Τα δικά μου παράθυρα δεν είναι σαν των άλλων
όταν θυμώνουν καπνίζουν φωτιές.
Αγγίζουν πυρόχωμα και πετροβολούν τις καμπάνες στις εκκλησιές
για να αρχινήσει η Ανάσταση το δεύτε λάβετε φως της.
Μεσίστια πυρώνουν τον ήλιο για να ατμίσει στο σπίτι
η άβυσσος που 'χει φυτρώσει στο διάβα του.
Στα γερτά τους πατζούρια στήνουν φωλιές νυχτόβια πουλιά
μπαίνουν ανοίκεια στο δώμα,
διαβρώνουν τους ετοιμόρροπους τοίχους
και ρημώνουν τον εναπομείναντα ποιητή.
Δεν προσμετρούν τις απώλειες
σε ξένα χωράφια δεν ανακατεύονται -προπαντός αξιοπρέπεια-
"ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις" νουθετεί προγενέστερος στίχος.
Τα δικά μου παράθυρα δεν είναι σαν των άλλων
οργίλοι στο μούχρωμα βρίζουν τους δαίμονες
εκείνους που εκκολάπτονται στο ισχνό τους πρεβάζι
σχεδιάζουν στο χώμα καθημαγμένα πέλματα
και χαράζουν με αίμα τ' ανθρώπου το σύνορο.
Τα δικά μου παράθυρα, ριψοκίνδυνοι ακροβάτες
κρατούν οργισμένη πένα και ράβουν στο δέρμα κραυγές.
Όλος ο κόσμος μια κραυγαλέα ραφή.
Στα δικά μου παραθύρια δε μοιράζεται τ' ανάριο φως
φουσκώνουν στης υγρασίας τη φλέβα οι ξύλινοι πόροι
νογούν τα απύθμενα τραύματα
σκαριφούν με φωτιά της σάρκας τους τη μελάνη.
Τα δικά μου ποιήματα δεν είναι αστροφεγγιές μες στο χειμώνα
όταν θυμώνουν ραπίζουν άγριες βροχές.
Ολάκερος ο ουρανός μια κρυστάλλινη καταιγίδα
σπέρνει ποτάμια με συστάδες καρφιά.
Τον νου σου ποιητή «παύροι εν πόνω πιστοί».
Στα δικά σου πατζούρια
κλειδώνει ολάκερη η άνοιξη το ελάχιστο φως της.
Καλλιόπη Δημητροπούλου
όταν θυμώνουν καπνίζουν φωτιές.
Αγγίζουν πυρόχωμα και πετροβολούν τις καμπάνες στις εκκλησιές
για να αρχινήσει η Ανάσταση το δεύτε λάβετε φως της.
Μεσίστια πυρώνουν τον ήλιο για να ατμίσει στο σπίτι
η άβυσσος που 'χει φυτρώσει στο διάβα του.
Στα γερτά τους πατζούρια στήνουν φωλιές νυχτόβια πουλιά
μπαίνουν ανοίκεια στο δώμα,
διαβρώνουν τους ετοιμόρροπους τοίχους
και ρημώνουν τον εναπομείναντα ποιητή.
Δεν προσμετρούν τις απώλειες
σε ξένα χωράφια δεν ανακατεύονται -προπαντός αξιοπρέπεια-
"ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις" νουθετεί προγενέστερος στίχος.
Τα δικά μου παράθυρα δεν είναι σαν των άλλων
οργίλοι στο μούχρωμα βρίζουν τους δαίμονες
εκείνους που εκκολάπτονται στο ισχνό τους πρεβάζι
σχεδιάζουν στο χώμα καθημαγμένα πέλματα
και χαράζουν με αίμα τ' ανθρώπου το σύνορο.
Τα δικά μου παράθυρα, ριψοκίνδυνοι ακροβάτες
κρατούν οργισμένη πένα και ράβουν στο δέρμα κραυγές.
Όλος ο κόσμος μια κραυγαλέα ραφή.
Στα δικά μου παραθύρια δε μοιράζεται τ' ανάριο φως
φουσκώνουν στης υγρασίας τη φλέβα οι ξύλινοι πόροι
νογούν τα απύθμενα τραύματα
σκαριφούν με φωτιά της σάρκας τους τη μελάνη.
Τα δικά μου ποιήματα δεν είναι αστροφεγγιές μες στο χειμώνα
όταν θυμώνουν ραπίζουν άγριες βροχές.
Ολάκερος ο ουρανός μια κρυστάλλινη καταιγίδα
σπέρνει ποτάμια με συστάδες καρφιά.
Τον νου σου ποιητή «παύροι εν πόνω πιστοί».
Στα δικά σου πατζούρια
κλειδώνει ολάκερη η άνοιξη το ελάχιστο φως της.
Καλλιόπη Δημητροπούλου
Γ' Βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης