της Παρασκευής Κουτούμπα
Η αγαπημένη του φράση. Από πιτσιρίκι.
Τί από πιτσιρίκι, από κούνια. Από πριν
γεννηθεί. Σίγουρα μέσα από την κοιλιά
της κυρίας Αριστέας – της μαμάς του –
αυτό πρωτοψέλλιζε πριν ακόμα πει «ουά».
Η εκδίκηση στο αίμα του. Ακριβώς σαν τον
παππού του, που του’ δωσε και όνομα και
χάρη – πανέξυπνος άνθρωπος, που οι κακές
γλώσσες της εποχής του λέγανε και καλά
ότι ήταν δωσίλογος. Μωρέ ας τον έφταναν
έστω και στο μικρό του δαχτυλάκι. Όλα
τα σπίτια της γειτονιάς ψόφαγαν στην
πείνα τότε στην κατοχή, και μονάχα το
σπίτι του Παναγή ξεχείλιζε αλεύρια και
ζάχαρες και βουτύρατα χωριάτικα. Ας
είχαν κι οι άλλοι την ίδια εξυπνάδα να
καταφέρνουν τους Γερμανούς να’ ναι με
το μέρος τους. Πανέξυπνος ο παππούς,
όλους τους έφερνε βόλτα. Αλλά και τη
μανία των άλλων δεν την άντεχε. Ακούς
να του πετάνε πέτρες οι πιτσιρικάδες
στο δρόμο και να τον λένε προδότη; Και
προπαντός εκείνο το χαμένο του γείτονα.
Εμ, με αριστερό πατέρα, τί θα βγει και
το παιδί. Δεν του τη χάρισε λοιπόν ο
παππούς, Θεός σχωρέστον. Μέσα απ’ τους
πρώτους που μάζεψαν, τότε που κάνανε
ξαφνική έφοδο στη γειτονιά, ήτανε κι ο
γείτονας το παλιοκομμούνι. Καλά να πάθει
κι ο μικρός, τους καθώς πρέπει ανθρώπους
δεν τους πειράζουνε.
Το 1963 άνοιξε για πρώτη φορά ο Παναγιώτης
τα μάτια του σε τούτον δω τον κόσμο.
Βέβαια με το που γεννήθηκε η κυρία
Αριστέα φρόντισε να τον κάνει «Τάκη».
Αρκετά το’ χε υποφέρει στη ζωή της το
χοντροκομμένο χωριατοειδές «η κόρη του
Πανάγου». Τώρα που η κόρη είχε πάρει
μεγαλοδικηγόρο, όλα γύρω της έπρεπε πια...