Γράφει ο
Παν. Γρ. Σταμούλης
Παιδίατρος
Προσέχω πάρα πολύ, όταν ταξιδεύω –και ταξιδεύω πολύ συχνά λόγω της δουλειάς μου–, την συμπεριφορά των συνταξιδιωτών μου, κυρίως τώρα τους καλοκαιρινούς μήνες που ο συνωστισμός των πλοίων είναι καθημερινό φαινόμενο.
Περιγράφω μια σκηνή που ίσως, σε περισσοτέρους από εσάς φανεί οικεία, αλλά κατάντησε να περνά απαρατήρητη:
Οι επιβάτες του πλοίου, αφού επιβιβάστηκαν σε αυτό με προορισμό το επόμενο λιμάνι, βρέθηκαν προ δυσάρεστης έκπληξης. Δεν υπήρχαν θέσεις να καθίσουν. Για την ακρίβεια, θέσεις υπήρχαν πάρα πολλές, ίσως και να περίσσευαν, αν οι ήδη επιβαίνοντες κατέβαζαν τα βρωμοπόδαρα τους και τα μπαγκάζια τους από αυτές. Μάταια οι νεοαφιχθέντες σουλατσάριζαν πάνω - κάτω, ψάχνοντας απελπισμένα ένα ευγενικό βλέμμα που να τους προσέφερε το κάθισμα που περίσσευε. Νέοι και μεγαλύτεροι, ρεμάλια και οικογενειάρχες, αποκαμωμένοι την έπεφταν στο πάτωμα σε κάποια γωνιά και σε καμιά από τις ελεύθερες θέσεις που ήταν κολλημένες διπλά στον αερισμό και από τις οποίες έφευγαν μετά από το πολύ πέντε λεπτά, εξαιτίας του θορύβου και του κρύου αέρα που βάραγε στην πλάτη.
Κάποια στιγμή, από τα μεγάφωνα του πλοίου, ακούστηκε ένα μήνυμα για τους επιβάτες που καταλαμβάνουν πάνω από μια θέση και πως πρέπει να την ελευθερώσουν, λόγω μεγάλης πληρότητας του πλοίου, και να την παραχωρήσουν στους επιβάτες που στέκονται όρθιοι. Με μεγάλη μου περιέργεια κοίταξα γύρω μου να δω πως θα αντιδράσουν οι λεγάμενοι και δεν μπορώ να πω πως εξεπλάγην.