στένεψες; Πόσο μικρός φαντάζεις…
Σύνορα φράχτες σ’ έκλεισαν. Μια φυλακή μου μοιάζεις.
Γέφυρα ρίχνω σου, Ανθρωπιά, χέρι βαστώ του πόνου
ποτές μη λείπει η συντροφιά. Βασανισμένων πλήθος,
λεύτερη να’ χετε φωλιά, μακριά από βέλη φθόνου,
να μη σας βρίσκει το κακό. Ζωή σημαίνει: ήθος!
Στεριά μου, αίμα μου και γη, χώμα του σώματός μου,
μου ξεριζώνουν την καρδιά, δεν είμαι ο εαυτός μου.
Χώρα μου, πέτρα και κορφή, ρίζα μου και εστία,
καμπάνες σου έχεις τις βροντές του Ξένιου του Δία.
Όσα δεντρά ’χει ο τόπος μου και κλώνους το κορμί μου,
τόσα σπουργίτια πρόσφυγες κουρνιάζουν στην ψυχή μου.
Γέφυρα - Αγάπη, στέριωσε, για να διαβεί το δάκρυ
και να περάσει αντίπερα, στ’ αντίσκηνο του γέλιου.
Βρεφοκρατούσα Παναγιά θηλάζει απ’ άκρη σ’ άκρη
τ’ άγια Παιδιά όλης της γης με νάματα Ευαγγέλιου.
Πού να’ βρω άστρα τ’ ουρανού, πού να’ βρω γαλαξία,
τ’ αποδιωγμένα τ’ όνειρα να βρουν και πάλι αξία.
Κατοίκησα ένα σύννεφο, μα μ’ έβρεξε ο πόνος
κι ως να στεγνώσω την ψυχή ’πόμεινα πάλι μόνος.
Μια αχτίδα ήλιου πόθησα, μα μου ’καψε τα στήθεια,
βούρκωσε λάσπη τ’ όνειρο και ψεύτισε, στ’ αλήθεια…
Αλληλεγγύης γέφυρα, η μόνη μας ελπίδα
να σμίξουν μέσα μας πτυχές, της τραγωδίας πάθος,
στις τρικυμίες της ζωής ο Άνθρωπος πυξίδα,
θάλασσας, γης και ουρανού το ύψος και το βάθος!
Παναγιώτης Κουμπούρας,
Β΄ Βραβείο στον
Ε' Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό
"Καισάριος Δαπόντες",
Σκόπελος 2016
Β΄ Βραβείο στον
Ε' Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό
"Καισάριος Δαπόντες",
Σκόπελος 2016