Δυο μάτια με παράπονο κοιτάνε
της έρημης ζωής μου τις εικόνες
και δάκρυα στα μάγουλα γλιστράνε,
πολύτιμες της μνήμης μου σταγόνες.
Το μαύρο, στων ονείρων τις κρυψώνες,
μι’ απρόσμενη αγάπη το ξορκίζει.
Κι αν βούλιαξα σε κρύους παγετώνες,
ο ήλιος στην καρδιά μου λαμπυρίζει.
Δυο χέρια στιβαρά με κουβαλάνε
μακριά από της θλίψης τις αγχόνες,
τον πόνο της καρδιάς μου πολεμάνε
και του μυαλού νικούν τους Λαιστρυγόνες.
Οι πόθοι μου στα πέλαγα γοργόνες,
η ελπίδα μου καράβι κι αρμενίζει.
Κι αν χάθηκα στης μοίρας τους κυκλώνες,
ο ήλιος στην καρδιά μου λαμπυρίζει.
Δυο χείλη τρυφερά με ακουμπάνε
και το φιλί βγαλμένο απ’ τους αιώνες,
να μου θυμίζει αυτούς που μ’ αγαπάνε
χωρίς να βάζουν όρια ή κανόνες.
Ραγίζουν οι καρδιές και μένουν μόνες,
ο έρωτας αν πάψει να σπιθίζει.
Κι αν κρύφτηκαν στο χιόνι οι ανεμώνες,
ο ήλιος στην καρδιά μου λαμπυρίζει.
Φωλιάζουν στην ψυχή μου αλκυόνες,
λουλούδι το χαμόγελο κι ανθίζει.
Κι αν έζησα ατέλειωτους χειμώνες,
ο ήλιος στην καρδιά μου λαμπυρίζει.
Ελένη Αντωνίου-Κωνσταντίνου
της έρημης ζωής μου τις εικόνες
και δάκρυα στα μάγουλα γλιστράνε,
πολύτιμες της μνήμης μου σταγόνες.
Το μαύρο, στων ονείρων τις κρυψώνες,
μι’ απρόσμενη αγάπη το ξορκίζει.
Κι αν βούλιαξα σε κρύους παγετώνες,
ο ήλιος στην καρδιά μου λαμπυρίζει.
Δυο χέρια στιβαρά με κουβαλάνε
μακριά από της θλίψης τις αγχόνες,
τον πόνο της καρδιάς μου πολεμάνε
και του μυαλού νικούν τους Λαιστρυγόνες.
Οι πόθοι μου στα πέλαγα γοργόνες,
η ελπίδα μου καράβι κι αρμενίζει.
Κι αν χάθηκα στης μοίρας τους κυκλώνες,
ο ήλιος στην καρδιά μου λαμπυρίζει.
Δυο χείλη τρυφερά με ακουμπάνε
και το φιλί βγαλμένο απ’ τους αιώνες,
να μου θυμίζει αυτούς που μ’ αγαπάνε
χωρίς να βάζουν όρια ή κανόνες.
Ραγίζουν οι καρδιές και μένουν μόνες,
ο έρωτας αν πάψει να σπιθίζει.
Κι αν κρύφτηκαν στο χιόνι οι ανεμώνες,
ο ήλιος στην καρδιά μου λαμπυρίζει.
Φωλιάζουν στην ψυχή μου αλκυόνες,
λουλούδι το χαμόγελο κι ανθίζει.
Κι αν έζησα ατέλειωτους χειμώνες,
ο ήλιος στην καρδιά μου λαμπυρίζει.
Ελένη Αντωνίου-Κωνσταντίνου
Β' Βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης