Τότε που μοίραζες ακόμα την ψυχή σου σαν παιδί
-Πριν να παγώσουν οι πηγές και τα ποτάμια-
Μου ‘λεγες «σπάσε με τον ώμο σου το θόλο της σιωπής
Πάρε ένα θρύψαλο και σκίσε το μανδύα της ντροπής
Κι άσε το αίμα της να βάψει τα καλάμια»
Κι εγώ που έδενα σφιχτά με της φωνής σου την ηχώ
Τα παιδικά μου μυστικά και τα τραγούδια
Κρυφά σκαρφάλωνα στα σύννεφα τις νύχτες να με δεις
Μπροστά στα μάτια σου ανέμιζα το ρούχο της ψυχής
Και το κρατούσαν, λέει, στις άκρες αγγελούδια…
Ήχος που σπάζει σε κομμάτια τον καθρέφτη του νερού
Τα μάτια σκάβουν χίλια πύρινα ποτάμια
Καρφί στον ώμο, πόνος κόκκινος σα λάμες που τρυπούν
Πολύ ψηλά ειν’ η ντροπή για να τη φτάσω πριν με δουν
Κι είναι το αίμα μου που βάφει τα καλάμια
Ξέρω, δεν έχεις πια καιρό να καρτεράς τις Κυριακές
Μαζί με μια τρελή ξωθιά του πάνω κόσμου
Τώρα τη γη πατάς γερά, δε βλέπεις πια τη συννεφιά
Μα πριν ο ίσκιος σου χαθεί πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών
Τον ήλιο που μου πήρες δωσ’ μου
Παρασκευή Κουτούμπα (Σκιάθος)
A' Βραβείο στον Γ' Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης