Γράφει ο καθηγητής Γιάννης Σίσκος (*)
Εισαγωγικό
Όταν εμείς οι άνθρωποι έχουμε γενέθλια, φτιάχνουμε γλυκά, αγοράζουμε τούρτες, μαζεύουμε συγγενείς και φίλους, ανάβουμε κεράκια για να τα σβήσει ο εορτάζων ή η εορτάζουσα και γενικά δίνουμε έναν πανηγυρικό τόνο στο γεγονός των γενεθλίων. Τι συμβαίνει όμως όταν ο εορτάζων είναι ένα δένδρο και μάλιστα αιωνόβιο; Ποιος και πως θα πρέπει να γιορτάσει τα γενέθλια του; Ας δώσουμε μια απλή απάντηση: για αυτά τα ζητήματα δεν νοιάζεται κανείς!
Ο λόγος γίνεται για τον πλάτανο που βρίσκεται στον Μώλο, στο παλιό λιμάνι της Σκοπέλου. Αυτή η ζωντανή ύπαρξη απέκτησε ζωή το έτος 1912 και φέτος έχει γενέθλια γιατί κλείνει 110 χρόνια ζωής.
Στο άρθρο αυτό προτείνω να πρωτοτυπήσουμε και να γιορτάσουμε αυτά τα ξεχωριστά γενέθλια. Φυσικά δεν πρόκειται να ανάψουμε κεράκια γιατί ο πλάτανος δεν μπορεί να τα σβήσει. Θα κάνουμε όμως κάτι διαφορετικό. Θα εξιστορήσουμε μια σειρά από γεγονότα και περιστατικά που επικεντρώνονται στον πλάτανο και τιμούν την ωραία ύπαρξη του στο νησί μας. Έχουμε χρέος να το κάνουμε γιατί το δένδρο αυτό μας προσφέρει τη σκιά του, τη δροσιά του, τη διακόσμηση μιας ιστορικής περιοχής του τόπου μας χωρίς να μας ζητάει τίποτε. Το μόνο που θα περίμενε από μας είναι ένα «ευχαριστώ».
1912: Ένας Σκυριανός φυτεύει τον πλάτανο στον Μώλο
Στο κατώφλι του 20ού Αιώνα, γύρω στα 1900 περίπου, έρχεται για δουλειές με το ιστιοφόρο του στη Σκόπελο ένας Σκυριανός έμπορος, ονόματι Ιωάννης Νικ. Λιώσσης (1873-1924), από τη Λιναριά της Σκύρου. Εκεί στην προκυμαία του παλιού λιμανιού αντικρύζει στο μπαλκόνι του σπιτιού της την κόρη του Καπετάν Κυριάκου Δημητρίου Μαριγώ και τη ζητάει σε γάμο (βλ. Φωτό 1). Ο αρραβώνας τους έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για να ετοιμάσει τον γάμο του, ο Λιώσσης φεύγει με το καράβι του για τη Σκύρο και επιστρέφει με μια καραβιά προικιά, όπως Σκυριανά έπιπλα και κεντήματα. Μαζί του φέρνει και μια ψυχοκόρη, την Μαρία, την οποία αργότερα προικίζει και παντρεύει με τον ναυτικό Κωνσταντίνο Ευαγόρα (Καπελάς). Αυτή η αγία γυναίκα μου συμπαραστάθηκε στα παιδικά μου βήματα σαν μια δεύτερη μάνα.
Ο Λιώσσης ήταν εγγράμματος και μεγάλο επιχειρηματικό μυαλό. Θα αναπτύξει μεγάλη εμπορική δραστηριότητα και περιουσία στο νησί. Νοικιάζει από το κράτος το ερημόνησο Γιούρα, όπου θα εγκαταστήσει περίπου χίλια αιγοπρόβατα και υπαλλήλους κτηνοτρόφους-τυροκόμους. Τα προϊόντα τα μεταφέρει με το δικό του πλοίο στον Βόλο, τη Θεσσαλονίκη και το Άγιο Όρος. Για κάποια εποχή τοποθετεί ως πλοίαρχο τον κουνιάδο του Σπύρο Δημητρίου (Σπύρος ο Κυριάκος). Για την προσωπικότητα του Σπύρου Κυριάκου θα γράψουμε σε επόμενο άρθρο.
Στη Σκόπελο, ο Λιώσσης αγοράζει και λειτουργεί τον Προδρομίτικο υδρόμυλο στις Βρύσες (Αλούπι). Στον πρώτο όροφο του σπιτιού μας στο Μώλο λειτουργούσε οινοπαντοπωλείο με γραμμόφωνο, για να παίζει μουσική στους πελάτες και φίλους. Εκεί μέσα το τσίπουρο πήγαινε σύννεφο! Για τα βερεσέδια κρατούσε ένα χοντρό βιβλίο για να μην του ξεφύγει τίποτε… Από τον γάμο του με τη Μαριγώ Δημητρίου θα αποκτήσει 4 παιδιά, τον Νικόλαο (1907), τον Φίλιππο (1909), τον Πλούταρχο (Πλούτος) και τη μητέρα μας Ειρήνη (1918).
Μετά τον θάνατο του «μπαμπά» του πλάτανου (1924), τις επιχειρήσεις Λιώσση θα συνεχίσει, με ολοένα φθίνουσα πορεία, η χήρα του Μαριγώ (Φωτός 6-7) και αργότερα ο γιος του Νίκος, μέχρι το 1943 που μπήκε γαμπρός στο σπίτι ο πατέρας μας καθηγητής Πελοπίδας Σίσκος.
Φωτό 2: Επιχρωματισμένη καρτ-ποστάλ της Σκοπέλου γύρω στα 1900, πριν το κόψιμο του Βράχου.
Η ζωή κάτω από τον πλάτανο
Η περιοχή του Μώλου, κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 είχε πάρα πολλά παιδιά. Σχεδόν όλα είχαν γεννηθεί αμέσως μετά την απελευθέρωση από τον Γερμανικό ζυγό. Όλα αυτά τα παιδιά μαζί με εκείνα από το Κάστρο και τον Βράχο είχαν ως σημείο συνάντησης την πλατεία του Μώλου κάτω από τον πλάτανο. Τα παιχνίδια που παίζαμε ήταν πάρα πολλά: κρυφτό, αμπάριζα, σβούρες, μπας (βώλοι ή μπαλίτσες), τενεκές στον μπρίκο, τσιλίκι-τσιλικόβεργα, σαϊνες στη θάλασσα και άλλα. Εκείνα που παίζαμε αποκλειστικά κάτω από τον πλάτανο ήταν τα επιτραπέζια: τριάπετρο, πεντάπετρο και ντάμα. Στις πεζούλες της πλατείας, σε διαφορετικά σημεία είχαμε ζωγραφίσει με κάρβουνο τα σχέδια των παιχνιδιών για να υπάρχουν έτοιμα. Όταν βρίσκαμε τον αντίπαλο, καθόμασταν χαλωτά στις πεζούλες και ο αγώνας άρχιζε. Συνήθως το ένα παιδί έπαιζε με λαλαρίδια (βότσαλα) και το άλλο με κουκούτσια από δαμάσκηνα. Κυκλοφορούσαμε όλοι ξυπόλυτοι. Παπούτσια βάζαμε όταν πηγαίναμε σχολείο, στην εκκλησία ή σε κάποια επίσκεψη.
Κεντρικό πρόσωπο στην πλατεία του πλάτανου ήταν ο Καπτα-Λιάς Ελευθ. Σοφικίτης (1900-1983), ο οποίος διατηρούσε εκεί τις φασίνες με τα δίκτυα του και κάθε μεσημέρι με απόγευμα μπάλωνε τα δίκτυα με τη βοήθεια των δύο γιών του Θανάση και Κώστα. Μπροστά στο λιμάνι είχε το ψαροκάικο του, τον Άγιο Νικόλαο, που κάποιοι του έδωσαν το ψευδώνυμο «το τράκα-τρακ», επειδή όταν έσβηνε η μηχανή έκανε τρακ, τρακ, τρακ. Ήταν ίσως ο μεγαλύτερος μπαρμπουνοψαράς του νησιού (βλ. Φωτό 8). Μια μέρα εκμυστηρεύτηκε στον μικρό του γιο Σπύρο ότι, όταν ήταν παιδάκι 12 χρονών, δηλαδή το 1912, είδε τον Γιάννη Λιώσση να φυτεύει μέσα στο πηγάδι το μικρό πλατανάκι.
Στις πεζούλες της πλατείας, τα απογεύματα συνήθως, καθόντουσαν διάφορες κυράδες, όπως η γιαγιά το Μαριγώ (βλ. Φωτό 7) και η Μαρία η Καπελού (Ευαγόρα) για να αγναντέψουν τη θάλασσα και να κάνουν τη ρόκα τους. Η ρόκα ήταν ένα ξύλινο εργαλείο με φούρκα για να κρατάει το μαλλί και σβούρα στο κάτω μέρος. Στρίβοντας τη σβούρα κάτω, το εργαλείο μετέτρεπε το μαλλί του προβάτου σε νήμα. Με το νήμα αυτό, οι κυράδες έπλεκαν μάλλινες φανέλες για τους άντρες ναυτικούς για να μην κρυώνουν στα ταξίδια τους. Από το εργαλείο της ρόκας βγήκε και η ατάκα «κοίτα τη ρόκα σου», δηλαδή «ασχολήσου με τα δικά σου».
Η πλατεία του πλάτανου έσφυζε από ζωή, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες. Τα παιδιά έκαναν μεγάλη φασαρία με τα παιχνίδια τους. Αυτό άρχισε να ενοχλεί τους υπαλλήλους των δημοσίων υπηρεσιών, που δεν μπορούσαν να κοιμηθούν τα μεσημέρια. Τι έκαναν λοιπόν; Πήγαν και παραπονέθηκαν στη Χωροφυλακή και ζήτησαν από τον διοικητή να απαγορεύσει την κυκλοφορία των παιδιών τα μεσημέρια. Το αίτημα τους έγινε τελικά αποδεκτό. Οι χωροφύλακες επέδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο στο κυνηγητό των παιδιών. Φυσικά, περισσότερο την πλήρωσαν τα παιδιά του Μώλου, γιατί η Χωροφυλακή βρισκόταν στο Μώλο, ακριβώς κάτω από τον Χριστό, εκεί όπου λειτουργούσε το κατοχικό Γυμνάσιο Σκοπέλου (βλ. σχετικό άρθρο μου στις Β.Σ. [ΚΛΙΚ] ).
Ένα μεσημεράκι παίζαμε ήσυχα ντάμα με κάποιο παιδί σε μια πεζούλα κάτω από τον πλάτανο. Ξαφνικά έρχεται ένα μεγάλο χέρι από πάνω μας και πετάει όλα τα κομμάτια της ντάμας στο έδαφος. Ήταν ο Χρήστος ο χωροφύλακας, ο σκληρότερος ίσως χωροφύλακας που πέρασε από τη Σκόπελο. Σαν να μην έφτανε αυτό, μας ρίχνει από μια σφαλιάρα και μας φωνάζει: «Πηγαίνετε αμέσως στα σπίτια σας, παλιόπαιδα». Σκέτη τρομοκρατία!
Τα γιουρδέλια
Μέχρι τα τέλη του 1960, όταν το νερό ήταν δημόσιο αγαθό και παρεχόταν δωρεάν από τον Δήμο, όλες οι νοικοκυρές γέμιζαν τα κανάτια και τις λαήνες τους με νερό από τις δημοτικές βρύσες και το μετέφεραν στα σπίτια τους για τις ανάγκες του σπιτιού. Νερό στα σπίτια δεν υπήρχε. Κάτω από τον πλάτανο, στην πλατεία του Μώλου υπήρχε μια όμορφη, επιβλητική βρύση με άφθονο και δυνατό νερό (βλ. Φωτό 7). Η βρύση βρισκόταν σχεδόν κάτω από το δωματιάκι μου, σε απόσταση μόλις 10 μέτρων.
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όλες οι κυράδες του Μώλου ερχόντουσαν με διάφορα δοχεία και λαήνες και έπαιρναν νερό για το σπίτι. Μεταξύ αυτών ήταν η θειά Ασπασία Λάμπρου με τη μητέρα της το Αγγελικάκι, η Ελένη η Ψαριανίνα, η θειά Σοφία η Ξηντάρινα με την κόρη της Αντωνία, η θειά Μαρία η Καπελού (Ευαγόρα), η θειά Καλλιόπη η Ξοστομίνα (Αναγνωστάρα) με την κόρη της Ελένη, η θειά Αλεξάντρα η Ψαθού με την κόρη της Άννα, η θειά Σινιορίτσα η Ευσταθίου και πολλές άλλες. Η δραστηριότητα αυτή ξεκινούσε από τις 5 η ώρα το πρωί και γινόταν σε καθημερινή βάση. Οι νοικοκυρές έμπαιναν στην ουρά μέχρι να έρθει η σειρά τους για να γεμίσουν.
Όλα πήγαιναν μια χαρά. Το μόνο παρατράγουδο ήταν ο εκκωφαντικός θόρυβος που δημιουργούσαν τα γιουρδέλια. Τα γιουρδέλια ήταν τσίγκινα δοχεία με χερούλια που έπιαναν τα δοχεία σε διαμετρικά αντίθετα σημεία. Όταν αυτά ακουμπούσαν στο έδαφος και ειδικά όταν έπεφταν πάνω τους τα χερούλια γινόταν τόση φασαρία που ήταν αδύνατο να μην ξυπνήσεις. Ήταν το καθημερινό ξυπνητήρι μου! Όταν έπαιρνε νερό και η τελευταία νοικοκυρά και σταματούσε η φασαρία, άντε να σε ξαναπάρει ο ύπνος!
Φωτό 7: Κάτω από τη σκιά του πλατάνου το 1954. Διακρίνονται η γιαγιά μου Μαρία Κυρ. Δημητρίου-Λιώσση και ο γράφων (πρώτο παιδάκι, αριστερά).
Τα αγκαθοπούλια
Ένα από τα αξιοθέατα του καλοκαιριού στη Σκόπελο είναι η αθρόα συνάθροιση των πουλιών στα κλαδιά του πλάτανου. Κάθε απόγευμα, λίγο πριν τη δύση του ηλίου, όλα τα τσόνια (σπουργίτια) του νησιού μαζεύονται στον πλάτανο και κάνουν πάρτι πριν πέσουν για ύπνο. Τα κελαϊδίσματα είναι τόσα πολλά και δυνατά που χαλάει κυριολεκτικά ο κόσμος. Οι τουρίστες κοντοστέκονται για να τα καμαρώσουν και να τα φωτογραφίσουν με τα κινητά τους τηλέφωνα.
Αυτό το φαινόμενο δεν είναι τωρινό. Κρατάει εδώ και πολλά χρόνια. Ένα καλοκαίρι του 1962 καθόμασταν με τον αδελφό μου Κωστή στο μεγάλο μπαλκόνι του σπιτιού μας (βλ. Φωτό 8), όταν άρχισαν να μαζεύονται τα πουλιά κατά δεκάδες στον πλάτανο. Τα κλαδιά με τα πουλιά απείχαν μόλις 2-3 μέτρα από το μπαλκόνι μας. Το αξιοπερίεργο αυτή τη φορά ήταν ότι δεν επρόκειτο για τσόνια που κατέλαβαν τα κλαδιά του πλάτανου, αλλά για αγκαθοπούλια, δηλαδή καρδερίνες, σαν αυτές που κελαϊδούν στα κλουβιά των σπιτιών.
Εκεί λοιπόν που καμαρώναμε τους εξαίσιους ήχους από τα ξεχωριστά πουλάκια, έρχεται μια διαβολοϊδέα στο μυαλό του Κωστή. Μπαίνει μέσα στο σπίτι και κατευθύνεται προς τη ντουλάπα για να πάρει το φλόμπερ.
⁃ Πάρε το κοφίνι και κατέβα κάτω να μαζέψεις πουλιά, μου λέει επιτακτικά.
⁃ Τι πας να κάνεις ρε; του λέω έντρομος. Θα τουφεκίσεις μέσα στον κόσμο;
⁃ Άσε τις κουβέντες και κατέβα κάτω να μαζέψεις τα πουλιά.
Δεν προλαβαίνω να φτάσω κάτω στην πλατεία, όταν ακούστηκε το «μπαμ». Η πλατεία γέμισε πουλιά. Δεν προλαβαίνω να γεμίσω το κοφίνι και να κυνηγήσω και εκείνα τα πουλιά που ήταν λαβωμένα, όταν ακούστηκε και δεύτερο «μπαμ» από το μπαλκόνι. Χωρίς να χάσω χρόνο, γεμίζω το κοφίνι μέχρι πάνω και ανεβαίνω γρήγορα στο σπίτι, για να αποφύγω τους μπελάδες.
⁃ Μπράβο, μου λέει ο Κωστής. Τώρα πιάσε να τα μαδήσεις, για να τα φάμε το βράδυ.
Αυτό είναι ένα από τα «κατορθώματα» των παιδιών του Μώλου …! Η τηγανιά πάντως ήταν το κάτι άλλο!
Φωτό 8: Το σπίτι μας δίπλα στον πλάτανο το 1955. Στο μικρό μπαλκονάκι ο γράφων (αριστερά) με τον αδελφό του Κωνσταντίνο Πελ. Σίσκο (1946-2015). Μπροστά από το σπίτι απλώνει τα δίκτια του για να στεγνώσουν ο καπετάν Ηλίας Ελ. Σοφικίτης (1900-1983).
Επίλογος
Σήμερα, με το άρθρο μας αυτό τιμήσαμε τα 110οστά γενέθλια ενός πλατάνου, του δικού μας πλατάνου στον Μώλο, αναφέροντας γεγονότα και μικρο-ιστορίες της καθημερινότητας που έχουν σχέση με εκείνον. Είναι το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να κάνουμε για τις ανεκτίμητες υπηρεσίες που έχει προσφέρει σε μας τους Σκοπελίτες το δένδρο αυτό. Του ευχόμαστε να τα 200στήσει και να τα 300στήσει για να παραμένει το στολίδι του νησιού, όχι για μας πλέον αλλά για τις γενιές που έρχονται.
_____________________
* Ο Γιάννης Σίσκος γεννήθηκε στη Σκόπελο. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Στη Γαλλία, ο Γιάννης Σίσκος πήρε το DEA και το διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Πέτρου και Μαρίας Curie στην πληροφορική και την επιχειρησιακή έρευνα με υποτροφία της UNESCO.
Κατά την τριετία 1981-84, ο Γιάννης Σίσκος καθηγήτευσε στο Πανεπιστήμιο Paris-Dauphine, στη βαθμίδα του Maître de Conférence, απ’όπου πήρε και το κρατικό διδακτορικό δίπλωμα (Doctorat d’Etat ) στις επιστήμες διοίκησης. Στα 35 χρόνια του, διορίζεται στη βαθμίδα του καθηγητή και στο γνωστικό αντικείμενο «Επιστήμη των Αποφάσεων» στο Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης του Πολυτεχνείου Κρήτης, όπου καθηγήτευσε για 17 χρόνια. Στα επόμενα 15 χρόνια της καριέρας του (2001-2015) υπήρξε καθηγητής στο Τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Έχει συγγράψει πληθώρα θεωρητικών άρθρων και βιβλίων και έχει εκπονήσει μελέτες για επιχειρήσεις και οργανισμούς της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έχει ακόμα παραδώσει μαθήματα στα Πολυτεχνεία Τορίνου, Ecole des Mines του Nancy, Arts et Metiers του Παρισιού και τα Πανεπιστήμια Laval και Montreal του Καναδά, Aix-Marseille II, Rouen, Βρυξελλών και Κύπρου καθώς και σε μεταπτυχιακά προγράμματα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Προήδρευσε για αρκετά χρόνια στο Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης, όπου ίδρυσε το πρώτο εργαστήριο συστημάτων υποστήριξης αποφάσεων (ΕΡΓΑΣΥΑ) στην Ελλάδα, ενώ την τετραετία 1993-97 διετέλεσε Αντιπρύτανης του Πολυτεχνείου Κρήτης. Διετέλεσε ακόμη πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Επιχειρησιακών Ερευνών (ΕΕΕΕ) για τρεις θητείες καθώς και αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Εταιρειών Επιχειρησιακής Έρευνας (IFORS).
To 2005, του απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο και χρυσό μετάλλιο επιχειρησιακής έρευνας της Ελληνικής Εταιρίας Επιχειρησιακών Ερευνών (ΕΕΕΕ), το 2015 το Χρυσό Μετάλλιο έρευνας της Διεθνούς Εταιρείας Πολυκριτήριων Αποφάσεων (MCDM) στο Αμβούργο της Γερμανίας και το 2016 το βραβείο EUROPEAN DISTINGUISHED SERVICE MEDAL της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Επιχειρησιακής Έρευνας στο Πόζναν της Πολωνίας. Τον Αύγουστο του 2015, ο Δήμος Σκοπέλου τίμησε τον καθηγητή Γιάννη Σίσκο για την προσφορά του στην πρόοδο της επιστήμης. Επίσης αναγορεύτηκε σε επίτιμο καθηγητή του Πολυτεχνείου Κρήτης και επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής
Κύριε Σισκο, συγχαρητήρια για το καλογραμμένο άρθρο σας, το οποίο θεωρώ ως χρονογραφημα. Επιπροσθέτως για τις ιστορικές φωτογραφιες. Ο Πλούτος Λιωσσης ήταν νονός μου και πότε δεν μου είχε εξιστόρησει την πατρική του καταγωγη. Είχα κάνει συζητήσεις μαζί του για τα χρόνια που είχε εργαστεί στην Αίγυπτο και τις εμπειρίες του. Στα μέσα του 1960 είχα επισκεφθεί με το νονό και την νονά τους γονείς σου στη Σκοπελο.Εχω ξαναδιαβάσει παλαιοτερα άρθρα σου για τον πατέρα σου τον κ.Πελοπιδα, τον κ.Ανδρεα Κουκορινη και τον γυμνασιαρχη μου στον Βόλο κ.Μαριο Μωραϊτη.Συνεχισε να γράφεις ποιοτικα άρθρα διότι μόνο εσείς και ο πάτερ Κ. Καλλιανος απομεινάτε. Χεραιτισμους σε ολους τους πατριώτες, ο εκ Γλώσσης Σκοπελου , Γιωργος Δ. Κωνσταντακης, West Orange New Jersey, USA..Θα επιδιώξω να σε συναντήσω το καλοκαίρι καλώς εχόντων των πραγμάτων.
ΑπάντησηΔιαγραφή