Κι εσύ μπήκες σε εκείνο το ξύλινο κουτί
να κρυφτείς από τη βία του κόσμου
μου είπες θα ανθίζω την άνοιξη
και θα κρυώνω τους χειμώνες
κι έτσι θα κουβαλάω τις εποχές μέσα μου
κι εγώ που ήθελα να έρθω μαζί σου
αλλά δεν ήταν γραφτό
έμεινα πάνω απ΄ το χώμα να ανθίζω την άνοιξη
και να κρυώνω τους χειμώνες
κι έτσι να σε έχω μαζί μου πάντα
στην καρέκλα που τρώγαμε φαγητό ζεστό και ψωμί
και στις γιορτές που πίναμε κόκκινο κρασί
και κρυφογελούσαμε στο θάνατο
και στις ευχές μας
να κρυφτείς από τη βία του κόσμου
μου είπες θα ανθίζω την άνοιξη
και θα κρυώνω τους χειμώνες
κι έτσι θα κουβαλάω τις εποχές μέσα μου
κι εγώ που ήθελα να έρθω μαζί σου
αλλά δεν ήταν γραφτό
έμεινα πάνω απ΄ το χώμα να ανθίζω την άνοιξη
και να κρυώνω τους χειμώνες
κι έτσι να σε έχω μαζί μου πάντα
στην καρέκλα που τρώγαμε φαγητό ζεστό και ψωμί
και στις γιορτές που πίναμε κόκκινο κρασί
και κρυφογελούσαμε στο θάνατο
και στις ευχές μας