Με αφορμή
την εαρινή ισημερία
Ήταν
κάποτε ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Δεν
έχει σημασία πότε συναντήθηκαν. Μπορεί
να ήταν χειμώνας. Ή Άνοιξη. Ποιος ξέρει…
Ίσως και να μη συναντήθηκαν ποτέ και
απλά το φαντάστηκαν.
Στην
αρχή της γνωριμίας τους, κανένας απ’
τους δυο δεν μπορούσε να προβλέψει πώς
θα εξελισσόταν αυτή. Απολάμβαναν τις
μεταξύ τους κουβέντες και αυτό τους
ήταν αρκετό.
Το
αγόρι δε μιλούσε πολύ. Στο κορίτσι όμως
άρεσε αυτό· είχαν τόση δύναμη άλλωστε
όλα όσα δεν έλεγε –αλλά εκείνο
καταλάβαινε- και αυτό είχε σημασία
τελικά. Το αγόρι πάλι, ένιωθε ένα γλυκό
και...
ανακουφιστικό αίσθημα κάθε φορά που συναντούσε το κορίτσι. Ήταν που το έβρισκε έξυπνο και τρυφερό.
ανακουφιστικό αίσθημα κάθε φορά που συναντούσε το κορίτσι. Ήταν που το έβρισκε έξυπνο και τρυφερό.
Με
τον καιρό, το αγόρι κέρδισε το θαυμασμό
του κοριτσιού… το συγκινούσαν οι
ιδιαίτερες αποχρώσεις της σκέψης του
και η φωνή… η φωνή του. Η φωνή του όταν
μοιραζόταν τις σκέψεις του μαζί του.
Δεν καταλάβαινε όμως , τι ακριβώς σήμαινε
να θαυμάζει το αγόρι· ούτε έδωσε ιδιαίτερη
σημασία σ’ αυτό στην αρχή.
Μέχρι
που ένα βράδυ βρέθηκαν οι δυο τους σε
μια ακρογιαλιά… δίπλα στη θάλασσα, στην
απόλυτη ησυχία της νύχτας. Σα να
ξεκαθάρισαν όλα τότε.
Έμειναν
αρκετές ώρες ξαπλωμένοι στην άμμο
μιλώντας, κάτω από ένα ουρανό γεμάτο
αστέρια. Φεύγοντας, το κορίτσι ήθελε να
φιλήσει το αγόρι. Ήταν η μεγαλύτερη του
επιθυμία. Έτσι απλά· επειδή ήταν το
ομορφότερο πλάσμα στα δικά του μάτια.
Μόνο γι’ αυτό. Έτσι και έγινε .
Από
κείνο το βράδυ, το κορίτσι και το αγόρι
μοιράστηκαν πολλές ώρες της μέρας και
της νύχτας. Και πάντα υπήρχε η θάλασσα
..Άλλοτε την κοίταζαν από μακριά κι
άλλοτε περπατούσαν δίπλα της…πάντα η
θάλασσα…
Μετά από
καιρό, ένα δροσερό βράδυ, στην ίδια
ακρογιαλιά , το αγόρι ζήτησε από το
κορίτσι να μείνει για πάντα κοντά του.
Το κορίτσι όμως αρνήθηκε. Άραγε φοβήθηκε
να πει «ναι»; Ποιος ξέρει… Ίσως του
φάνηκε ξαφνικό και λίγο αστείο. Πώς θα
μπορούσαν να είναι μαζί «για πάντα»;
Εκείνο ήθελε μόνο το «τώρα».
Κύματα
μπήκαν στην ψυχή του αγοριού όταν το
κορίτσι αρνήθηκε γελώντας. Και άρχισαν
να αγριεύουν σιγά σιγά… η ήρεμη θάλασσα
τους έγινε σκοτεινή… σαν τα μάτια του
αγοριού.
Αλλά
το αγόρι συνέχιζε να μη μιλάει πολύ·
και το κορίτσι ούτε έβλεπε, ούτε άκουγε
τα κύματα. Το μόνο που καταλάβαινε ήταν
ότι όσο περνούσε ο καιρός αγαπούσε το
αγόρι όλο και περισσότερο.
Όλα
φαίνονταν ήσυχα, όμως η καταιγίδα
ερχόταν. Η θάλασσα και ο ουρανός τους
σκοτείνιαζαν και αγρίευαν.. και ξαφνικά
ξέσπασε. Ήταν σύντομη, όμως, τόσο μα τόσο
δυνατή.
Δεν
πήρε στο αγόρι πολλή ώρα να πει στο
κορίτσι ότι δεν το ήθελε πλέον στη ζωή
του.
Την
ώρα εκείνη, το κορίτσι ένιωσε να πέφτει
στα κύματα όλων των ωκεανών. Δεν μπορούσε
να καταλάβει, ούτε να εξηγήσει. Το μόνο
που ήξερε με σιγουριά ήταν ότι δεν ήθελε
να τον χάσει. Του το είχε πει άλλωστε
μόλις λίγες μέρες πριν.
Το
αγόρι όμως με τα μαύρα μάτια δε μίλησε·
δεν είπε τίποτα περισσότερο και άφησε
το κορίτσι να χαθεί μέσα στη σκοτεινή
θάλασσα.
Δεν
έχει σημασία πότε συνέβησαν όλα αυτά,
αν ήταν χειμώνας, άνοιξη ή καλοκαίρι.
Καμιά σημασία δεν έχει αν η ιστορία
αυτή είναι πραγματική ή αποκύημα
φαντασίας. Πρέπει όμως να ειπωθεί.
Το
κορίτσι και το αγόρι συναντήθηκαν
κάποιες φορές μετά από εκείνη τη νύχτα
της καταιγίδας. Και ακόμη συναντιούνται
τυχαία καμιά φορά. Και κάθε φορά τα
μαύρα μάτια του αγοριού θυμίζουν στο
κορίτσι τη σκοτεινή θάλασσα· δεν είναι
καθόλου παράξενο όμως αυτό... πολλές
φορές εκείνο εξακολουθεί να νιώθει
ότι βρίσκεται ακόμη μέσα στα μαύρα
κύματα της… ειδικά κάθε φορά που μπαίνει
η Άνοιξη.
M.K.
"Μισώ το γράψιμο που με εκτόνωσε, που μου δίνει την αίσθηση ότι κάνω το χρέος μου απέναντί σου
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο μόνο χρέος μου, γλυκιά μου αγάπη, για πάντα χαμένη, είναι να κλαίω για σένα, να κλαίω, να κλαίω. Κι όταν δεν το μπορώ, αρρωσταίνω..." (Β. Βασιλικός από το "Τελευταίο αντίο".