Είμαι ένα κάστρο.
Ένα ξεχασμένο ρακένδυτο κάστρο.
Εσείς πού είστε άνθρωποι;
Πόσα γνωρίζετε για μένα και πόσα έχετε μάθει;
Πώς τη σκεπάζετε, πώς τη γιατρεύετε τη γύμνια σας;
Εγώ κολλάω τις σάρκες μου με τα βροχόνερα τα λασπωμένα
να γειαίνουν οι πληγές μου.
Το μυστικό της γιατρειάς, το ’μαθα απ’ τις γιαγιάδες σας,
που είχα στο σπιτικό μου.
Τότε που βλέπαν τους εχθρούς να τις πετροβολάνε,
για τους πάρουν τα παιδιά μέσα απ’ την αγκαλιά τους.
Αυτά που ως τα δέκα τους, βυζαίναν για να ζήσουν.
Για σας μιλάω άνθρωποι.
Για σας που με τις λάσπες μου γιατρεύατε τα γόνατα,
απ’ τα πεσίματά σας, στις πέτρινες κρυψώνες μου.
Πού είστε τώρα άνθρωποι;
Πώς πολεμάτε με τα φαντάσματά σας;
Εγώ τους δίνω μια μορφή κι ύστερα τα νικάω.
Το μυστικό πώς να νικώ, το ’μαθα απ’ τους παππούδες σας.
Τότε που ονομάτιζαν κάθε εχθρό και δράκο.
Κι αυτοί, ίδιοι Αη Γιώργηδες για να σας προστατεύουν.
Για σας μιλάω άνθρωποι.
Πού είν’ το «εμείς» που γένναγε ήρωες ανάμεσά μας ;
Γιατί το θυσιάσατε στου «εγώ» σας το βωμό;
Ποιοι δάσκαλοι θα μάθουνε γράμματα στα παιδιά σας;
Όσοι απαρνιούνται σήμερα τον ίδιο τον Χριστό;
Σε ποια ιστορία θα πιαστούν, σε ποια δημοκρατία,
άνθρωποι που αφέθηκαν σε τόση αμνησία;
Για σας μιλάω άνθρωποι.
Άνθρωποι που καρφώνετε πειρατικές σημαίες,
μαύρες σακούλες σκουπιδιών στις ίδιες τις γωνιές,
εκεί που η σκλαβιά γονάτιζε μανάδες και πατέρες.
Για σας μιλάω άνθρωποι.
Τώρα πώς παίζετε άνθρωποι;
Ποια είναι τα παιχνίδια σας; Οι κλέφτες κι αστυνόμοι;
Τώρα θαρρώ πως έπαψε να είναι πια παιχνίδι.
Και από δω μου φαίνεται, στα δυο πως μοιραστήκατε
και το παιχνίδι, τώρα πια, το ζείτε αληθινά.
Τότε, εδώ πάνω, παίζανε όλοι τους μονιασμένοι.
Παίζανε σαν κάστανα, μες στα αγριοβλάσταρα, τρελό κυνηγητό.
Κι οι νιες τότε γιαγιάδες σας, χρυσοντυμένες μέλισσες,
στα μυστικά τσεπάκια μου, με γάργαρο το γέλιο,
παίζανε το κρυφτό.
Πού είστε τώρα άνθρωποι;
Τώρα με τι γελάτε;
Άκουσα πως χλευάζετε τον πόνο τ’ αλλουνού.
Σηκώστε το κεφάλι σας. Σκυφτοί δεν θ’ αντικρίσετε, τη θεϊκή πυξίδα,
που δείχνει την ελπίδα.
Για ρίξτε ένα βλέμμα σας, έστω σε μια πανσέληνο, δω πάνω να χαρώ.
Γιατί κι αν με ξεχάσατε και αν μ’ απαρνηθήκατε,
αχάριστοι μου άνθρωποι,
εγώ για σας μπορώ, ν’ αγγίζω ουρανό.
Και με όλα τα συντρίμμια μου τονε παρακαλώ,
ποτέ μην έρθει η στιγμή, ποτέ μην έρθει η ώρα,
που η θάλασσα θα φτάσει ως εδώ.
Θα ’μαι γριά αφρόντιστη κι εγκαταλελειμμένη,
θα ’ χω αγκαλιά ανήμπορη και δε θα σας χωρώ.
Μάρω Βουδούρογλου Βλαχάκη