Μια, ασυνήθιστη, εκδήλωση με θέμα την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, 1945 –1949 στην Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Αλόννησο. Οι παραβρισκόμενοι είχαν την μοναδική ευκαιρία να ακούσουν, και να κάνουν διάλογο με έναν πρώην εξόριστο, τον 90χρονο Γρηγόρη Ριζόπουλο (Γ.Ρ.) ο οποίος την άνοιξη του 1947 με κοντά παντελόνια, τριτοετής μαθητής γυμνασίου συνελήφθη σαν «άκρως επικίνδυνος δια την δημοσίαν τάξην και ασφάλειαν» και, με χειροπέδες, το Μάη του 1947 σύρθηκε πολιτικός εξόριστος στην Αλόννησο.
Θεωρώντας ότι είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουν οι νέοι τη συμπεριφορά των παππούδων τους απέναντι σε κατατρεγμένους, στα σκοτεινά εκείνα χρόνια, που ξεσπιτωμένοι βρέθηκαν στην Αλόννησο, του πρότεινα να κάνει τη διάλεξη αυτή.
«Με συγκίνηση δέχτηκα. Πάντα είχα κατά νου ν’ αρθώ εδώ πέρα να ευχαριστήσω τον κόσμο αυτόν που τότε μας φέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο που θα μπορούσε να φερθεί κάποιος, τότε που «όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Τότε που ο χωροφύλακας έλεγε να μην έχεις σχέσεις με τους εξόριστους ούτε να τους πας σύκα, σταφύλια ή κάτι άλλο.[…]
»Με τον εμφύλιο πόλεμο, άρχισαν οι συλλήψεις. Όλη η Ελλάδα ήταν μια φυλακή. Το 1946 πήγαν τον πατέρα μου και τον αδερφό μου στα κρατητήρια της Καστοριάς. Μετά πήραν κι εμένα, 16χρονο μαθητή γυμνασίου. Αφού πέρασα από διάφορες φυλακές μέσα σε άθλιες συνθήκες, έχοντας μόνο τα ρούχα που φορούσα και μια ματωμένη κουβέρτα, κατέληξα, την Άνοιξη του ’47, στην Αλόννησο. Με συνέλαβαν ως συγγενή αρχισυμμορίτου και πληροφοριοδότη των ανταρτών.[…]
Στην Αλόννησο, ανάμεσα στους συντρόφους μου ένιωσα σαν να βρίσκομαι κοντά στην οικογένειά μου. Ήρθα σε επαφή με υπέροχους ανθρώπους. Οι εξόριστοι ήταν αλτρουιστές, φιλότιμοι, αγωνιστές με κριτικό μυαλό. Εδώ γνώρισα από κοντά, επιτέλους, τον κόσμο για τον οποίο αγωνιζόμουν κι εγώ ο ίδιος. Tο Δεκέμβρη του ‘47 με μετέφεραν στην Ικαρία, και στο τέλος του ‘48 στην Μακρόνησο».
Το παιδί από το βουνοχώρι Λάγκα του Γράμμου, είχε, ανάμεσα στα άλλα, και την ατυχία στο ταξίδι από τον Βόλο στην Αλόννησο να μαίνεται και να βρυχάται ο βοριάς στον απλωμένο μαυρογάλανο Παγασητικό. Πλησιάζοντας στην Αλόννησο το κύμα χτυπούσε αφρίζοντας, λυσσασμένα, τα βράχια που σαν ακλόνητοι γίγαντες είχανε ριζώσει βαθιά στη γη.
«Όταν ήρθα εδώ είχα υποφέρει πάρα πολύ. Τρεις μήνες με πήγαιναν από κρατητήριο σε κρατητήριο […]. Το σκαμπανέβασμα και το μπότζι του καϊκιού με ταλαιπώρησαν αφάνταστα. Είχα κολλήσει το πρόσωπό μου στο όκιο (τρύπα απ’ όπου περνάει η αλυσίδα της άγκυρας) και ‘τάιζα’ τα ψάρια. Υπέφερα τόσο, που μόλις πάτησα το πόδι μου στο χώμα, έλεγα: δεν θα φύγω απ’ την Αλόννησο αν δεν έρθει να με πάρει αεροπλάνο. Τόσο ταλαιπωρημένος ήμουνα. […]
»Περπατώντας στα στενά πλακόστρωτα σοκάκια του Χωριού, και αντικρύζοντας τις ευγενικές μορφές των ταλαιπωρημένων για επιβίωση κατοίκων –ο καθ’ ένας ήταν Ξένιος Δίας–, πίστευα ότι ξέφυγα από την Κόλαση και βρήκα ορθάνοιχτη την πόρτα που οδηγεί στον Παράδεισο. Η συμπεριφορά μας απέναντι στους κατοίκους έπρεπε να είναι άψογη, μας έλεγαν οι υπεύθυνοι της ομάδας των εξόριστων. Να μην φιλήσετε, να μην παραπλανήσετε/αποπλανήσετε γυναίκα που δεν σκοπεύετε να παντρευτείτε. Να μην κλέψετε τίποτα. Να μην απλώσετε το χέρι σας ούτε για ένα σύκο.
»Παρ’ όλες τις οδηγίες που υπήρχαν από την πλευρά της τοπικής χωροφυλακής, οδηγίες που απέτρεπαν τους ντόπιους να μας βοηθούν, εμείς, τις νύχτες βρίσκαμε καλάθια με σύκα, σταφύλια, δοχεία με υπέροχο κρασί κλπ έξω από τις πόρτες μας. Δεν γνωρίζαμε ποιοι τα άφηναν, και με το φως της ημέρας τα καλάθια, άδεια πλέον, δεν υπήρχαν στις πόρτες μας. έφευγαν, για να ξανάρθουν σύντομα».
Οι απειλές εναντίων τους δεν έλειπαν. Ο Γ.Ρ. αναφέρθηκε σε μια περίπτωση, δεν την γνώριζα και δεν αναφέρεται στο βιβλίο, όταν ένας ντόπιος, ο Δ.Δ., τους ενημέρωσε ότι έχει αποφασισθεί να έρθει ο Καλαμπαλίκης και να δολοφονήσει εξόριστους. «Ζητήσαμε τη βοήθεια της χωροφυλακής», λέει ο Ριζόπουλος. «Ο νωματάρχης μας ξεκαθάρισε ότι αδυνατεί να μας προστατεύσει. Προστατευθείτε όπως μπορείτε, μας είπε. Εμείς οπλιστήκαμε με ότι βρήκαμε: σιδερόβεργες, παλούκια κλπ, και με έναν χωροφύλακα που μας έδωσε ο νωματάρχης (είχε αντικατασταθεί ο προηγούμενος) περιπολούσαμε και… περιμέναμε. […]
»Στην Αλόννησο πήρα τα πρώτα μαθήματα στην μακρόχρονη εξορία μου, για να συμπληρώσω τις γυμνασιακές μου γνώσεις. Πρώτος μου δάσκαλος ήταν ένας μαθητής του Γληνού, ο Μιχάλης Μυριαγκός, ο οποίος δεν με έμαθε απλώς να διαβάζω, αλλά πως να διαβάζω. Με έμαθε να μελετώ με κριτικό πνεύμα, σημαντικό, όχι μόνο για στις σπουδές μου».
Πολλά περιστατικά θυμάται ο, τότε, πιτσιρικάς. περιστατικά που έβαλαν την Αλόννησο στην καρδιά του. Θα αναφερθούμε σε δυο μονάχα απ’ αυτά που είναι όαση στη βαρβαρότητα της εποχής εκείνης. «Η γιαγιά μου», λέει, «όταν πήγαινε στην Καστοριά, μας έφερνε τρία χαρούπια και το καθ’ ένα έπρεπε να μοιραστεί στα τέσσερα. Μια μέρα, στην Αλόννησο, βρέθηκα κάτω από μια καταφορτωμένη χαρουπιά. την κοίταζα και… ‘έβλεπα’ τη γιαγιά μου να μας μοιράζει απλόχερα χαρούπια. Μια διερχόμενη γυναίκα με την τοπική φορεσιά της διέκοψε το ονειροπόλημά μου. ‘Μπορώ να κόψω ένα χαρούπι; Ρώτησα’. Μόνο ένα, κόψε όσα θέλεις. Εγώ, αμέσως, ένιωσα σαν να βρέθηκα στην άλλη πλευρά του φεγγαριού».
Αναφέρθηκε και στα άλλα νησιά της εξορίας του. την Ικαρία, την Μακρόνησο και στη δολοφονία, στη Μακρόνησο, 350 στρατιωτών με εντολή του Μπαϊρακτάρη. Σαν πρόεδρος, σήμερα, του Μουσείου Μακρονήσου ζήτησε από τον Υπουργό και τον Αναπληρωτή Υπουργό Εθνικής Αμύνης τα στοιχεία των δολοφονημένων στρατιωτών. Η απάντηση ήταν ότι, τέτοια στοιχεία, δεν υπάρχουν. Όλα τα ντοκουμέντα καταστράφηκαν. Οι δολοφόνοι φρόντισαν να εξαλείψουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους.
Το 1947, τα Χριστούγεννα, με φοβερή κακοκαιρία και καταρρακτώδη βροχή μετέφεραν αρκετούς εξόριστους από την Αλόννησο. «Τη μέρα αυτή μας έβαλαν σε καΐκια, περίπου 50 εξόριστους, για να μας μεταφέρουν στην Ικαρία. Όλο το Χωριό, παρ’ όλο που η βροχή έπεφτε με το τουλούμι, μας συνόδευσε στο Πατητήρι. Εκεί ξεδιπλώθηκε, για άλλη μια φορά, το μεγαλείο των ανθρώπων αυτών. Ο καθ’ ένας μας φίλευε ότι μπορούσε: ένας λίγα μύγδαλα, άλλος φακές, και όποιος είχε την οικονομική δυνατότητα, μερικές δεκάρες, μια δραχμή κλπ..
»Φτάσαμε στη Σκόπελο σε κακά χάλια. Όλα τα υπάρχοντά μας, ρούχα, τρόφιμα, είχαν μουσκευτεί». Με λεπτομέρειες διηγήθηκε σε έναν Σκοπελίτη, τον Τάσο, τον φούρνο από τον οποίο με άδεια της χωροφυλακής αγόρασαν ψωμί. Ψωμί και λίγες κονσέρβες ήταν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι μας το 1947.
Η ζωή μετά την εξορία
«Έφυγα από την Μακρόνησο (εκεί ντύθηκα φαντάρος) όταν τελείωσα το στρατιωτικό μου, το ‘53. Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου ήταν κρατούμενοι. Την μητέρα μου την έχασα. Πέρασε με τις τρεις μικρότερες αδερφές μου στην Γιουγκοσλαβία. Δεν είχα οικογένεια όταν έφυγα από την Μακρόνησο. Ο μεγαλύτερος αδερφός μου είχε σκοτωθεί, ο μικρότερος είχε μείνει ανάπηρος. Δούλεψα σε καφενείο, σε μανάβικο, σε ψαράδικο, σε ταβέρνα. Όπου και να πήγαινα για δουλειά οι ιδιοκτήτες δέχονταν απειλές εξαιτίας μου, και με απέλυαν.
»Κυκλοφορούσα χωρίς ταυτότητα, και κοιμόμουν σε χωράφια. Πουλούσα πάγο σέρνοντας το φορτωμένο με πάγο καρότσι. Ήταν βαρύ το φορτίο, και στον ανήφορο το πρόσωπό μου άγγιζε, σχεδόν, το χώμα.[…] Αργότερα έκανα το μοντέλο και κοιμόμουν στο ατελιέ. Ήμουν τυχερός που βρήκα στέγη. Ένας νωματάρχης με βοήθησε και έβγαλα ταυτότητα, για να μπορέσω να δώσω εξετάσεις στο πολυτεχνείο –ήταν η μοναδική σχολή που δεν ζητούσαν κοινωνικά φρονήματα. Δούλεψα στις εργασίες που γίνονταν στη Ακρόπολη και μετά μπήκα στο Πολυτεχνείο, 5ος στη σχολή αρχιτεκτόνων, και 1ος στην Καλών Τεχνών. Βοήθησαν βλέπετε τα μαθήματα που έκανα στην εξορία».
Πολλά άλλαξαν από τότε
Περπάτησε σε όλο το Παλιό Χωριό αρχίζοντας από το Κάστρο –τα πρώτα σπίτια μπορεί να χτίστηκαν στη Μινωική εποχή, δυστυχώς τα πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα, αφανίστηκαν, και εξαφανίστηκαν! Το Κάστρο που σήμερα λειτουργεί σαν τουριστικό θέαμα, στα χρόνια του Εμφυλίου πολέμου φιλοξενούσε πολλούς πολιτικούς πρόσφυγες.
Με την ευαισθησία του καλλιτέχνη εντυπωσιάστηκε από την κακογουστιά και την κακοποίηση του τοπίου, αφού το μπετόν –έκφραση «πολιτισμού» σε στεριά και θάλασσα– κυριαρχεί, και σε συνδυασμό με την αλόγιστη και παράνομη ξύλευση του δάσους, στην οποία σχεδόν όλοι κλείνουν τα μάτια, καταστρέφει ανεπιστρεπτί τη φυσική ομορφιά του νησιού. Δεν είχε το χρόνο να διακρίνει ότι η αλληλοβοήθεια, η αλληλεγγύη, και η ανιδιοτέλεια που επικρατούσαν ανάμεσα στους κατοίκους, αντικαταστάθηκαν από φιλοδοξίες για οικονομική ευμάρεια και την επίδειξη πλούτου.
Η γνωριμία του με τη Μαρία, στο καφέ της, με τη Γιάννα, στο σπίτι της, του έδωσε την εντύπωση πως οι σημερινές γενιές ταυτίζονται με τους χαρακτήρες, τα συναισθήματα, και όνειρα των φτωχών ανθρώπων που γνώρισε και βοηθήθηκε σαν εξόριστος. ανθρώπων που τους διέκρινε η αλληλεγγύη, η περηφάνια, η ντομπροσύνη, και το ελληνικό φιλότιμο.
Έφυγε από το νησί ενθουσιασμένος. Τηλεφωνώντας από την Αθήνα μου είπε: «πήγαινε στον Άϊ-Λιά και φώναξε δυνατά να ακουστείς παντού. Σας ευχαριστώ αλοννησιώτες. Σας έχω πάντα στην καρδιά μου». Θέλοντας να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στο νησί, προσφέρθηκε να φιλοτεχνήσει αφιλοκερδώς την προτομή του Μακεδονομάχου Γεροθοδωρή.
Παναγιώτης Καλογιάννης,
Στοκχόλμη, Ιούλης 2018
ΒΙΒΛΙΟ: ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΟΝΝΗΣΟ (ΚΛΙΚ)
Θεωρώντας ότι είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουν οι νέοι τη συμπεριφορά των παππούδων τους απέναντι σε κατατρεγμένους, στα σκοτεινά εκείνα χρόνια, που ξεσπιτωμένοι βρέθηκαν στην Αλόννησο, του πρότεινα να κάνει τη διάλεξη αυτή.
ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ |
»Με τον εμφύλιο πόλεμο, άρχισαν οι συλλήψεις. Όλη η Ελλάδα ήταν μια φυλακή. Το 1946 πήγαν τον πατέρα μου και τον αδερφό μου στα κρατητήρια της Καστοριάς. Μετά πήραν κι εμένα, 16χρονο μαθητή γυμνασίου. Αφού πέρασα από διάφορες φυλακές μέσα σε άθλιες συνθήκες, έχοντας μόνο τα ρούχα που φορούσα και μια ματωμένη κουβέρτα, κατέληξα, την Άνοιξη του ’47, στην Αλόννησο. Με συνέλαβαν ως συγγενή αρχισυμμορίτου και πληροφοριοδότη των ανταρτών.[…]
Στην Αλόννησο, ανάμεσα στους συντρόφους μου ένιωσα σαν να βρίσκομαι κοντά στην οικογένειά μου. Ήρθα σε επαφή με υπέροχους ανθρώπους. Οι εξόριστοι ήταν αλτρουιστές, φιλότιμοι, αγωνιστές με κριτικό μυαλό. Εδώ γνώρισα από κοντά, επιτέλους, τον κόσμο για τον οποίο αγωνιζόμουν κι εγώ ο ίδιος. Tο Δεκέμβρη του ‘47 με μετέφεραν στην Ικαρία, και στο τέλος του ‘48 στην Μακρόνησο».
ΙΚΑΡΙΑ |
«Όταν ήρθα εδώ είχα υποφέρει πάρα πολύ. Τρεις μήνες με πήγαιναν από κρατητήριο σε κρατητήριο […]. Το σκαμπανέβασμα και το μπότζι του καϊκιού με ταλαιπώρησαν αφάνταστα. Είχα κολλήσει το πρόσωπό μου στο όκιο (τρύπα απ’ όπου περνάει η αλυσίδα της άγκυρας) και ‘τάιζα’ τα ψάρια. Υπέφερα τόσο, που μόλις πάτησα το πόδι μου στο χώμα, έλεγα: δεν θα φύγω απ’ την Αλόννησο αν δεν έρθει να με πάρει αεροπλάνο. Τόσο ταλαιπωρημένος ήμουνα. […]
»Περπατώντας στα στενά πλακόστρωτα σοκάκια του Χωριού, και αντικρύζοντας τις ευγενικές μορφές των ταλαιπωρημένων για επιβίωση κατοίκων –ο καθ’ ένας ήταν Ξένιος Δίας–, πίστευα ότι ξέφυγα από την Κόλαση και βρήκα ορθάνοιχτη την πόρτα που οδηγεί στον Παράδεισο. Η συμπεριφορά μας απέναντι στους κατοίκους έπρεπε να είναι άψογη, μας έλεγαν οι υπεύθυνοι της ομάδας των εξόριστων. Να μην φιλήσετε, να μην παραπλανήσετε/αποπλανήσετε γυναίκα που δεν σκοπεύετε να παντρευτείτε. Να μην κλέψετε τίποτα. Να μην απλώσετε το χέρι σας ούτε για ένα σύκο.
»Παρ’ όλες τις οδηγίες που υπήρχαν από την πλευρά της τοπικής χωροφυλακής, οδηγίες που απέτρεπαν τους ντόπιους να μας βοηθούν, εμείς, τις νύχτες βρίσκαμε καλάθια με σύκα, σταφύλια, δοχεία με υπέροχο κρασί κλπ έξω από τις πόρτες μας. Δεν γνωρίζαμε ποιοι τα άφηναν, και με το φως της ημέρας τα καλάθια, άδεια πλέον, δεν υπήρχαν στις πόρτες μας. έφευγαν, για να ξανάρθουν σύντομα».
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ |
»Στην Αλόννησο πήρα τα πρώτα μαθήματα στην μακρόχρονη εξορία μου, για να συμπληρώσω τις γυμνασιακές μου γνώσεις. Πρώτος μου δάσκαλος ήταν ένας μαθητής του Γληνού, ο Μιχάλης Μυριαγκός, ο οποίος δεν με έμαθε απλώς να διαβάζω, αλλά πως να διαβάζω. Με έμαθε να μελετώ με κριτικό πνεύμα, σημαντικό, όχι μόνο για στις σπουδές μου».
Πολλά περιστατικά θυμάται ο, τότε, πιτσιρικάς. περιστατικά που έβαλαν την Αλόννησο στην καρδιά του. Θα αναφερθούμε σε δυο μονάχα απ’ αυτά που είναι όαση στη βαρβαρότητα της εποχής εκείνης. «Η γιαγιά μου», λέει, «όταν πήγαινε στην Καστοριά, μας έφερνε τρία χαρούπια και το καθ’ ένα έπρεπε να μοιραστεί στα τέσσερα. Μια μέρα, στην Αλόννησο, βρέθηκα κάτω από μια καταφορτωμένη χαρουπιά. την κοίταζα και… ‘έβλεπα’ τη γιαγιά μου να μας μοιράζει απλόχερα χαρούπια. Μια διερχόμενη γυναίκα με την τοπική φορεσιά της διέκοψε το ονειροπόλημά μου. ‘Μπορώ να κόψω ένα χαρούπι; Ρώτησα’. Μόνο ένα, κόψε όσα θέλεις. Εγώ, αμέσως, ένιωσα σαν να βρέθηκα στην άλλη πλευρά του φεγγαριού».
Αναφέρθηκε και στα άλλα νησιά της εξορίας του. την Ικαρία, την Μακρόνησο και στη δολοφονία, στη Μακρόνησο, 350 στρατιωτών με εντολή του Μπαϊρακτάρη. Σαν πρόεδρος, σήμερα, του Μουσείου Μακρονήσου ζήτησε από τον Υπουργό και τον Αναπληρωτή Υπουργό Εθνικής Αμύνης τα στοιχεία των δολοφονημένων στρατιωτών. Η απάντηση ήταν ότι, τέτοια στοιχεία, δεν υπάρχουν. Όλα τα ντοκουμέντα καταστράφηκαν. Οι δολοφόνοι φρόντισαν να εξαλείψουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους.
Το 1947, τα Χριστούγεννα, με φοβερή κακοκαιρία και καταρρακτώδη βροχή μετέφεραν αρκετούς εξόριστους από την Αλόννησο. «Τη μέρα αυτή μας έβαλαν σε καΐκια, περίπου 50 εξόριστους, για να μας μεταφέρουν στην Ικαρία. Όλο το Χωριό, παρ’ όλο που η βροχή έπεφτε με το τουλούμι, μας συνόδευσε στο Πατητήρι. Εκεί ξεδιπλώθηκε, για άλλη μια φορά, το μεγαλείο των ανθρώπων αυτών. Ο καθ’ ένας μας φίλευε ότι μπορούσε: ένας λίγα μύγδαλα, άλλος φακές, και όποιος είχε την οικονομική δυνατότητα, μερικές δεκάρες, μια δραχμή κλπ..
»Φτάσαμε στη Σκόπελο σε κακά χάλια. Όλα τα υπάρχοντά μας, ρούχα, τρόφιμα, είχαν μουσκευτεί». Με λεπτομέρειες διηγήθηκε σε έναν Σκοπελίτη, τον Τάσο, τον φούρνο από τον οποίο με άδεια της χωροφυλακής αγόρασαν ψωμί. Ψωμί και λίγες κονσέρβες ήταν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι μας το 1947.
Η ζωή μετά την εξορία
«Έφυγα από την Μακρόνησο (εκεί ντύθηκα φαντάρος) όταν τελείωσα το στρατιωτικό μου, το ‘53. Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου ήταν κρατούμενοι. Την μητέρα μου την έχασα. Πέρασε με τις τρεις μικρότερες αδερφές μου στην Γιουγκοσλαβία. Δεν είχα οικογένεια όταν έφυγα από την Μακρόνησο. Ο μεγαλύτερος αδερφός μου είχε σκοτωθεί, ο μικρότερος είχε μείνει ανάπηρος. Δούλεψα σε καφενείο, σε μανάβικο, σε ψαράδικο, σε ταβέρνα. Όπου και να πήγαινα για δουλειά οι ιδιοκτήτες δέχονταν απειλές εξαιτίας μου, και με απέλυαν.
»Κυκλοφορούσα χωρίς ταυτότητα, και κοιμόμουν σε χωράφια. Πουλούσα πάγο σέρνοντας το φορτωμένο με πάγο καρότσι. Ήταν βαρύ το φορτίο, και στον ανήφορο το πρόσωπό μου άγγιζε, σχεδόν, το χώμα.[…] Αργότερα έκανα το μοντέλο και κοιμόμουν στο ατελιέ. Ήμουν τυχερός που βρήκα στέγη. Ένας νωματάρχης με βοήθησε και έβγαλα ταυτότητα, για να μπορέσω να δώσω εξετάσεις στο πολυτεχνείο –ήταν η μοναδική σχολή που δεν ζητούσαν κοινωνικά φρονήματα. Δούλεψα στις εργασίες που γίνονταν στη Ακρόπολη και μετά μπήκα στο Πολυτεχνείο, 5ος στη σχολή αρχιτεκτόνων, και 1ος στην Καλών Τεχνών. Βοήθησαν βλέπετε τα μαθήματα που έκανα στην εξορία».
Πολλά άλλαξαν από τότε
Περπάτησε σε όλο το Παλιό Χωριό αρχίζοντας από το Κάστρο –τα πρώτα σπίτια μπορεί να χτίστηκαν στη Μινωική εποχή, δυστυχώς τα πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα, αφανίστηκαν, και εξαφανίστηκαν! Το Κάστρο που σήμερα λειτουργεί σαν τουριστικό θέαμα, στα χρόνια του Εμφυλίου πολέμου φιλοξενούσε πολλούς πολιτικούς πρόσφυγες.
Με την ευαισθησία του καλλιτέχνη εντυπωσιάστηκε από την κακογουστιά και την κακοποίηση του τοπίου, αφού το μπετόν –έκφραση «πολιτισμού» σε στεριά και θάλασσα– κυριαρχεί, και σε συνδυασμό με την αλόγιστη και παράνομη ξύλευση του δάσους, στην οποία σχεδόν όλοι κλείνουν τα μάτια, καταστρέφει ανεπιστρεπτί τη φυσική ομορφιά του νησιού. Δεν είχε το χρόνο να διακρίνει ότι η αλληλοβοήθεια, η αλληλεγγύη, και η ανιδιοτέλεια που επικρατούσαν ανάμεσα στους κατοίκους, αντικαταστάθηκαν από φιλοδοξίες για οικονομική ευμάρεια και την επίδειξη πλούτου.
Η γνωριμία του με τη Μαρία, στο καφέ της, με τη Γιάννα, στο σπίτι της, του έδωσε την εντύπωση πως οι σημερινές γενιές ταυτίζονται με τους χαρακτήρες, τα συναισθήματα, και όνειρα των φτωχών ανθρώπων που γνώρισε και βοηθήθηκε σαν εξόριστος. ανθρώπων που τους διέκρινε η αλληλεγγύη, η περηφάνια, η ντομπροσύνη, και το ελληνικό φιλότιμο.
Έφυγε από το νησί ενθουσιασμένος. Τηλεφωνώντας από την Αθήνα μου είπε: «πήγαινε στον Άϊ-Λιά και φώναξε δυνατά να ακουστείς παντού. Σας ευχαριστώ αλοννησιώτες. Σας έχω πάντα στην καρδιά μου». Θέλοντας να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στο νησί, προσφέρθηκε να φιλοτεχνήσει αφιλοκερδώς την προτομή του Μακεδονομάχου Γεροθοδωρή.
Παναγιώτης Καλογιάννης,
Στοκχόλμη, Ιούλης 2018
ΒΙΒΛΙΟ: ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΟΝΝΗΣΟ (ΚΛΙΚ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕ ΓΡΑΦΗ greeklish ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
H efimerida-sporades.blogspot.gr ενθαρρύνει τους αναγνώστες να εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα από τo blog. Παρακαλούμε τα κείμενα να μην είναι υβριστικά, να μην συκοφαντούν και να μην γράφονται σε greeklish. Οι διαχειριστές φέρουν ευθύνη μόνο για τα επώνυμα άρθρα των συντακτών και των συνεργατών της.
Σας ευχαριστούμε για την συμμετοχή σας.