Παλιό κρύο κουφάρι από σπίτι νεοκλασικό.
Διαβαίνω τη χρονοφαγωμένη πόρτα του,
ένα χαλί αγάπης στρωμένο στο διάδρομο,
μια μωβ κουρτίνα κρέμεται στο παράθυρο
βαριά φορτωμένη με παραπονεμένα βλέμματα,
ένα πουλί βαλσαμωμένο, ο πατέρας παιδί,
μια μαύρη ρόμπα άδεια στην κρεμάστρα, η μάνα,
μολυβένια στρατιωτάκια έφηβοι
σε μια παρτίδα σκάκι που παίξαν άλλοι,
άδεια τα πιθάρια που είχαν λάδι,
αράχνες σ’ όλες τις γωνιές
φυλάν σκοπιά χρόνους ατέλειωτους,
ένας τσιφτές* κρεμασμένος από μια αστραπή
διασταυρώνει αινιγματικά το βλέμμα με μια ηλιαχτίδα,
μια υγρασία από παλιά ημερομηνία
άφησε το στίγμα της στα μαρμάρινα σκαλοπάτια,
τα κρεβάτια λεηλατήθηκαν,
τα στρώματα πετάχτηκαν στου χρόνου τη λήθη,
μυωπικά γυαλιά ένα βιβλίο μελετούν βαθυστόχαστα,
ένα δάκρυ πικρό έχει ξεχαστεί
μαζί με τα κουζινικά στο νεροχύτη,
ένας γαλάζιος ουρανός με αραιά σύννεφα
έχει κουρνιάσει στο ταβάνι,
του κήπου η μυγδαλιά
έχει αποκοιμηθεί δίπλα στο μαντρότοιχο,
τα άνθη της έχουν αφήσει ψηφιδωτό στο μάρμαρο
τότε όταν τα πρόλαβε ο χιονιάς.
Στην αυλή, στο ξέφωτο μιας άνοιξης
μορφές ουράνιες μου χαρίζουν βλέμματα γνώριμα,
από ώρα έχουν στήσει χορό αέρινο.
Φεύγω. Ένα χέρι αόρατο γράφει
με αίμα ανεξίτηλο στο μέρος της καρδιάς:
«Θύμηση εσύ, στις φτωχές μας υπάρξεις
αθανασία πως μοιράζεις με τόση απλοχεριά».
Ελευθέριος Καστρινάκης
Β' Βραβείο στον Γ' Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης