Του Θανάση Δ. Φαδάκη
ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΟΥ
ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ - ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ
Ο
ελληνικός ενεργειακός τομέας χαρακτηρίζεται
από μια ολοένα και λιγότερο αποδοτική
κατανάλωση κυρίως στους τομείς των
μεταφορών και του τριτογενούς - οικιακού
τομέα. Ο λιγνίτης είναι η κύρια εγχώρια
παραγωγή ενέργειας και χρησιμοποιείται
σχεδόν αποκλειστικά για την παραγωγή
ηλεκτρισμού. Το πετρέλαιο και ο λιγνίτης
καλύπτουν περίπου το 86% της συνολικής
διάθεσης ενέργειας, η οποία παρουσιάζει
μια σταθερή αύξηση τα τελευταία χρόνια.
Το φυσικό αέριο πρωτοεμφανίστηκε το
1995 και οι ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ) άρχισαν
να εμφανίζονται σαν υπολογίσιμη πηγή
παραγωγής ηλεκτρισμού
στο τέλος της δεκαετίας του 90. Η
ενεργειακή εξάρτηση της χώρας ήταν
περίπου 75% το 2005, κυρίως λόγω των εισαγωγών
του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Κτιριακός
τομέας
Ολοένα
πιο «λαίμαργα» γίνονται τα τελευταία
χρόνια τα κτίρια στην...
Ελλάδα σε ό,τι αφορά στην κατανάλωση ενέργειας. Υπολογίζεται ότι από το σύνολο της ενέργειας που καταναλώνεται στη χώρα μας, το 41% το καταναλώνουν τα κτίρια. Το ποσοστό αυτό, μάλιστα, τείνει αυξανόμενο, καθώς αν μέχρι πρόσφατα "καίγαμε λιγνίτη" κυρίως για θέρμανση, τα τελευταία χρόνια τα κλιματιστικά για ψύξη άλλαξαν τα δεδομένα (σε κτίρια επαγγελματικών χρήσεων, αλλά και σε κατοικίες, οι οποίες σήμερα απορροφούν περί το 35% της καταναλισκόμενης ενέργειας). Το ποσοστό της κατανάλωσης του οικιακού τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά και ο τριτογενής τομέας παρουσιάζει μια σταθερά μεγάλη αύξηση κατανάλωσης ενέργειας. Το σύνολο του τριτογενούς, οικιακού, δημόσιου και αγροτικού τομέα κατανάλωσε το 2006 το 41% της ενέργειας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του 1990 ήταν 32%. Η βιομηχανία παρουσιάζει μια σταθερή κατανάλωση τα τελευταία χρόνια, η οποία το 2005 ήταν 4.1 *Mtoe παρουσιάζοντας αύξηση κατά 0.2 *Mtoe ή 5% σε σχέση με το 1990.
Ελλάδα σε ό,τι αφορά στην κατανάλωση ενέργειας. Υπολογίζεται ότι από το σύνολο της ενέργειας που καταναλώνεται στη χώρα μας, το 41% το καταναλώνουν τα κτίρια. Το ποσοστό αυτό, μάλιστα, τείνει αυξανόμενο, καθώς αν μέχρι πρόσφατα "καίγαμε λιγνίτη" κυρίως για θέρμανση, τα τελευταία χρόνια τα κλιματιστικά για ψύξη άλλαξαν τα δεδομένα (σε κτίρια επαγγελματικών χρήσεων, αλλά και σε κατοικίες, οι οποίες σήμερα απορροφούν περί το 35% της καταναλισκόμενης ενέργειας). Το ποσοστό της κατανάλωσης του οικιακού τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά και ο τριτογενής τομέας παρουσιάζει μια σταθερά μεγάλη αύξηση κατανάλωσης ενέργειας. Το σύνολο του τριτογενούς, οικιακού, δημόσιου και αγροτικού τομέα κατανάλωσε το 2006 το 41% της ενέργειας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του 1990 ήταν 32%. Η βιομηχανία παρουσιάζει μια σταθερή κατανάλωση τα τελευταία χρόνια, η οποία το 2005 ήταν 4.1 *Mtoe παρουσιάζοντας αύξηση κατά 0.2 *Mtoe ή 5% σε σχέση με το 1990.
Τελική
Κατανάλωση ενέργειας ανά καύσιμο 1990
και 2006
|
Τελική κατανάλωση ενέργειας ανά τομέα 1990 και 2006 |
Κατανομή
ελληνικών κτιρίων
|
Τελική
κατανάλωση ενέργειας στον οικιακό τομέα
|
Τελική
κατανάλωση ενέργειας στον τριτογενή
τομέα
(γραφεία, γυμναστήρια, ξενοδοχεία,
σχολεία και νοσοκομεία)
|
2,1%
έχουν διπλά τζάμια
30,4%
έχουν μόνωση δώματος
12,7%
έχουν μόνωση πυλωτής
1,5%
έχουν μόνωση δαπέδου
4,2%
έχουν μόνωση σωληνώσεων στην εγκατάσταση
θέρμανσης
20%
έχουν μόνωση εξωτερικών τοίχων (αφού
το 29% κτίσθηκε μετά το 1981 όπου από τότε
άρχισε να ισχύει ο κανονισμός θερμομόνωσης)
Κατανομή
ελληνικών κτιρίων με βάση το έτος κτίσης
τους
|
Κατανομή
ελληνικών κτιρίων σε σχέση με την μόνωσή
τους
|
Κύριο
εργαλείο για την επίτευξη εξοικονόμησης
αποτελεί η ισχυρή θερμική προστασία
του κτιριακού εξωτερικού περιβλήματος
με την εφαρμογή κατάλληλης θερμομόνωσης
και την επιλογή των κατάλληλων υλικών.
Η θερμομόνωση είναι σημαντικό μέτρο
για την εξοικονόμηση ενέργειας. Η
βελτίωσή της οδηγεί σε μείωση της
απώλειας και αντιστοίχως της κατανάλωσης
ενέργειας των συστημάτων θέρμανσης και
ψύξης και βοηθά στην ταχεία ανάκτηση
της θερμοκρασίας του χώρου.
Δεν
έχουμε όμως μόνον τα πιο σπάταλα αλλά
και τα πιο «βρωμιάρικα» κτίρια στην
Ευρώπη. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός
Περιβάλλοντος υπολόγισε ότι στην Ελλάδα,
κάθε χρόνο, λόγω
της ανεξήγητα υψηλής κατανάλωσης
καυσίμων, από κάθε τετραγωνικό δομημένης
επιφάνειας παράγονται 12-13 τόνοι διοξειδίου
του άνθρακα,
του
πιο σημαντικού από τα αέρια που ευθύνονται
για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και
τις
κλιματικές αλλαγές.
Οι «επιδόσεις» αυτές είναι μεγαλύτερες
από αυτές όλων των άλλων μεσογειακών
χωρών, αλλά και πολλών βορειότερων, όπως
η Νορβηγία, η Γερμανία, η Αυστρία και η
Βρετανία.
Επιπλέον
η κατανάλωση ενέργειας στα κτίρια στην
Ελλάδα παρουσιάζει μακροπρόθεσμα
αυξητική τάση, λόγω της αύξησης της
χρήσης μικροσυσκευών και κλιματιστικών,
η χρήση των οποίων αποτελεί σημαντικό
παράγοντα αύξησης του ηλεκτρικού φορτίου
αιχμής στη χώρα, με τεράστιες οικονομικές
συνέπειες και σημαντική επιβάρυνση του
καταναλωτή. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι
σύμφωνα με στοιχεία του Κέντρου
Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης
Ενέργειας (ΚΑΠΕ), το
μέγεθος του οικονομικού και περιβαλλοντικού
κέρδους που θα προκύψει με σωστό σχεδιασμό
και αύξηση στην ενεργειακή απόδοση των
κτιρίων μπορεί να ανέλθει έως και 30%
στη κατανάλωση.
Γίνεται
πλέον εύκολα αντιληπτό ότι η ενεργειακή
επιθεώρηση με
σκοπό την αύξηση της απόδοσης στον
οικιακό και στον τριτογενή τομέα είναι
απαραίτητη και τα ενεργειακά οφέλη της
είναι τεράστια. Είναι
σαφές λοιπόν πως οι επιδιώξεις για
εξοικονόμηση ενέργειας έχουν γίνει
πλέον συνειδητή επιλογή σε κάθε τομέα
της ζωής μας, από τις ηλεκτρικές συσκευές
και τα μέσα μαζικής μεταφοράς μέχρι τον
κατασκευαστικό τομέα.
ΦΑΔΑΚΗΣ
Δ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΟΣ
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ - ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ
Ε/ς
στο κ.ε.κ. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας τμήμα
Μηχανολόγων Μηχανικών
Τηλ.:
2424029155
*
Megatons
of
Oil
Equivalent(Mtoe):Ο
τόνος ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ)
είναι
μια μονάδα ενέργειας:
το
ποσό της ενέργειας που εκλύεται από την
καύση ενός τόνου αργού πετρελαίου.
Ισοδυναμεί
περίπου με 42
GJ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.