Πάλι σαν άνοιξη να έρθεις εφηβική μου αγάπη,
πρωτόπλαστη αναίδεια και πάλι κουβαλώντας
και κομπασμό, πως άλλη τέτοια άνοιξη ποτέ μου δεν θα ζήσω.
Την τόλμη των ανώφελων ηρωισμών την έξαλλη βάλε
και γιόρτασε την εαρινή σου έξαψη
με Ανθεστήρια και Διονυσιακές χοές.
Πάλι σαν άνοιξη στης νιότης το υγρό πυρ
βάφτισε τις πολυκαιρισμένες ηδονές,
φλόγα καινούρια να ανάψει πάνω σε προσμονές ημιθανείς.
Σαν άνοιξη δροσιά σκληρή ρίξε στα ξεροχώραφα της μνήμης
και άρωμα πικραμύγδαλου νοσταλγικού, όσο και ιοβόλου,
πέρασε πάνω στα ροδαλά μπράτσα των ρεμβαστικών περιπάτων.
Πάλι σαν άνοιξη πέρνα κάτω απ΄ το παράθυρό μου,
ιλαρή να αισθάνομαι τη ροδαυγή να με φιλά με παράφορα χείλη
κι ύστερα κρύψε στις βιολέτες ενός Επιταφίου τις τσουκνίδες σου,
σαν μου μιλήσεις για του χρόνου το νομοτελειακό κύλισμα
πάνω από επαναλαμβανόμενες νεκραναστάσεις.
Πόσο αλήθεια, την άνοιξη στο φτάσιμό σου θυμίζεις
καθώς φτερουγάς με πελαργών φτερά και χελιδονιών χρώματα,
πόσο την άνοιξη φυσάς στους δονκιχωτικούς σου ανεμόμυλους
κι όπως ανυπόμονα αναζητάς το νυχτερινό τροβαδούρο
πάλι στους φεγγαρόδρομους να σε σεργιανίσει,
ας ήξερα πόση άνοιξη χωράει στο σαρκίο της μοναξιάς μας,
πόση άνοιξη ανυπότακτη διαφεύγει από την εξουσία της θλίψης!
Μα εγώ μόνο να περιμένω μπορώ από έρημη ακτή,
μήπως ξαγναντέψω τα κατάρτια σου φουσκωμένα
με ανομολόγητους έρωτες και ομολογημένους πόθους,
σαν άνοιξη μήπως πάλι ανοίξεις τις μεγάλες πόρτες των θριάμβων
και με χαρμόσυνες σάλπιγγες στους νέους αγώνες σου με καλέσεις,
μια που μόνο που η άνοιξη ξανά έρχεται, παιάνες της πρέπουν
κι είναι αυτή η μεγάλη μας νίκη!
Χρυσάνθη Μαρδάκη
πρωτόπλαστη αναίδεια και πάλι κουβαλώντας
και κομπασμό, πως άλλη τέτοια άνοιξη ποτέ μου δεν θα ζήσω.
Την τόλμη των ανώφελων ηρωισμών την έξαλλη βάλε
και γιόρτασε την εαρινή σου έξαψη
με Ανθεστήρια και Διονυσιακές χοές.
Πάλι σαν άνοιξη στης νιότης το υγρό πυρ
βάφτισε τις πολυκαιρισμένες ηδονές,
φλόγα καινούρια να ανάψει πάνω σε προσμονές ημιθανείς.
Σαν άνοιξη δροσιά σκληρή ρίξε στα ξεροχώραφα της μνήμης
και άρωμα πικραμύγδαλου νοσταλγικού, όσο και ιοβόλου,
πέρασε πάνω στα ροδαλά μπράτσα των ρεμβαστικών περιπάτων.
Πάλι σαν άνοιξη πέρνα κάτω απ΄ το παράθυρό μου,
ιλαρή να αισθάνομαι τη ροδαυγή να με φιλά με παράφορα χείλη
κι ύστερα κρύψε στις βιολέτες ενός Επιταφίου τις τσουκνίδες σου,
σαν μου μιλήσεις για του χρόνου το νομοτελειακό κύλισμα
πάνω από επαναλαμβανόμενες νεκραναστάσεις.
Πόσο αλήθεια, την άνοιξη στο φτάσιμό σου θυμίζεις
καθώς φτερουγάς με πελαργών φτερά και χελιδονιών χρώματα,
πόσο την άνοιξη φυσάς στους δονκιχωτικούς σου ανεμόμυλους
κι όπως ανυπόμονα αναζητάς το νυχτερινό τροβαδούρο
πάλι στους φεγγαρόδρομους να σε σεργιανίσει,
ας ήξερα πόση άνοιξη χωράει στο σαρκίο της μοναξιάς μας,
πόση άνοιξη ανυπότακτη διαφεύγει από την εξουσία της θλίψης!
Μα εγώ μόνο να περιμένω μπορώ από έρημη ακτή,
μήπως ξαγναντέψω τα κατάρτια σου φουσκωμένα
με ανομολόγητους έρωτες και ομολογημένους πόθους,
σαν άνοιξη μήπως πάλι ανοίξεις τις μεγάλες πόρτες των θριάμβων
και με χαρμόσυνες σάλπιγγες στους νέους αγώνες σου με καλέσεις,
μια που μόνο που η άνοιξη ξανά έρχεται, παιάνες της πρέπουν
κι είναι αυτή η μεγάλη μας νίκη!
Χρυσάνθη Μαρδάκη
Γ' Βραβείο
ΣΤ' Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης