Προδημοσίευση
(Μιὰ περιήγηση στὴ Χώρα τῆς Σκοπέλου μὲ ὁδηγὸ τὴν ἱστορία)
Στὴν ἱερὴ μνήμη Εὐγενίου Ἀρχιερέως, ἐσχάτου ποιμενάρχου τῆς Ἐπισκοπῆς Σκιάθου καὶ Σκοπέλου καὶ τῶν προκατόχων Αὐτοῦ.
α. Προσημείωση
Ἐνασχολούμενος πάνω ἀπό τρεῖς δεκαετίες μὲ τὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῆς Σκοπέλου, ἀλλὰ καὶ διαπιστώνοντας πὼς οἱ συμπολίτες μου, ἰδιαίτερα τῆς Χώρας, ἀγνοοῦν πολλὰ καὶ σημαντικὰ ἱστορικὰ ζητήματα καὶ μαρτυρίες, θεώρησα καλὸ νὰ γράψω αὐτὴ τὴ μικρὴ μελέτη. Μελέτη ποὺ παρουσιάζει πολλὰ καὶ ἄγνωστα ἱστορικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα προέρχονται κυρίως ἀπό ἀδημοσίευτες ἤ ἀθησαύριστες πηγές. Μάλιστα, ἐπειδὴ στὸ μέλλον κάποιοι μπορεῖ νὰ σκύψουν μὲ μεγαλύτερο μεράκι πάνω στὰ ὅσα παρουσιάζω, γι᾿ αὐτὸ καὶ μνημονεύω, στὸ τέλος τῆς μελέτης μου, τὶς πηγές μου, ποὺ εἶναι ὄντως κουραστικὲς γιὰ τὸν ἁπλὸ ἀναγνώστη, ὡστόσο τόσο χρήσιμες γιὰ τὸν κάθε ἐρευνητή. Φυσικὰ δὲν θὰ γίνει λόγος γιὰ τὴ χρονικὴ περίοδο ἀπό τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. μέχρι σήμερα, γιατὶ πιστεύω πὼς μὲ αὐτὰ πρέπει ν᾿ ἀσχοληθοῦν ἄλλοι καὶ πιὸ νεώτεροι ἀπό τὸν ὑποφαινόμενο.
Ἄν τώρα ἀναφέρομαι μόνο στὴ Χώρα τοῦ νησιοῦ μας κι ὄχι στὰ ὑπόλοιπα χωριά, αὐτὸ τὸ κάνω, ἐπειδὴ παρουσιάζει μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον, ἀξίζει τῆς προσοχῆς καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τῆς εὐαισθησίας μας. Ἄν φυσικὰ τὸ ἐπιθυμοῦμε…
β. «Τώρα διὰ τὴν Σκόπελον ἐγὼ θὰ ὁμιλήσω..
Κ᾿ ἡ Σκόπελος εἰς τὰ νησιὰ εἶναι ἡ μικροτέρα
ἀπό πολλὰ μεγάλα δὲ εἶναι ἡ καλλιωτέρα»
(Καισάριος Δαπόντες, Κῆπος Χαρίτων)
Ἡ περιήγησή μας ἄς ἀρχίσει λοιπὸν μὲ πρῶτο καὶ βασικὸ σημεῖο ἐκκίνησης τὴν παραλία. Ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ ὑπῆρχε τὸ ὀνομαστὸ ναυπηγεῖο «τὸ κατὰ τὴν ἄμμον» καὶ τὸ ὁποῖο λειτούργησε σὲ ἐποχὲς ἀκμῆς τῆς ἐμπορικῆς ναυτιλίας τῆς Σκοπέλου. Δὲν εἶναι δὲ ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι τὴν ἀρχοντιὰ καὶ τὴν ὅποια πολιτιστικὴ προσφορὰ ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἡ Σκόπελος στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ., στὴν ἐμπορικὴ της ναυτιλία τὰ ὀφείλει. Ὁπότε καὶ ἡ ὕπαρξη τοῦ ναυπηγείου, τοῦ περίφημου ταρσανᾶ μὲ τοὺς φημισμένους Σκοπελίτες καραβομαραγκοὺς δικαιολογεῖται ἀπόλυτα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ παραλία αὐτὴ ἔχει δεῖ δόξες καὶ ἔχει προσφέρει τόσες καὶ τόσες τιμὲς στὴ Χώρα, ὥστε ἀδιαμφισβήτητα εἶναι ἔνας χῶρος ἱστορικῆς μνήμης καὶ πολιτιστικῆς προσφορᾶς. Παράλληλα θὰ χρειαστεῖ νὰ ὑπενθυμίσω καὶ δύο γεγονότα ποὺ συνδέονται μὲ τὸν ἀκροθαλάσσιο αὐτὸ χῶρο.
Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ καταστροφὴ τῶν Σκοπελίτικων καραβιῶν τὸν Ἀπρίλιο 1813, ὅταν φορτωμένα μὲ κρασιὰ ἑτοιμάζονταν νὰ τὰ μεταφέρουν στὰ λιμάνια τῆς Ρωσίας, στὴν Πόλη, στὴ Βενετία, στὴ Θεσσαλονίκη, ἀκόμα καὶ στὸ Μισίρ, τὴν Αἴγυπτο. Ξαφνικὴ φουρτούνα ὅμως τὰ κατέστρεψε βυθίζοντας τὸ νησὶ στὸ πένθος.
Τὸ δεύτερο ἔχει σχέση μὲ τὴ δημιουργία τοῦ πρώτου κυματοθραύστη τοῦ λιμανιοῦ, τοῦ ὁποίου ὁ θεμέλιος λίθος τέθηκε στὶς 6 Αὐγούστου τοῦ 1856, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς Ἐπαρχείας τοῦ Π. Καλλιγᾶ καὶ Δημαρχείας τοῦ Δημ. Φαλκίδη. Τότε δὲ ἦταν ποὺ σχεδιάστηκε καὶ τὸ πρῶτο ἡλιακὸ ρολόι, ἀπὸ τὸν λοχαγὸ Λ. Πάγκαλο καὶ στήθηκε στὴν παραλία. Σήμερα κανεὶς δὲ γνωρίζει τὶ ἀπέγινε…
Μὲ ἕνα θαῦμα συνδέεται τὸ τρίτο γεγονός, ποὺ συνέβη τὸν καιρὸ τοῦ Ἀγώνα. Πρόκειται γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1824 ἀπό τὸν Ἅγιο Μερκούριο καὶ καταστράφηκε ὁ τουρκικὸς στόλος στ᾿ ἀνοιχτὰ τῆς Σκοπέλου. Αὐτὴ ἡ θεοσημία, δυστυχῶς, εἶναι ἄγνωστη σήμερα.
Παραμένουμε ὅμως στὴν περιοχὴ τῆς παραλίας, γιὰ νὰ θυμίσουμε ὅτι λίγο πιὸ πέρα, μετὰ τὴν Ἀμπελικὴ καὶ τὸ Ἀσκληπιεῖο, ὑπῆρχαν τὰ βαφεῖα, τὰ γνωστὰ μέχρι σήμερα «Μπογιατζίδικα». Βάφανε, ἄραγε τὰ καράβια ἐκεῖ ἤ τὰ νήματα καὶ ἄλλα εἴδη ρουχισμοῦ; Γιατὶ δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε πὼς καὶ μέσα στὴ Χώρα ὑπῆρχαν βαφεῖα, ὅπως π.χ. τὸ βαφεῖο τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ρηγίνου κοντὰ στὴν Ἐλευθερώτρια.
Λίγο πιὸ ᾽δῶ, «στὰ καλάμια», πρέπει νὰ θυμίσουμε πὼς ὑπῆρχε ἀνεμόμυλος, τοῦ ὁποίου τὰ ἐρείπια φαίνονται μέσα στὴ θάλασσα. Εἶναι δὲ ὁ γνωστὸς μῦλος τοῦ Μουστάκα. Μάλιστα πρέπει νὰ ποῦμε, πὼς ἐκεῖ, στὰ τέλη τοῦ 19ου μὲ ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. ὑπῆρχε ναυπηγεῖο.
Καθὼς ἀνηφορίζουμε τώρα ἀπό τὴν παραλία πρὸς τὰ μέσα, ἀνοίγονται μπροστά μας οἱ μικροὶ μαχαλάδες, ὅπως ἔλεγε κι ἔγραφε τὶς μικρὲς ἐνοριακὲς κοινότητες, ἕντεκα τὸν ἀριθμὸ τὸν 19ο αἰ καὶ παλαιότερα, ὁ τότε Ἐπίσκοπος Εὐγένιος καὶ τελευταῖος ποιμενάρχης τῆς Ἐπισκοπῆς ποὺ περιελάμβανε τὰ νησιὰ, Σκιάθο, Σκόπελο κι Ἁλόννησο ἤ Λιαδρόμια. Μάλιστα, γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα στὴν ἐπισκοπὴ αὐτὴ ἀνῆκε καὶ τὸ Τρίκερι, γιὰ λίγο μόνο, μέχρι τὸ 1824-25.
Πρώτη ἐνορία ἦταν τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Γιαλὸ, μετόχι παλιὰ, τὸν 17ο -18ο αἰ. τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος Σουβριᾶς ποὺ βρίσκεται στὸ Πήλιο. Τὸ σημαντικὸ μάλιστα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐνορία ἦταν ὅτι ἐκεῖ πρέπει νὰ φιλοξενήθηκε ἡ κάρα τοῦ ὁσίου Γερασίμου τοῦ νέου, τοῦ ἐν Μακρυνίτσης, τὴν ὁποία κάλεσαν οἱ Σκοπελίτες γιὰ πνευματικὴ ἐνίσχυση καὶ γιὰ τὴν «λοιμικὴν νόσον» ποὺ τοὺς τυραννοῦσε. Ἄλλωστε, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁσίου καὶ γιὰ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ καλὸ ποὺ ἔλαβαν, κατασκεύασαν μὲ ἔξοδά τους τὴν ἐπάργυρη θήκη μέσα στὴν ὁποία εἶναι τοποθετημένη ἡ κάρα τοῦ ὁσίου.
Ἄλλη μαρτυρία γιὰ τὸν Ἅγιο Νικόλαο εἶναι ἡ ἐξῆς: Οἱ ἐκλογὲς γιὰ τοὺς ἀντιπροσώπους ποὺ θὰ παρίσταντο στὶς Ἐθνοσυνελεύσεις, τὸν καιρὸ τοῦ Ἀγώνα, πραγματοποιοῦνταν ἐκεῖ, μετὰ ἀπό κάποια τελετὴ, ἴσως καὶ θεία Λειτουργία, ὅπως μαρτυροῦν οἱ πηγές.
Λίγο πιὸ πέρα ἀπό τὸν Ἅγιο Νικόλαο εἶναι μιὰ ἄλλη ἐνορία, τῶν Ἁγίων Μερκουρίου καὶ Αἰκατερίνης. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπέριττο ἐκκλησάκι, καθὼς φαίνεται, μὲ φωτεινή ὡστόσο ἱστορία, ἡ ὁποία καὶ ἐντοπίζεται σὲ κάποια ἄγνωστα μέχρι σήμερα τεκμήρια. Τεκμήρια πολιτισμοῦ καὶ προσφορᾶς. Γιατὶ ναὶ, ὁ Ἅγιος Μερκούριος ὑπῆρξε ἐνορία μέχρι τὸ 1830 - 31, ὅμως ἐκτὸς ἀπό ἐνοριακὴ κοινότητα ἦταν καὶ ἔνα μικρὸ πολιτιστικὸ κέντρο τῆς Σκοπέλου, ἀφοῦ στὸ κελλὶ ποὺ ἦταν δίπλα, ἐκεῖ ποὺ εἶναι σήμερα ἡ μικρὴ αὐλὴ, ὑπῆρχε στὰ χρόνια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἁγιογραφικὸ ἐργαστήριο, τῶν ὀνομαστῶν Γαλατσάνων Ἁγιογράφων Μακαρίου ἱερομονάχου, Θαλασσίου ἱερέα καὶ Βενιαμὶν μοναχοῦ. Καὶ οἱ τρεῖς, μαζὶ μὲ ἕναν ἀκόμα ἀδελφὸ, τὸν ἱερομόναχο Ζαχαρία ἦταν ἀνεψιοὶ τοῦ φημισμένου Μακαρίου μοναχοῦ ἀπό τὴ Γαλάτιστα τῆς Χαλκιδικῆς. Κοντὰ στὸν θεῖο τους ἔμαθαν λοιπόν τὴν τέχνη τῆς ἁγιογραφίας καὶ ὡς φαίνεται οἱ ἄγαμοι, Βενιαμίν, Ζαχαρίας καὶ Μακάριος ἐγκαταστάθηκαν στὸ ὀνομαστὸ κελλὶ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, τὸ ἐπιλεγόμενο τῶν Μακαραίων, ποὺ βρίσκεται στὶς Καρυὲς, πίσω ἀπό τὸν ΟΤΕ καὶ ἀνήκει στὴ Μονὴ τοῦ Καρακάλλου. Ὁ παπα-Θαλάσσιος, ὡς ἔγγαμος, φαίνεται πὼς ἔμεινε στὴ Γαλάτιστα.
Μετὰ τὰ γεγονότα τοῦ Νοεμβρίου τοῦ 1821 καὶ τὴν ὑποταγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους στοὺς Τούρκους φεύγουν ὅλοι κι ἔρχονται, μαζὶ μὲ ἄλλους ἁγιορεῖτες πατέρες καὶ Κασσανδρινοὺς πάροικους στὴ Σκιάθο. Ἐκεῖ πεθαίνει ὁ παπα-Ζαχαρίας, τὸν ὁποῖο καὶ θάβουν πίσω ἀπό τὸ ναὸ τῆς Ἀγίας Τριάδος, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι ἐνασχολοῦνται μὲ τὴν ἁγιογράφηση τοῦ ἱεροῦ Βήματος τοῦ Καθολικοῦ τῆς περιφήμου Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς ἡγουμενίας τοῦ ἱερομονάχου Ἀλυπίου Δημητράκη Ἐπιφανίου.
Στὰ τέλη τοῦ 1822 ἔρχονται στὴ Σκόπελο, ὅπου καὶ ἡ ἔδρα τῆς ἐπισκοπῆς Σκιάθου καὶ Σκοπέλου καὶ ἐγκαθίστανται στὸ κελλὶ ποὺ ἦταν δίπλα στὸν ἐνοριακὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μερκουρίου. Ἐφημέριος ἀναλαμβάνει ὀ παπα-Θαλάσσιος, ὁ γνωστὸς κι ἀπό τὸ θαῦμα τοῦ ἀγίου ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω, ἐνῶ ἀργότερα, γύρω στὰ 1825 χεροτονεῖται, ὁ μέχρι τότε διάκονος Μακάριος, σὲ ἱερομόναχο. Ἡ χειροτονία μάλιστα γίνεται στὸ μετόχι τῆς Μονῆς Διονυσίου, τὴ Φανερωμένη, γείτονα ἐνορία μὲ τὸν Ἅγιο Μερκούριο καὶ τὸν Ἅγιο Νικόλαο.
Ἡ δραστηριότητα ποὺ ἀνέπτυξαν αὐτοὶ οἱ ζωγράφοι εἶναι ἄξια προσοχῆς, ἀφοῦ πολλὲς φορητὲς εἰκόνες, ἴσως καὶ τοιχογραφίες, ἦταν ἡ παραγωγή τους. Τὴν παράδοση τοῦ ἐργαστηρίου συνέχισε ὁ μοναχὸς Εὐθύμιος ἀπό τὴν Ἴμβρο, ὁ ὁποῖος μάλιστα διετέλεσε καὶ ψάλτης στὴ Φανερωμένη.
Ὅμως ἀφοῦ ἔγινε λόγος γιὰ τὸν Ἄγιο Μερκούριο θὰ πρέπει νὰ θυμίσουμε, πὼς ἐκεῖ κοντὰ μετόχι εἶχαν δύο ἀγιορείτικες μονὲς, ἡ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου καὶ ἡ Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας. Μάλιστα, σύμφωνα μὲ τὶς πηγὲς, τὸ μετόχι τῆς Ξηροποτάμου εἶχε καὶ οἴκημα, στὸ ὁποῖο φιλοξενοῦνταν οἱ πατέρες ποὺ ἔρχονταν ἀπό τὸ μοναστήρι τους. Αὐτὸ φαίνεται ὄτι συνέβαινε, ὅταν βρίσκονταν στὴ Χώρα, ἡ ὁποία ἀπέχει ἀρκετὰ ἀπό τὴ Γλώσσα, ὅπου εἶχαν τὸ μικρὸ μοναστηράκι τῶν Ταξιαρχῶν, ὡς κύριο μετόχι τους.
Λίγο πιὸ πέρα ἀπό τὸν Ἅγιο Μερκούριο βρίσκεται ἡ μικρὴ ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Ἐλευθερώτριας, μία ἀπό τὶς ὡραιότερες ἐκκλησίες τῆς Σκοπέλου. Παλιότερα λεγόταν «ἡ Παναγία ἡ Ἐλευθερώτρια στὸ μάρμαρο» καὶ ἦταν μετόχι τῆς Μονῆς τοῦ Προδρόμου, ὅπως καὶ ἡ γύρω περιοχή, δηλαδὴ δίπλα, ὅπου ἦταν οἰ ἀποθῆκες τοῦ Ἀγροτικοῦ Συνεταιρισμοῦ, ἴσως δὲ καὶ ἡ ἀπέναντι περιοχή. Μάλιστα, κάποιο οἴκημα, ποὺ ὑπῆρχε σιμὰ στὴν ἐκκλησία, προφανῶς τὸ κατάλυμα, «τὸ κονάκι» τῶν πατέρων τοῦ Προδρόμου ὅταν κατέβαιναν στὴ Χώρα καὶ διενυκτέρευαν, χρησιμοποιήθηκε γιὰ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο, ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς Σχολαρχείας τοῦ Ἰωάννη Σφοίνη. Ἀξίζει δὲ νὰ ποῦμε, πὼς στὴν περιοχὴ ἐκείνη ἦταν καὶ τὸ βαφεῖο ποὺ ἀνῆκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ρηγίνου, ἴσως δὲ καὶ τὸ ρακοπωλεῖον ποὺ ἀνῆκε στὸν Καισάριο Δαπόντε., ἀλλὰ καὶ τὰ χασαπωλεῖα, ἴσως δὲ καὶ τὰ σφαγεῖα τῆς ἐποχῆς.
Ἡ περιοχὴ αὐτὴ, ὅπου εἶναι ὁ ἐλαιουργικὸς Συνειταιρισμὸς πρέπει νὰ θυμίσουμε πὼς ὑπῆρξε τὸ πρῶτο ἀγροκήπιο τῆς Σκοπέλου, πρὶν μεταφερθεῖ ἐκεῖ ποὺ εἶναι σήμερα τὸ Κέντρο Ὑγείας καὶ τὰ Σχολεῖα, τὸ Γυμνάσιο δηλαδὴ καὶ τὸ Λύκειο.
Προχωρώντας, λοιπόν φθάνουμε κι ἐκεῖ ὅπου βρίσκονται τὸ Κέντρο Ὑγείας καὶ τὰ Σχολεῖα, Γυμνάσιο καὶ Λύκειο.
Στὴν περιοχὴ αὐτὴ, ὅπως προαναφέρθηκε, στὰ 1894 καὶ μετὰ, ὑπῆρχε τὸ περίφημο Ἀγροκήπιο, τὸ ὁποῖο εἶχε συστήσει ἡ Γεωργικὴ Ἑταιρεία Σκοπέλου, μιὰ κορυφαία δηλαδὴ πολιτιστικὴ καὶ οἰκολογικὴ ὀργάνωση ἐνεργῶν Σκοπελιτῶν, ποὺ νοιάζονταν γιὰ τὴν προκοπὴ τῆς Γεωργίας τοῦ νησιοῦ, ἀφοῦ ἐκεῖ καλλιεργούνταν διάφορες ποικιλίες δέντρων καὶ ἄλλων φυτῶν. Ἀξίζει δὲ νὰ μνημονευτεῖ ἐδῶ τὸ ὄνομα τοῦ δωρητῆ τοῦ ἀγροκτήματος, τοῦ Δανιὴλ Μανωλάκη δηλαδὴ, γόνου παλιᾶς Σκοπελίτικης ἱστορικῆς οἰκογένειας. Ὅπως ἀξίζει νὰ μνημονευτεῖ καὶ τὸ ἑξῆς: ὅτι τὸ Ἀγροκήκιο ἀποτέλεσε τὴ μήτρα ὅπου καλλιεργήθηκε ἡ πρώτη δαμασκηνιὰ, τοῦ τύπου «ἀζὲν» κι ἀπό κεῖ καὶ πέρα ἁπλώθηκε σ᾿ ὅλο τὸ νησὶ, γιὰ να στηρίξει τὴν ἀγροτική του οἰκονομία, μετὰ τὴν ἀμπελουργία ποὺ ἄρχισε νὰ φθίνει… Ἕνα ἀκόμα ὄνομα ἀξίζει νὰ μνημονευτεῖ ἐδῶ, τοῦ ἀξιωματικοῦ Γεωργίου Ἀλεξάνδρου Βαλσαμάκη ποὺ ἔφερε τὰ πρῶτα «κοντύλια», δηλαδὴ τὰ ἐμβόλια γιὰ νὰ μετατραποῦν οἱ δαμασκηνιὲς, τοῦ τύπου ἁγιορείτικα (ξυνὰ), στὴν ποκιλία «ἀζέν».
Λίγο πιὸ πέρα δὲ βρίσκεται τὸ περικαλλὲς καὶ ἱστορικὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Ἐπισκοπῆς, τὸ ὁποῖο πρῶτος μελέτησε ὁ λησμονημένος σήμερα Σκοπελίτης λόγιος Νικόλαος Ἰ. Γεωργάρας, Γυμνασιάρχης στὸ Βόλο καὶ πολὺ ἀργότερα, μὲ τὴ φροντίδα τοῦ φιλίστορος καθηγητοῦ τῆς ζωοτεχνίας Ἰωάννου Δημητριάδη καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Σωτήριου Δημητριάδη, δικηγόρου, ὁ Ἀκαδημαϊκὸς Ἀνδρέας Ξυγγόπουλος. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπό τὰ σημαντικὰ ἐκκλησιαστικὰ μνημεῖα τοῦ νησιοῦ μας μὲ ἱκανὴ ἱστορία, ἀφοῦ στὰ χρόνια τοῦ Ἀγώνα ἐκεῖ φυλάχτηκαν τὰ κειμήλια τῆς Ἁγιορειτικῆς μονῆς τοῦ Παντοκράτορος, ἀλλὰ καὶ διέμεναν πρόσωπα μὲ ἱστορία, ὅπως ὁ πρώην Μητροπολίτης Σάμου Θεοδόσιος.
Προχωρώντας πρὸς τὰ πάνω, μέσω τῆς περιφερειακῆς ὁδοῦ, συναντοῦμε λίγο πρὶν ἀπό τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο τὸ μοναστηράκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου «στοὺς Κήπους», ποὺ ἵδρυσε ἠ ἀρχαία σκοπελίτικη οἰκογένεια Ραυτάκη, στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰ. ἴσως καὶ παλαιότερα. Τὸ σημαντικὸ μὲ τὸ μοναστηράκι αὐτὸ εἶναι πὼς στὰ κελλιά του, ἐρείπια, δυστυχῶς, σήμερα, φιλοξενήθηκε τὸ 1828-29 τὸ πρῶτο Ἑλληνικὸ Σχολεῖο μὲ δασκάλους τὸν Ἀστέριο Φιλίππου ἤ Φιλιππίδη, ἀπό τὴ Γαλάτιστα τῆς Χαλκιδικῆς καὶ τὸν ἱερομόναχο Γρηγόριο Μήτα. Μάλιστα στὰ χρόνια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τὸ μοναστηράκι αὐτὸ εἶχε καταστεῖ ἐνορία ἀπό τὸ πλῆθος τῶν παροίκων ποὺ διέμεναν ἐκεῖ τριγύρω. Δὲ γνωρίζουμε ἄν ὁ Ἀστέριος Φιλίππου δίδακε ἐκεῖ καὶ τὸ 1825, ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ ἄλλος δάσκαλος, ὁ ἱεροδιάκονος Διονύσιος ἀπό τὴν Εὔβοια, ποὺ εἶχε ἰδιωτικὸ Σχολεῖο. Νὰ εἶναι, ἄραγε, τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖ δίπλα εἶχε κτιστεῖ τὸ περικαλλὲς Δημοτικὸ Σχολεῖο ἀπό τὴ δωρεὰ τοῦ εὐεργέτη Ἀνδρέα Συγγροῦ, τὸ ὁποῖο στεφάνωνε τὴ Χώρα;
(ἀπόσπασμα εὑρύτερης μελέτης)
π. Κων. Ν. Καλλιανός